Αρχειοθήκη ιστολογίου

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ : ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΛ.ΣΥΝ


    ΑΠΟΦΑΣΗ 878/2019 ΕΛ. ΣΥΝ. ( ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ)
    ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές προνοιακού τύπου σε δημόσιο υπάλληλο. Η εφαρμογή των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αντικειμενικής καλής πίστης, της αναλογικότητας και της προστατευόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιτάσσει τη στάθμιση του κατά πόσο η επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού επιβάλλει δυσανάλογο βάρος στον λαβόντα ιδίως μετά την πάροδο εύλογου χρόνου . Μη αναζήτηση του ληφθέντος ποσού όταν υπάρχει εύλογη πεποίθηση του διοικούμενου ότι δικαιούται την παροχή ενώ συγχρόνως η επιστροφή, θα του επιφέρει απρόβλεπτη οικονομική δυσχέρεια .
    (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)
    ...Ο ν. 2362/1995 (ΦΕΚ A' 247), ορίζει στο άρθρο 33 ότι, μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με οποιονδήποτε τίτλο πληρωμής, καταλογίζονται, μεταξύ άλλων, στον αχρεωστήτως λαβόντα, ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του (παρ. 1). Συναφώς, με την 194902/22.11.1969 (ΦΕΚ Β' 777) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της προϊσχύουσας διάταξης του άρθρου 28 παρ. 2 του ν.δ. 321/1969 (ΦΕΚ A' 205) και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 112 του ν. 2362/1995, ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται ότι οι δαπάνες για μισθούς και άλλες σταθερές αποδοχές των μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο, δεν υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε περίπτωση δε μη νομιμότητας ή μη δικαιολόγησης ή μη ακριβείας του ποσού της διενεργηθείσας πληρωμής, υπέχουν ευθύνη, μεταξύ άλλων, οι αχρεωστήτως λαβόντες, σε βάρος των οποίων καταλογίζεται το ανοικείως καταβληθέν ποσό (άρθρα 1 και 2). Επομένως, σε περίπτωση μη νόμιμης καταβολής, από το Δημόσιο Ταμείο, αποδοχών ή άλλων παροχών στο προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, που, σύμφωνα με το άρθρο 16 (π αρ. 3) του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ A' 57), εντέλλονται, μέσω των οικείων Δ.Ο.Υ., με μισθοδοτικές καταστάσεις, οι οποίες δεν υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού, αυτές αναζητούνται από τον λαβόντα ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, σε περίπτωση δε μη οικειοθελούς επιστροφής τους, καταλογίζονται σε βάρος του, ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του, με πράξη, μεταξύ άλλων, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τους διενεργούμενους ελέγχους μισθοδοσίας και τους κατασταλτικούς ελέγχους δαπανών, σύμφωνα με το άρθρο 22 του π.δ/τος 774/1980
    ...Οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της (αντικειμενικής) καλής πίστης που διέπουν τη δράση των δημοσίων οργάνων και επιβάλλουν την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς επεμβάσεις στα έννομα συμφέροντα ή δικαιώματα των διοικουμένων, βρίσκονται σε άρρηκτη σύνδεση με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της προστατευόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διοικουμένων (Ολ. ΕλΣυν. 750/2017) και επιτάσσουν τη στάθμιση των αντιτιθέμενων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συμφερόντων ανάλογα προς την κοινωνική τους αξία. Οι αρχές αυτές δεν απαγορεύουν κατ’ αρχήν την επανορθωτική επέμβαση των δημοσίων οργάνων για την άρση των σφαλμάτων τους κατά την πληρωμή των προβλεπομένων από το νόμο παροχών με την έκδοση αντίστοιχων καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων, με σκοπό αφενός την αποκατάσταση της δημόσιας διαχείρισης και την αναπλήρωση του δημιουργηθέντος ελλείμματος και αφετέρου την αποτροπή του αδικαιολόγητου πλουτισμού των αχρεωστήτως λαβόντων. Η επέμβαση, ωστόσο, αυτή, ειδικά όταν επιχειρείται σε προνοιακού χαρακτήρα παροχές που χορηγήθηκαν λόγω αναπηρίας, αποκτήθηκαν με την δικαιολογημένη πεποίθηση ότι είναι νόμιμη η καταβολή τους και αναλώθηκαν για την αντιμετώπιση των αυξημένων δαπανών συντήρησης και περίθαλψης των δικαιούχων, πρέπει να είναι συνεπής προς την προηγουμένως δημιουργηθείσα, ως απόρροια πράξης του αρμοδίου οργάνου, νομική ή πραγματική κατάσταση, από την οποία απέρρευσαν υποχρεώσεις, δικαιώματα και ωφελήματα και, επιπλέον, έγκαιρη και προσήκουσα, ήτοι να βρίσκεται σε εύλογη σχέση αναλογίας με τον επιδιωκόμενο σκοπό και να μην επιβάλλει στους λαβόντες τις σχετικές παροχές δυσανάλογο βάρος, όπως, ιδίως, όταν μετά την πάροδο εύλογου χρόνου, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών εκάστης περίπτωσης, καλούνται να επιστρέψουν τα καλοπίστως εισπραχθέντα από αυτούς ποσά (πρβ. απόφ. ΕΔΔΑ της 19.6.2008 «Ιχτιγιάρογλου κατά Ελλάδας», σκ. 57, της 25.3.2014, «Bryda κατά Πολωνίας», σκ. 36). Ομοίως η αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης επιβάλλει τη μη αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών περιοδικών παροχών όταν, ενόψει των υφισταμένων σε κάθε περίπτωση συνθηκών, συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) δημιουργήθηκε στον λαβόντα η εύλογη πεποίθηση, αφού εκπλήρωσε τις νόμιμες υποχρεώσεις του, ότι ήταν δικαιούχος των παροχών αυτών και συνεπώς εισέπραττε καλοπίστως τα καταβαλλόμενα, αντίστοιχα, χρηματικά ποσά και β) από την εκτίμηση των στοιχείων της προσωπικής, οικογενειακής και οικονομικής του κατάστασής του προκύπτει ότι η αναζήτησή τους, μετά την πάροδο μακρού, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρόνου και η επιστροφή τους θα δημιουργήσει απρόβλεπτες και ανυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες, με άμεση δυσμενή επίδραση στα μέσα διαβίωσης του ίδιου και της οικογένειάς του.
    ...Δικαιολογημένη - εύλογη πεποίθηση ως προς την ορθή χορήγηση μιας προνοιακής παροχής συντρέχει όταν η εσφαλμένη χορήγησή της στηρίζεται σε διοικητική πράξη, η έκδοση της οποίας οφείλεται αποκλειστικά σε σφάλμα της αρμόδια διοικητικής αρχής, χωρίς ο ωφελούμενος να έχει συμπράξει καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε αυτήν, ο οποίος, ακολούθως, προβαίνει καλοπίστως στην είσπραξή της (πρβλ. ΕΔΔΑ Cakarevic κατά Κροατίας, 48921/13). Ως καλή πίστη (υποκειμενική) κατά την είσπραξη προνοιακών ή άλλων περιοδικών παροχών νοείται η πεποίθηση του λαβόντος ότι ορισμένη νομική κατάσταση ή συμπεριφορά της διοίκησης είναι νόμιμη και τον προστατεύει και συντρέχει όταν ο λαβών δεν γνωρίζει την αντικανονικότητα της καταβολής, η οποία, επιλέον, δεν ήταν αρκούντως εμφανής, ώστε ευλόγως και δικαιολογημένα να την αγνοεί.
  1. Για τη διαπίστωση της δικαιολογημένης πεποίθησης ως προς τη νομιμότητα χορήγησης των παροχών και της καλόπιστης είσπραξή τους, τον προσδιορισμό του ευλόγου χρόνου εντός του οποίου είναι δυνατή η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και της εύλογης σχέσης αναλογίας μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και του επιβαλλόμενου μέτρου της αναζήτησής τους, απαιτείται να συνεξετάζονται τα ιδιάζοντα περιστατικά κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως αν η χορήγησή τους είναι συνέπεια μιας διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ελέγχθηκε ή όφειλε να ελεγχθεί η συνδρομή των αναγκαίων προϋποθέσεων, το εμφανές της παρατυπίας, η τακτικότητα των καταβολών και το χρονικό διάστημα καταβολής τους και, τέλος, το ύψος των αναζητουμένων ποσών και να σταθμίζεται αφενός η συμπεριφορά των μερών και ιδίως η τυχόν συνδρομή και η έκταση του πταίσματος των οργάνων της διοίκησης κατά τη χορήγησή τους και η σύμπραξή τους με θετικές πράξεις ή παραλείψεις στη δημιουργία της έννομης σχέσης από την οποία απέρρευσε η αξίωση του καταλογισθέντος για την απόληψή τους, η συνήθης επιμέλεια που αναμένεται να επιδεικνύει ο λαβών, ενόψει της προσωπικής του κατάστασης, και, αφετέρου, τα στοιχεία της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του λαβόντος, ιδίως δε αν το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό αναλώθηκε, ενόψει και του προνοιακού χαρακτήρα του, για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης και περίθαλψης του ωφελούμενου και οι συνέπειες της επιστροφής του....       ΠΗΓΗ: www.elsyn.gr