Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ ΜΙΣΘΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΜΙΣΘΩΜΑΤΩΝ


ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ _ΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΙΤΗΣΗ
για την έκδοση διαταγής απόδοσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων
της ΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧ του ΧΧΧΧΧΧ κάτοικου ΧΧΧΧΧΧΧ , με ΑΦΜ ΧΧΧΧΧΧΧΧ
ΚΑΤΑ
Του ΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧ του ΧΧΧΧΧΧ, κάτοικου ΧΧΧΧ με ΑΦΜ ΧΧΧΧΧΧ
__________________________
Δυνάμει του από ΧΧΧΧΧΧ ιδιωτικού συμφωνητικού που συνήφθη στην Αθήνα, (αρ. πρωτ. ΧΧΧΧΧ) αρ.δηλ ΧΧΧΧ ΑΑΔΕ ) η οποία έγινε αποδεχτή την ΧΧΧΧΧ ,εκμίσθωσα στον καθού το () διαμέρισμα ισογείου ορόφου επιφανείας τμ το οποίο βρίσκεται στο () και επί της οδού () πολυκατοικίας και αποτελείται από δύο δωμάτια, χωλ, κουζίνα, λουτρό και διάδρομο. Η διάρκεια της μισθώσεως συμφωνήθηκε () έτους αρχομένη την () και λήγουσα την (). Μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου της μισθώσεως, η μίσθωση συνεχίστηκε ως αορίστου χρόνου με τους ίδιους όρους και το ίδιο μηνιαίο μίσθωμα έως και σήμερα το οποίο είχε οριστεί στο ποσό των () Ευρώ καταβλητέο το πρώτο τριήμερο έκαστου μισθωτικού μήνα.
Παρά το γεγονός πως από την πρώτη μέρα ο καθού κάνει ανενόχλητη χρήση του μισθίου διαμερίσματος, κατά παράβαση των όρων της μεταξύ μας συμβάσεως, δε μου έχει καταβάλει λόγω δυστροπίας, α) τα μισθώματα περιόδου () ήτοι συνολικά μισθώματα () μηνών τα οποία ανέρχονται στο ποσό των Ευρώ . β) Επίσης, μου οφείλει για τη ΔΕΗ το συνολικό ποσό των () το οποίο αφορά στην περίοδο κατανάλωσης από () έως και () σύμφωνα με τον εκδοθέντα την λογαριασμό, γ) καθώς και κοινόχρηστα πολυκατοικίας περιόδου () έως και () συνολικού ποσού () Ευρώ.
Ήτοι συνολικά μου οφείλει ()+()+()=Ευρώ και όπως διαφαίνεται δεν έχει σκοπό να μου τα καταβάλει.
Με την από () εξώδικη δήλωση - όχληση που επιδόθηκε νόμιμα στον καθού , όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη υπ αριθ. () έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του πρωτοδικείου Αθηνών (), όχλησα τον καθου διαμαρτυρόμενη για την αντισυμβατική του συμπεριφορά και την καθυστέρηση καταβολής των μισθωμάτων και λοιπών υποχρεώσεων του, καλώντας τον να τακτοποιήσει άμεσα όλα τα οφειλόμενα ληξιπρόθεσμα μισθώματα και λογαριασμούς. Παρά την πάροδο πέραν των 15 ημερών αυτός δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα μου και στις συμβατικές του υποχρεώσεις,
Επειδή συνεπεία πάντων των ανωτέρω πρέπει να εκδοθεί διαταγή από το Δικαστήριό σας με την οποία να υποχρεώνεται ο καθού να μου αποδώσει την χρήση του ανωτέρω διαμερίσματος, στο οποίο εξακολουθεί να διαμένει μέχρι και σήμερα.
Επειδή η αίτησή μου αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα, δηλαδή: 1. Το από () Αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών () νόμιμα μεταγεγραμμένο στα βιβλία Υποθ/κειου Αθηνών τόμ () αριθ. () 2.1 Το από () ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης 2.2 Την με αριθ. () απόδειξη υποβολής δήλωσης μίσθωσης ΑΑΔΕ 3. Την με αριθμό () έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών () της από () εξώδικης οχλήσεως μου προς τον καθ'ού. 4. Τον με ημερομηνία έκδοσης () εκκαθαριστικό λογαριασμό ΔΕΗ ποσού () 5. Αντίγραφα εξοφλητικών αποδείξεων κοινοχρήστων περιόδου () τα πρωτόπα των οποίων ευρισκόμενα στα χέρια του διαχειριστή της πολυκατοικίας λόγω μη πληρωμής τους από τον καθού.
Επειδή η παρούσα αίτηση μου είναι νόμιμη βάσιμη και αληθινή.
Επειδή το δικαστήριο σας είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο.
Επειδή προσκομίζω το () Γραμμάτιο Προκαταβολής Εισφορών και Ενσήμων ΔΣΑ καθώς και το e-παράβολο με κωδ. () ύψους () Ευρώ,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και με την επιφύλαξη κάθε άλλου νομίμου δικαιώματος μου
ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η αίτησή μου.
β) Να υποχρεωθεί ο καθ’ ου, με διαταγή που θα εκδοθεί σε βάρος του, να μου αποδώσει τη χρήση του περιγραφόμενου στην αίτηση μισθίου ακινήτου μου, ήτοι του ()
β)Να υποχρεωθεί ο καθου για τις αναφερόμενες στο ιστορικό αιτίες να μου καταβάλλει με διαταγή που θα εκδοθεί σε βάρος του Ι. για οφειλόμενα μισθώματα το συνολικό ποσό των () ευρώ νομιμότοκα από την ημέρα που έγινε κάθε μίσθωμα απαιτητό (4η κάθε μισθωτικού μήνα), άλλως από την επίδοση της σχετικής οχλήσεως ΙΙ. για λογαριασμούς ΔΕΗ το συνολικό ποσό των () Ευρώ από την ημερομηνία που το ανωτέρω ποσό κατέστη απαιτητό ήτοι από την ημερομηνία εκάστης πληρωμής των λογαριασμών. ΙΙΙ. για οφειλές κοινοχρήστων το συνολικό ποσό των () Ευρώ από την ημερομηνία που το ανωτέρω ποσό κατέστη απαιτητό ήτοι από τον επόμενο μήνα εκδόσεως εκάστου οφειλόμενου λογαριασμού κοινοχρήστων .
Να καταδικαστεί ο καθου στη δικαστική μου δαπάνη.




Αθήνα
Η πληρεξούσια δικηγόρος

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΙΔΑΧ


ΕιρΑμαρουσίου 322/2019

Αντισυνταγματικότητα κατάργησης επιδομάτων εορτών και άδειας Υπαλλήλων Δημοσίου
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τα ρητά κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα, συνιστώντας ένα γενικό δικαίωμα για κοινωνική αλληλεγγύη κατ' αναλογία με την λειτουργία την οποία επιτελεί το άρθρο 5 παρ.1 ως προς τα ατομικά δικαιώματα. Η εν λόγω αρχή και τα κοινωνικά δικαιώματα συνιστούν δεσμευτικούς κανόνες για την κρατική εξουσία, ιδιαίτερα τη νομοθετική, προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης της πληρέστερης δυνατής κοινωνικής προστασίας. Τα κοινωνικά δικαιώματα θεωρούνται μάλιστα ως «απαράγραπτα», ως δεσμεύοντα δηλαδή την άσκηση όλων των συντεταγμένων εξουσιών, τόσο του αναθεωρητικού, όσο και του κοινού νομοθέτη. Εξάλλου, τα κοινωνικά δικαιώματα είναι θεμελιώδη, εξίσου με τα ατομικά και τα πολιτικά και παράγουν κατά την επικρατούσα στην θεωρία άποψη ένα «σχετικό κοινωνικό κεκτημένο», η αξία και η προστατευτική λειτουργία του οποίου πρέπει να αναδεικνύονται ακόμη περισσότερο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όταν οι πολίτες βάλλονται περισσότερο. Περαιτέρω στο άρθρο 106 του Συντάγματος ορίζεται ότι «για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στην χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων, της εθνικής οικονομίας». Από την εν λόγω διάταξη απορρέει η συνταγματική επιταγή για {ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με διασφάλιση των συνθηκών κοινωνικής ειρήνης, η οποία δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα και πρωτίστως τον νομοθέτη, περιορίζοντας το εύρος των επιτρεπτών επιλογών του. Η παραπάνω συνταγματική επιταγή θέτει δυο όρια στον νομοθέτη. Πρώτον δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων τα οποία, ανεξαρτήτως του επιδιωκόμενου μ' αυτά σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνεπάγονται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης, δηλαδή καταλήγουν σε αποτέλεσμα ευθέως αντίθετο προς το σκοπό της συνταγματικής διάταξης. Ως σοβαρή διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης πρέπει να νοηθεί εξίσου η δραματική επιδείνωση των συνθηκών κοινωνικής διαβίωσης (όπως αύξηση του αριθμού των ανέργων, των αστέγων, όσων διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχιας), όσο και η διατάραξη της δημόσιας τάξης ασφάλειας (όπως βίαιες ενέργειες διαμαρτυρίας, αύξηση εγκληματικότητας κλπ) που απορρέει από την επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών. Δεύτερον δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση νομοθετικών μέτρων τα οποία συνεπάγονται δραματική συρρίκνωση της εθνικής οικονομίας και του διαθέσιμου εισοδήματος επιχειρήσεων και νοικοκυριών, προκειμένου να εξυπηρετηθεί μονομερώς ορισμένος έστω και δημοσίου συμφέροντος οικονομικός σκοπός. Ιδίως δεν είναι επιτρεπτή η θέσπιση μέτρων που επιδιώκουν τη διάσωση των δημοσίων οικονομικών επί θυσία της ιδιωτικής αυτονομίας. Αντιθέτως, όπως συνάγεται από τη συνταγματική διάταξη, το γενικό συμφέρον δεν ταυτίζεται με το αμιγώς δημοσιονομικό ούτε μόνο με το συμφέρον της δημόσιας οικονομίας αλλά απαιτεί να διασφαλίζεται η ισόρροπη ανάπτυξη τόσο της δημόσιας όσο και της ιδιωτικής οικονομίας. Περαιτέρω στο άρθρο 4 παρ. 5 του Σ. ορίζεται ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Στο άρθρο 25 παρ. 1 ορίζεται ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη αποτελεσματική άσκηση τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας» και στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου «Το κράτος δικαίου δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης».
Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι ο νομοθέτης δύναται κατ' αρχήν να επιβάλλει στους πολίτες προς εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση ορισμένης επείγουσας ανάγκης ή κατάστασης κρίσης, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι έχουν περιορισμένη διάρκεια, ότι είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και όχι δυσανάλογες σε σχέση προς αυτόν, ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένες και ότι κατανέμονται ισότιμα μεταξύ όλων των πολιτών των απασχολουμένων τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, ανάλογα με τις δυνάμεις του καθενός. Επομένως δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, οι οποίοι, κατά κανόνα, είναι συνεπείς προς τις υποχρεώσεις τους, και να ευνοούνται άλλες κατηγορίες από την ασυνέπεια των οποίων - κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων - προκαλείται σε μεγάλο ποσοστό η δυσμενής αυτή συγκυρία (ΟλΣτΕ1286/2012), ούτε, κατά μείζονα λόγο, η επισώρευση νέων επιβαρύνσεων σε βάρος των ίδιων κατηγοριών πολιτών (λ.χ. διαδοχικές μειώσεις αποδοχών και συντάξεων), εάν τα προηγούμενα αποδείχθηκαν απρόσφορα κι εφόσον με τα νέα μέτρα οι ίδιες κατηγορίες πολιτών υφίστανται υπέρμετρη απώλεια του προηγουμένως διαθέσιμου εισοδήματος τους. Τούτο μάλιστα ιδίως όταν οι εν λόγω μειώσεις επέρχονται αιφνιδιαστικά και κλονίζουν ριζικά την οικονομική κατάσταση των ατόμων ή ανατρέπουν καταστάσεις στις οποίες αυτά είχαν καλόπιστα αποβλέψει (βλ.σχετ. μελέτη Κώστα Χ.Χρυσογόνου- Ακρίτα Καϊδατζή, Οριοθέτηση εισαγωγικών σκέψεων για την αντισυνταγματικότητα του ν.4093/2012 για το Μεσοπρόθεσμο και τα μέτρα εφαρμογής του, ΝοΒ 2012 τ.60 σελ 1682 επ.).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α' 256), ορίζεται ότι «Παν φυσικόν\ ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Το εν λόγω Πρωτόκολλο κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση, με το άρθρο πρώτο του ν.δ 53/1974 και έχει ως εκ τούτου υπερνομοθετική ισχύ κατ' άρθρο 28 παρ.1 εδ. α του Συντάγματος. Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημοσίας ωφελείας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο-από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, κατ· αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου κράτους. Εν όψει των ανωτέρω περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, αποτελεί και η αξίωση για καταβολή προβλεπομένων από τη νομοθεσία του συμβαλλομένου κράτους αποδοχών, εφ' όσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες για την καταβολή τους προϋποθέσεις...με συνέπεια να μην αποκλείεται, κατ' αρχήν, διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ή συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξ άλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ' αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο .... Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν…. Περαιτέρω στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Από τη διάταξη αυτή με την οποία καθιερώνεται η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απορρέει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης η τουλάχιστον ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο έχει ως φορέα τον καθένα, ενεργοποιείται ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης και αποτελεί ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης η ενός ελάχιστου εισοδήματος, ως ειδική έκφανση της υποχρέωσης σεβασμού της αξίας του ανθρώπου αναγνωρίζεται πρόσφατα και από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (Ολ ΣτΕ 668/2012 σκ.35) αλλά και του ΕΔΔΑ σε σχέση με τα περιουσιακά δικαιώματα που προστατεύει κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. …. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 «Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος». Σύμφωνα με την παρ. 2 «Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία». Εξάλλου με το άρθρο 4 παρ. 1 του μέρους II του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη που κυρώθηκε με τον ν 1426/1984 και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 Σ υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, αναγνωρίζεται «το δικαίωμα των εργαζομένων για αμοιβή αρκετή να εξασφαλίζει σε αυτούς και τις οικογένειες τους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης». Εν όψει των ανωτέρω, η επιβολή μέτρων προς αντιμετώπιση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας δεν δικαιολογεί εν λευκώ και εκ προοιμίου οποιοδήποτε μέτρο με οποιοδήποτε κόστος. Η επιλογή των συγκεκριμένων μέτρων δεν ανήκει στην ανέλεγκτη διαπλαστική εξουσία του νομοθέτη ο οποίος ελέγχεται ως προς την τήρηση της συνταγματικής επιταγής για ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη με διασφάλιση κοινωνικής ειρήνης και δεσμεύεται, από τα όρια που θέτουν οι ως άνω απορρέουσες από τις συνταγματικές και τις υπερκείμενες νομοθετικά διεθνείς συμβάσεις διατάξεις αρχές την υπέρβαση των οποίων με κριτήρια την ένταση, την διάρκεια και τη σώρευση των μέτρων, τη δίκαιη κατανομή τους μεταξύ των πολιτών καθώς και την αιτιολόγηση και τεκμηρίωση της αναγκαιότητας και της αποτελεσματικότητας τους, ελέγχουν τα δικαστήρια κατ' άρθρο 93 παρ.4 Σ. …
πηγη: ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ



Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ


ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΕΙΣΠΡΑΧΘΕΙΣΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ / ΕΝΝΟΙΑ ΔΟΛΟΥ, ΕΙΔΙΚΗ ΑΙΤΟΛΟΓΗΣΗ/ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑΣ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΥΠ.ΑΡΙΘ.18633/ΚΥ/2019 ΑΠΟΦΑΣΗΣ (ΕΦΚΑ) ΟΓΑ

...γ. Επειδή, όπως παγίως δέχεται η νομολογία, η αναζήτηση των συντάξεων που κατεβλήθησαν αχρεωστήτως δεν επιβάλλεται άνευ ετέρου, διότι, η εκ μέρους ασφαλιστικού οργανισμού, αναζήτηση από το λήπτη περιοδικών ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξή τους, ακόμη και όταν οι παροχές αυτές έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως, πλην, όμως, ο ασφαλισμένος τις έχει εισπράξει καλοπίστως, προσκρούει στη γενική αρχή της χρηστής διοικήσεως, η οποία έχει εφαρμογή και στο δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως. Παρά ταύτα, η αναζήτηση των ποσών των αχρεωστήτως καταβληθεισών συντάξεων, είναι, κατ' αρχήν, επιτρεπτή, ακόμη και σε περίπτωση καλόπιστου λήπτη, εάν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της εισπράξεως και της αναζητήσεως είναι μικρό, εκτός εάν αυτός που έχει εισπράξει, παρανόμως, πλην καλοπίστως, τις χρηματικές ασφαλιστικές παροχές, επικαλεστεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τους θα επιφέρει εις βάρος του απρόβλεπτες και δυσμενείς για τη διαβίωσή του συνέπειες (πρβλ. ΣτΕ 1316/2014, ΣτΕ 928/2009, ΣτΕ 153/2008, ΣτΕ 387/1993). Επίσης, η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών συντάξεων είναι επιτρεπτή σε περίπτωση, κατά την οποία ο εισπράξας τα ποσά ασφαλιστικών παροχών τελούσε σε δόλο έναντι της Διοικήσεως, η συνδρομή, όμως, στοιχείου του δόλου, που αποτελεί τη νόμιμη βάση της αναζητήσεως, πρέπει να βεβαιώνεται στη σχετική διοικητική πράξη με ειδική αιτιολογία (ΣτΕ 590/2010, ΣτΕ 2291/2009, ΣτΕ 3322/2008, ΣτΕ 1835/2007, ΣτΕ2010/2006, ΣτΕ 1619/2006 7Μ., ΣτΕ 827/2005, ΣτΕ 1876/2002 κ.α.). Ως δόλια ενέργεια νοείται και η εκ μέρους του λήπτη αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος (ΣτΕ 3587/2011). Ο εις βάρος του καλόπιστου λήπτη καταλογισμός των αχρεωστήτως καταβληθέντων παροχών είναι δυνατόν να αποκλεισθεί εάν υπό τις περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως παραβιάζονται οι αρχές της επιεικείας ή της χρηστής Διοικήσεως και της προστατευομένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, με τη δημιουργία δυσμενών οικονομικών συνεπειών για τον τελευταίο (πρβλ όλως ενδεικτικώς ΣτΕ 4348/1988) καθώς και όταν συντρέχει συγγνωστή πλάνη του καταλογιζομένου (πρβλ ΟλΕΣ 1756/2015, ΕΣ 2291/2014, ΕΣ 7/2010).
δ. Τέλος, ναι μεν στο άρθρο μόνο του α.ν. 261/1968 ορίζεται ότι η ανάκληση διοικητικής πράξεως σε χρόνο μικρότερο της πενταετίας από την έκδοση της θεωρείται ότι γίνεται εντός εύλογου χρόνου, πλην, όμως, το άρθρο αυτό δεν ορίζει ότι μετά την πάροδο της πενταετίας ανάκληση γίνεται πέραν του εύλογου χρόνου και ότι, επομένως, η ανάκληση αυτή απαγορεύεται (βλ.ad hoc ΔΠρωτΑθ 4871/2015). Το ζήτημα δεν της υπερβάσεως ή μη του ευλόγου χρόνου για την ανάκληση της διοικητικής πράξεως κρίνεται in concreto, δηλαδή με βάση τα δεδομένα της εκάστοτε περιπτώσεως (ΣτΕ 1334/2009, ΣτΕ 1305/2009, ΣτΕ 227/2006 και ΔΠρωτΑθ 4871/20015).

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο αντιλέγων ΜΨ υπέβαλε την υπ' αριθ. πρωτ.: 776/15.10.2007 αίτηση-δήλωσή του προς τον Ο.Γ.Α., με αίτημα την χορήγηση συντάξεως. Στη σχετική ερώτηση που περιλαμβανόταν στο έντυπο της ως άνω αιτήσεως εάν απουσίασε από τον τόπο των επαγγελματικών του ασχολιών και σε καταφατική περίπτωση ποιο χρονικό διάστημα απουσίασε και για ποιο λόγο, ο αντιλέγων δήλωσε ότι δεν απουσίασε ποτέ από τον τόπο των επαγγελματικών ασχολιών. Επίσης, δήλωσε σε αυτή ότι ήταν ασφαλισμένος στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.). Σε συνέχεια της εν λόγω αιτήσεως-δηλώσεως εξεδόθη η υπ' αριθμόν () απόφαση του Ο.Γ.Α., δια της οποίας του χορηγήθηκε σύνταξη, λόγω γήρατος (κύρια σύνταξη με συνυπολογισμό του χρόνου ασφαλίσεώς του στο Ν.Α.Τ. και βασική), από 1.7.2008. Ακολούθως, από το από 16.12.2016 υπηρεσιακό σημείωμα του Κλάδου Διεθνών Σχέσεων-Τμήμα εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως προέκυψε ότι ο αντιλέγων διέμενε στην Αυστραλία κατά τα χρονικά διαστήματα από 10.6.1971 έως 22.3.1997, από 11.2.1982 έως 18.4.1986 και από 19.9.1993 έως 16.6.1996. Με την υπ' αριθμόν () απόφαση της Προϊσταμένης του Τμήματος Α7 Διαδοχικής Ασφαλίσεως του Κλάδου Α' Συντάξεως του Ο.Γ.Α (νυν Ε.Φ.Κ.Α.) ανακλήθηκε η ως άνω υπ' αριθμόν () απόφαση συνταξιοδοτήσεως ως προς το ποσό που αφορά τη βασική σύνταξη, λόγω γήρατος, από της ενάρξεως (1.7.2008), ελλείψει των νομίμων προϋποθέσεων. Από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει εάν ασκήθηκε από τον αντιλέγοντα ένσταση κατ΄αυτής, εντός της προβλεπόμενης υπό του νόμου προθεσμίας.
Στη συνέχει, εξεδόθη η υπ' αριθμόν () απόφαση του Αναπληρωτή Προϊσταμένου της Ε' Διευθύνσεως Μητρώου Συνταξιούχων και Πληρωμής Συντάξεων του Ε.Φ.Κ.Α., διά της οποίας αποφασίσθηκε η επιστροφή από τον αντιλέγοντα του ποσού των 29.179,91 ευρώ, που εισέπραξε για την ανωτέρω αιτία, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2008 έως 31.5.2017 και η αναστολή καταβολής της συντάξεως έως ότου η οφειλή καταστεί χαμηλότερη του ποσού που αντιστοιχεί σε δώδεκα (12) μηνιαίες συντάξεις, οπότε θα κρατεί το ήμισυ της μηνιαίας συντάξεως έως την εξόφληση του εν λόγω ποσού. Κατά της εν λόγω αποφάσεως ο αντιλέγων άσκησε την από κρίση, αίτησή του, στην οποία ισχυρίζεται ότι όταν υπέβαλε την αίτηση προς τον πρώην Ο.Γ.Α. για τη συνταξιοδότησή του και εκδόθηκε η σχετική απόφαση συνταξιοδοτήσεως δεν ήταν σε ισχύ η διμερής συμφωνία Ελλάδας-Αυστραλίας, η οποία κυρώθηκε με το ν. 3677/2008 και ίσχυσε από 1.10.2008. Επίσης, ισχυρίζεται ότι καλόπιστα και άνευ δόλου ελάμβανε σύνταξη γήρατος από τον Ο.Γ.Α., ενώ, εξάλλου, ο διοικητικός καταλογισμός και η αναζήτηση των συντάξεων που ελάμβανε καλόπιστα από τον Ο.Γ.Α., αντιβαίνει στις γενικές αρχές ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων και θέτει σε διακινδύνευση τη διαβίωσή του.
...Επειδή ενόψει όλων των προπαρατεθέντων δημιουργείται αμφιβολία ως προς τον δόλο του αντιλέγοντος κατά την είσπραξη της συντάξεώς του, το παρόν όργανο, λαμβάνοντας υπόψη το προχωρημένο της ηλικίας του, τα προβλήματα υγείας του κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, επιδεινώνονται με το πέρας της ηλικίας και την οικονομική του κατάσταση, κρίνει ότι η, εκ μέρους του αντιλέγοντος επιστροφή του συνόλου του καταλογισθέντος χρηματικού ποσού των 29.179,91 ευρώ θα του επιφέρει απρόβλεπτες και δυσμενείς για τη διαβίωσή του συνέπειες και, ως εκ τούτου, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο καταλογισμός θα πρέπει να περιοριστεί, βάσει της αρχής της επιείκειας στο ποσό των 3000 ευρώ.

Πρέπει συνεπώς να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά μερική αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως αντιρρήσεως, κατά το επιπλέον ποσό των 26.179,91 ευρώ.

(Δικηγόρος αντιλέγοντος: Ελένη Κυραρίνη)



Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ : ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΛ.ΣΥΝ


    ΑΠΟΦΑΣΗ 878/2019 ΕΛ. ΣΥΝ. ( ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ)
    ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές προνοιακού τύπου σε δημόσιο υπάλληλο. Η εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αντικειμενικής καλής πίστης, της αναλογικότητας και της προστατευόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιτάσσει τη στάθμιση του κατά πόσο η επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού επιβάλλει δυσανάλογο βάρος στον λαβόντα ιδίως μετά την πάροδο εύλογου χρόνου . Μη αναζήτηση του ληφθέντος ποσού όταν υπάρχει εύλογη πεποίθηση του διοικούμενου ότι δικαιούται την παροχή ενώ συγχρόνως η επιστροφή, θα του επιφέρει απρόβλεπτη οικονομική δυσχέρεια .
    (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
    ...Ο ν. 2362/1995 (ΦΕΚ A' 247), ορίζει στο άρθρο 33 ότι, μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής, καταλογίζονται, μεταξύ άλλων, στον αχρεωστήτως λαβόντα, ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του (παρ. 1). Συναφώς, με την 194902/22.11.1969 (ΦΕΚ Β' 777) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της προϊσχύουσας διάταξης του άρθρου 28 παρ. 2 του ν.δ. 321/1969 (ΦΕΚ A' 205) και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 112 του ν. 2362/1995, ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι οι δαπάνες για μισθούς και άλλες σταθερές αποδοχές των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο, δεν υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε περίπτωση δε μη νομιμότητας ή μη δικαιολόγησης ή μη ακριβείας του ποσού της διενεργηθείσας πληρωμής, υπέχουν ευθύνη, μεταξύ άλλων, οι αχρεωστήτως λαβόντες, σε βάρος των οποίων καταλογίζεται το ανοικείως καταβληθέν ποσό (άρθρα 1 και 2). Επομένως, σε περίπτωση μη νόμιμης καταβολής, από το Δημόσιο Ταμείο, αποδοχών ή άλλων παροχών στο προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, που, σύμφωνα με το άρθρο 16 (π αρ. 3) του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ A' 57), εντέλλονται, μέσω των οικείων Δ.Ο.Υ., με μισθοδοτικές καταστάσεις, οι οποίες δεν υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού, αυτές αναζητούνται από τον λαβόντα ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, σε περίπτωση δε μη οικειοθελούς επιστροφής τους, καταλογίζονται σε βάρος του, ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του, με πράξη, μεταξύ άλλων, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τους διενεργούμενους ελέγχους μισθοδοσίας και τους κατασταλτικούς ελέγχους δαπανών, σύμφωνα με το άρθρο 22 του π.δ/τος 774/1980
    ...Οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της (αντικειμενικής) καλής πίστης που διέπουν τη δράση των δημοσίων οργάνων και επιβάλλουν την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς επεμβάσεις στα έννομα συμφέροντα ή δικαιώματα των διοικουμένων, βρίσκονται σε άρρηκτη σύνδεση με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της προστατευόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διοικουμένων (Ολ. ΕλΣυν. 750/2017) και επιτάσσουν τη στάθμιση των αντιτιθέμενων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συμφερόντων ανάλογα προς την κοινωνική τους αξία. Οι αρχές αυτές δεν απαγορεύουν κατ’ αρχήν την επανορθωτική επέμβαση των δημοσίων οργάνων για την άρση των σφαλμάτων τους κατά την πληρωμή των προβλεπομένων από το νόμο παροχών με την έκδοση αντίστοιχων καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων, με σκοπό αφενός την αποκατάσταση της δημόσιας διαχείρισης και την αναπλήρωση του δημιουργηθέντος ελλείμματος και αφετέρου την αποτροπή του αδικαιολόγητου πλουτισμού των αχρεωστήτως λαβόντων. Η επέμβαση, ωστόσο, αυτή, ειδικά όταν επιχειρείται σε προνοιακού χαρακτήρα παροχές που χορηγήθηκαν λόγω αναπηρίας, αποκτήθηκαν με την δικαιολογημένη πεποίθηση ότι είναι νόμιμη η καταβολή τους και αναλώθηκαν για την αντιμετώπιση των αυξημένων δαπανών συντήρησης και περίθαλψης των δικαιούχων, πρέπει να είναι συνεπής προς την προηγουμένως δημιουργηθείσα, ως απόρροια πράξης του αρμοδίου οργάνου, νομική ή πραγματική κατάσταση, από την οποία απέρρευσαν υποχρεώσεις, δικαιώματα και ωφελήματα και, επιπλέον, έγκαιρη και προσήκουσα, ήτοι να βρίσκεται σε εύλογη σχέση αναλογίας με τον επιδιωκόμενο σκοπό και να μην επιβάλλει στους λαβόντες τις σχετικές παροχές δυσανάλογο βάρος, όπως, ιδίως, όταν μετά την πάροδο εύλογου χρόνου, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών εκάστης περίπτωσης, καλούνται να επιστρέψουν τα καλοπίστως εισπραχθέντα από αυτούς ποσά (πρβ. απόφ. ΕΔΔΑ της 19.6.2008 «Ιχτιγιάρογλου κατά Ελλάδας», σκ. 57, της 25.3.2014, «Bryda κατά Πολωνίας», σκ. 36). Ομοίως η αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης επιβάλλει τη μη αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών περιοδικών παροχών όταν, ενόψει των υφισταμένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών, συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) δημιουργήθηκε στον λαβόντα η εύλογη πεποίθηση, αφού εκπλήρωσε τις νόμιμες υποχρεώσεις του, ότι ήταν δικαιούχος των παροχών αυτών και συνεπώς εισέπραττε καλοπίστως τα καταβαλλόμενα, αντίστοιχα, χρηματικά ποσά και β) από την εκτίμηση των στοιχείων της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής του κατάστασής του προκύπτει ότι η αναζήτησή τους, μετά την πάροδο μακρού, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρόνου και η επιστροφή τους θα δημιουργήσει απρόβλεπτες και ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες, με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης του ίδιου και της οικογένειάς του.
    ...Δικαιολογημένη - εύλογη πεποίθηση ως προς την ορθή χορήγηση μιας προνοιακής παροχής συντρέχει όταν η εσφαλμένη χορήγησή της στηρίζεται σε διοικητική πράξη, η έκδοση της οποίας οφείλεται αποκλειστικά σε σφάλμα της αρμόδια διοικητικής αρχής, χωρίς ο ωφελούμενος να έχει συμπράξει καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε αυτήν, ο οποίος, ακολούθως, προβαίνει καλοπίστως στην είσπραξή της (πρβλ. ΕΔΔΑ Cakarevic κατά Κροατίας, 48921/13). Ως καλή πίστη (υποκειμενική) κατά την είσπραξη προνοιακών ή άλλων περιοδικών παροχών νοείται η πεποίθηση του λαβόντος ότι ορισμένη νομική κατάσταση ή συμπεριφορά της διοίκησης είναι νόμιμη και τον προστατεύει και συντρέχει όταν ο λαβών δεν γνωρίζει την αντικανονικότητα της καταβολής, η οποία, επιλέον, δεν ήταν αρκούντως εμφανής, ώστε ευλόγως και δικαιολογημένα να την αγνοεί.
  1. Για τη διαπίστωση της δικαιολογημένης πεποίθησης ως προς τη νομιμότητα χορήγησης των παροχών και της καλόπιστης είσπραξή τους, τον προσδιορισμό του ευλόγου χρόνου εντός του οποίου είναι δυνατή η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και της εύλογης σχέσης αναλογίας μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και του επιβαλλόμενου μέτρου της αναζήτησής τους, απαιτείται να συνεξετάζονται τα ιδιάζοντα περιστατικά κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως αν η χορήγησή τους είναι συνέπεια μιας διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ελέγχθηκε ή όφειλε να ελεγχθεί η συνδρομή των αναγκαίων προϋποθέσεων, το εμφανές της παρατυπίας, η τακτικότητα των καταβολών και το χρονικό διάστημα καταβολής τους και, τέλος, το ύψος των αναζητουμένων ποσών και να σταθμίζεται αφενός η συμπεριφορά των μερών και ιδίως η τυχόν συνδρομή και η έκταση του πταίσματος των οργάνων της διοίκησης κατά τη χορήγησή τους και η σύμπραξή τους με θετικές πράξεις ή παραλείψεις στη δημιουργία της έννομης σχέσης από την οποία απέρρευσε η αξίωση του καταλογισθέντος για την απόληψή τους, η συνήθης επιμέλεια που αναμένεται να επιδεικνύει ο λαβών, ενόψει της προσωπικής του κατάστασης, και, αφετέρου, τα στοιχεία της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του λαβόντος, ιδίως δε αν το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό αναλώθηκε, ενόψει και του προνοιακού χαρακτήρα του, για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης και περίθαλψης του ωφελούμενου και οι συνέπειες της επιστροφής του....       ΠΗΓΗ: www.elsyn.gr

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΠΑΝΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΥΡΙΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ - ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ


ΣτΕ Ολ.1891/2019 (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ)
Πρόεδρος: Ε. Σαρπ
Εισηγητής: Γ.Τσιμέκας
Θέμα: επανυπολογισμός κύριων συντάξεων – κρατική χρηματοδότηση κύριων συντάξεων – αναλογιστική μελέτη για τη βιωσιμότητα του ΕΦΚΑ – μελέτη για την τεκμηρίωση της επάρκειας των παροχών – ποσοστά αναπλήρωσης κύριας συντάξεως
Με την 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας ακυρώθηκε η 26083/887/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Αναπροσαρμογή κύριων συντάξεων - Προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων» (Β΄ 1605/7.6.2016 και διορθώσεις σφαλμάτων Β΄ 1623/8.6.2016 και Β΄ 1988/1.7.2016). Ειδικότερα:
Α. Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι, στο πλαίσιο της επιχειρούμενης με το ν. 4387/2016 ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αιτιολογείται επαρκώς η επιλογή, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) και της παραπάνω κ.υ.α. 26083/887/7.6.2016, ως βάσης επανυπολογισμού των κύριων συντάξεων που καταβάλλονταν στους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, του ύψους στο οποίο οι συντάξεις αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014, δηλαδή με τις επελθούσες και κριθείσες ως αντισυνταγματικές με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012, με όμοια αιτιολογία με αυτήν που υιοθετήθηκε στην 1890/2019 απόφαση επί της αίτησης ακυρώσεως της ΟΤΟΕ επί του αντίστοιχου ζητήματος που αφορά τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 επικουρικών συντάξεων.
Δ. Απερρίφθη κατά πλειοψηφία ο λόγος, με τον οποίο προεβλήθη ότι δεν υπάρχει αναλογιστική μελέτη, από την οποία να τεκμηριώνεται η βιωσιμότητα του Ε.Φ.Κ.Α. Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα αυτό έγιναν δεκτά τα ακόλουθα:
α) Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι, προκειμένου ο νομοθέτης να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του να τεκμηριώσει τη βιωσιμότητα των φορέων που συνιστώνται και λειτουργούν στο πλαίσιο νέου ασφαλιστικού συστήματος και χορηγούν τις συνταξιοδοτικές παροχές (κύριες και επικουρικές ) - υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος (ερμηνευομένου ενόψει και του άρθρου 106 παρ. 1 του Συντάγματος)- οφείλει, πριν από την ψήφιση του σχετικού νόμου, να έχει προκαλέσει τη σύνταξη αναλογιστικών μελετών προερχόμενων από αρμόδια προς τούτο αρχή, η οποία να διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις, όπως είναι η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, που θεσπίσθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3029/2002 (Α΄ 160). Είναι δε απολύτως αναγκαίο να προκύπτει η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών φορέων οι οποίοι θα λειτουργούν στο νέο ασφαλιστικό σύστημα και θα χορηγούν τις ασφαλιστικές παροχές, ιδίως στην περίπτωση της εκ βάθρων μεταβολής του ισχύοντος μη βιώσιμου, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ασφαλιστικού συστήματος, ώστε να προκύπτει ότι η επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση που θα αντικαταστήσει το ισχύον σύστημα είναι πράγματι λυσιτελής, υπό την έννοια ότι είναι ικανή να εξασφαλίσει, πράγματι, την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας όχι μόνον βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Εξάλλου, το γεγονός ότι η υπάρχουσα Εθνική Αναλογιστική Αρχή, έχει κατά νόμον, αρμοδιότητες προσαρμοσμένες στο ισχύον, κατά το χρόνο ιδρύσεώς της, ασφαλιστικό σύστημα και ότι δεν ρυθμίζεται ειδικώς από την υφιστάμενη νομοθεσία το περιεχόμενο της αναλογιστικής μελέτης που πρέπει να εκπονείται σε περίπτωση θεσπίσεως νέου ασφαλιστικού συστήματος δεν αίρει την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, πριν από την αντικατάσταση του υπάρχοντος ασφαλιστικού συστήματος με νέο, να συντάσσεται αναλογιστική μελέτη από όργανο το οποίο να διαθέτει εξειδικευμένες προς τούτο γνώσεις είτε αυτό είναι η ανωτέρω Εθνική Αναλογιστική Αρχή είτε άλλο όργανο με τις ανωτέρω εξειδικευμένες γνώσεις.
Ε. Ακόμη, κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι, κατόπιν των 1889 και 1890/2019 ακυρωτικών αποφάσεων της Ολομέλειας, με τις οποίες διαπιστώθηκε έλλειψη τεκμηρίωσης της βιωσιμότητας του κλάδου της επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΑΕΠ, δεν τεκμηριώνεται το ύψος της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής την οποία χορηγεί το νέο ασφαλιστικό σύστημα του ν. 4387/2016· κατ’ ακολουθία έγιναν, κατά πλειοψηφία, δεκτοί ως βάσιμοι, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προεβλήθη ότι η προσβαλλόμενη κ.υ.α. 26083/887/7.6.2016 είναι ακυρωτέα, διότι, κατά παράβαση του Συντάγματος, θεσπίσθηκε ο επανυπολογισμός των καταβαλλομένων συντάξεων χωρίς να υπάρχει επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη που να αποδεικνύει την επάρκεια των χορηγούμενων από το ν. 4387/2016 παροχών και την εξασφάλιση με αυτές αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχαν τα μέλη του αιτούντος σωματείου και οι λοιποί αιτούντες κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα αυτό έγιναν δεκτά τα ακόλουθα:
α) Όσον αφορά την υποχρέωση του νομοθέτη να τεκμηριώσει την επάρκεια των παροχών, που χορηγεί ο ασφαλιστικός οργανισμός ή οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, που λειτουργούν στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος, υπό την έννοια της μη παραβίασης του συνταγματικού πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος (της χορήγησης δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται πάντως ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου), έγινε δεκτό κατά πλειοψηφία ότι ο νομοθέτης οφείλει, πριν από την ψήφιση του νόμου που θεσπίζει το νέο ασφαλιστικό σύστημα και ρυθμίζει εκ νέου τους όρους και τις προϋποθέσεις των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, να έχει προκαλέσει, ενόψει και της πολυπλοκότητας και του τεχνικού εν πολλοίς χαρακτήρα των σχετικών εκτιμήσεων, την εκπόνηση επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης ή μελετών από πρόσωπα που διαθέτουν τις κατάλληλες προς τούτο γνώσεις, από τις οποίες να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η επάρκεια των χορηγούμενων παροχών και η εξασφάλιση με αυτές αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου.
β) Περαιτέρω, κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι η διαπιστωθείσα με τις 1889 και 1890/2019 ακυρωτικές αποφάσεις έλλειψη τεκμηρίωσης της βιωσιμότητας του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., θέτει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του εν λόγω φορέα να παρέχει επικουρικές παροχές, στο ύψος μάλιστα που επικαλείται η Διοίκηση, και, κατ’ επέκταση, κλονίζει το ύψος και, επομένως, την επάρκεια των παρεχομένων σύμφωνα με το ν. 4387/2016 συνολικών συνταξιοδοτικών παροχών [αθροίσματος δηλαδή, κύριας (εθνικής και ανταποδοτικής) και επικουρικής συντάξεως], τόσο στους μελλοντικούς, όσο και στους παλαιούς συνταξιούχους· καθόσον οι προβλεπόμενες συνολικές συνταξιοδοτικές παροχές πρέπει να διασφαλίζουν υπέρ των συνταξιούχων ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, κατά το δυνατόν εγγύτερο εκείνου το οποίο αυτοί είχαν κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Συνεπώς, εφόσον το ύψος της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής την οποία χορηγεί το νέο ασφαλιστικό σύστημα του ν. 4387/2016 δεν είναι βέβαιον, η έρευνα από το Δικαστήριο της τεκμηρίωσης της επάρκειας της συνολικής αυτής παροχής από τη Διοίκηση και, κατ’ ακολουθία, η εξέταση των κειμένων - μελετών που συνοδεύουν το ν. 4387/2016, κατά το μέρος που αποβλέπουν στην απόδειξη της επάρκειας αυτής, καθίσταται αλυσιτελής. Ενόψει, δε, των ανωτέρω και ανεξαρτήτως τυχόν πλημμελειών που φέρουν τα ανωτέρω κείμενα-μελέτες, εφόσον, κατά τα ήδη κατά τα ανωτέρω κριθέντα, δεν τεκμηριώνεται το ύψος της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής την οποία χορηγεί το νέο ασφαλιστικό σύστημα του ν. 4387/2016, γίνονται δεκτοί, κατά πλειοψηφία, ως βάσιμοι, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ΚΥΑ είναι ακυρωτέα, διότι, κατά παράβαση του Συντάγματος (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1), θεσπίσθηκε ο επανυπολογισμός των καταβαλλομένων συντάξεων χωρίς, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, να υπάρχει επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη που να αποδεικνύει την επάρκεια των χορηγούμενων από το ν. 4387/2016 παροχών και την εξασφάλιση με αυτές αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχαν τα μέλη του αιτούντος σωματείου και οι λοιποί αιτούντες κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.
ΣΤ. Περαιτέρω, έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία, ότι ναι μεν υπάρχει κλιμάκωση, ως προς τα θεσπιζόμενα με το άρθρο 8 του ν. 4387/2016 ποσοστά αναπληρώσεως, βάσει των οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη και τα οποία εφαρμόζονται και για τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων, τα ποσοστά δηλαδή αυτά αυξάνονται προοδευτικά ανά κλίμακα ετών ασφάλισης, τα νέα, όμως, αυτά ποσοστά αναπληρώσεως, αυτά καθ’ εαυτά, είναι ιδιαιτέρως χαμηλά, η δε εφαρμογή τους, ως εκ του ύψους και της ανά τριετία κλιμακώσεώς τους, τόσο στο μέσο όρο των μηνιαίων αποδοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου προκειμένου για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, όσο και στον συντάξιμο μισθό επί του οποίου κανονίσθηκε η χορηγηθείσα σύνταξη προκειμένου για τους ήδη συνταξιούχους, οδηγεί στη χορήγηση ανταποδοτικής συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς τις ανωτέρω αποδοχές, ενόψει του ότι το υψηλότερο ποσοστό αναπληρώσεως των εν λόγω αποδοχών είναι κατώτερο του 50%, και προς τις καταβληθείσες με βάση τις αποδοχές αυτές εισφορές. Υπό τα δεδομένα αυτά, τα συγκεκριμένα ποσοστά αναπληρώσεως παραβιάζουν την αρχή της ανταποδοτικότητας, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια της υπέρβασης του ανεκτού ορίου μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, κατά το Σύνταγμα, η έλλειψη ανταποδοτικότητας εισφορών – παροχών. Η ανωτέρω παραβίαση της αρχής της ανταποδοτικότητας δεν αναιρείται, εξ άλλου, από τη χορηγούμενη από το σύστημα του ν. 4387/2016 εθνική σύνταξη, το ύψος της οποίας παραμένει σταθερό και δεν επηρεάζεται από τον αριθμό των (πέραν των 20) ετών ασφαλίσεως και το ύψος των αποδοχών. Περαιτέρω δε, το σύστημα του ανωτέρω ν. 4387/2016, ως προς την χορηγούμενη από αυτό συνολική συνταξιοδοτική παροχή (εθνική, ανταποδοτική και επικουρική), οδηγεί σε παραβίαση της αρχής της ισότητας, διότι, όπως προκύπτει από τον πίνακα 9 του οικ. 20263/121/4.5.2016 ενημερωτικού σημειώματος της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η χορηγούμενη από το σύστημα του νόμου συνολική συνταξιοδοτική παροχή εξασφαλίζει σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό αναπλήρωσης (σχέση συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής προς μέσο όρο αποδοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου ή συντάξιμο μισθό) σε πρόσωπα που υπάγονται στην ίδια κλίμακα από πλευράς χρόνου ασφαλίσεως και έχουν μικρότερες κατά μέσο όρο αποδοχές ή συντάξιμο μισθό σε σχέση με πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια κλίμακα αλλά έχουν μεγαλύτερο μέσο όρο αποδοχών ή συντάξιμο μισθό.
Η. Τέλος, η Ολομέλεια, συνεκτιμώντας τους λόγους, για τους οποίους εχώρησε η ακύρωση της κ.υ.α. 26083/887/7.6.2016 και τον μεγάλο αριθμό των καταβαλλομένων κύριων συντάξεων των οποίων ο επανυπολογισμός θα τεθεί εν αμφιβόλω με την αναδρομική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των εκκρεμοτήτων που θα ανακύψουν, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι εν προκειμένω συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989, τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να επέλθουν από την δημοσίευση της 1891/2019 αποφάσεως.

(πηγή: adjustice.gr)