Αρχειοθήκη ιστολογίου

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Διάκριση διοικητικών - ιδιωτικών συμβάσεων και αρμοδιότητα των Δικαστηρίων


123/2018 Απόφαση του Μον.Εφετείου Αιγαίου

Η ανωτέρω Απόφαση ασχολήθηκε α) με τη διάκριση μεταξύ διοικητικών και ιδιωτικών συμβάσεων και την αρμοδιότητα των Διοικητικών ή Πολιτικών Δικαστηρίων αντίστοιχα, β) το χρόνο έναρξης της υπερημερίας και τον υπολογισμό του τόκου υπερημερίας για τις οφειλές ΝΠΔΔ ως και την εφαρμογή του ΠΔ 11/2003 και γ) Για τη διαδικασία εκχώρησης απαίτησης όταν ο οφειλέτης είναι ΝΠΔΔ.

Δικηγόρος εκκαλούντος: Αλεξάνδρα Καρανικόλα, Δ.Σ.Σύρου
Δικηγόρος εφεσιβλήτων: Ελένη Κυραρίνη Δ.Σ.Αθηνών

(απόσπασμα)
....1. Σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα διοικητικά δικαστήρια, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Σε εφαρμογή των συνταγματικών αυτών διατάξεων εκδόθηκε ο ν.1406/1983, με τα άρθρα 1 παρ. 2 και 9 του οποίου, από τις 11.6.1985 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μεταξύ άλλων και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αυτής αξίωση. Είναι δε η σύμβαση διοικητική, αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. ΑΕΔ 12, 11/2013, 3/2012, 42, 28/2011, 18/2009, 6, 12, 14/2007, 10/2003, ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 543/2015, ΣτΕ 1372/2007, ΟλΑΠ 7/2001 σε ΝΟΜΟΣ). Θεωρείται δε ότι παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και παρέχουν υπερέχουσα θέση στο Δημόσιο ή ν.π.δ.δ, οι διατάξεις ή οι ρήτρες εκείνες, που παρέχουν στα ανωτέρω (Δημόσιο ή ν.π.δ.δ.), τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν τα συμφέροντα τους, επιβάλλοντας κυρώσεις για παραβάσεις της σύμβασης ή γενικότερα, επεμβαίνοντας μονομερώς προς διαμόρφωση του συμβατικού δεσμού. Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως διοικητικής είναι απαραίτητη η σωρευτική συνδρομή και των τριών πιο πάνω κριτηρίων (ΑΠ 820/2012Μ ΕφΘεσ 497/2018 ΝΟΜΟΣ). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικώς τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016, 3/2012, 29/2011 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 543/2015, ΑΠ 820/2012 σε ΝΟΜΟΣ). ΙΙ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν.δ. 496/1974, η οποία είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (Ολ ΑΠ 3/2006 ΕλλΔνη 2006, 417, ΑΠ 2/2014 ΝΟΜΟΣ), ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή ν.π.δ.δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα με το π.δ. 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5.6.2003 στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000, ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για τις οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρα 1-3 π.δ. 166/2003). Έτσι, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του εν λόγω π.δ/τος, το οποίο σημειωτέον έχει καταργηθεί με την υποπαράγραφο Ζ.14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του παρέμειναν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του, ορίζεται μεταξύ άλλων ότι, αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους στην περίπτωση ειδικότερα που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ, αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η προθεσμία των 30 ημερών αυξάνεται σε 60 ημέρες. Με το ίδιο άρθρο 4 του ως άνω π.δ./τος ορίζεται περαιτέρω ότι (παρ.3) ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση και ότι (παρ.4) το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (ΑΠ 766/2014 ΝΟΜΟΣ). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του π.δ./τος 166/2003 οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ.1 αυτού και εκτείνεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής και ως μόνες προϋποθέσεις τίθενται: α) η εγκυρότητα της σύμβασης, β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 166/2003 εμπίπτουν και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής απ' ευθείας, εφόσον είναι έγκυρες. Και επί των συμβάσεων αυτών το ύψος του οφειλόμενου επιτοκίου ρυθμίζεται από τη διάταξη το άρθρου 4 του π.δ. 166/2003, η οποία, ως νεότερη και ειδικότερη διάταξη, που στηρίζεται σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρ. 28 παρ. 1 Συντάγματος), υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 (πρβλ. ΑΠ. 1213/2015, ΑΠ 323/2014, σε ΝΟΜΟΣ). ΙΙΙ Από τα άρθρα 455, 460 και 461 εδ. α' ΑΚ προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τη σύμβαση της εκχώρησης ο δανειστής, αποκαλούμενος εκχωρητής, μεταβιβάζει σε άλλον, αποκαλούμενο εκδοχέα, την ενοχική απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Ο εκδοχέας όμως δεν αποκτά δικαίωμα έναντι του οφειλέτη πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη. Ο οφειλέτης ελευθερώνεται, αν πριν από την αναγγελία καταβάλει στον εκχωρητή το χρέος, ενώ μετά την αναγγελία πρέπει, για την απόσβεση της ενοχής, να καταβάλει το χρέος όχι στον εκχωρητή, έναντι του οποίου δεν έχει πλέον οφειλή, αλλά στον εκδοχέα. Περαιτέρω, στο άρθρο 53 του ν.δ. 496/1974 " περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου" ορίζεται: "1. Διά πάσαν κατάσχεσιν χρηματικής απαιτήσεων εις χείρας του ν.π. ως τρίτου, το κατασχετήριο ως και η αναγγελία επί εκχωρήσεως χρηματικής απαιτήσεως κατά του ν.π. κοινοποιούνται εις την αρμόδιαν δια την πληρωμήν υπηρεσίαν του ν.π. και εις το αρμόδιον δια την αναγνώρισιν της δαπάνης όργανον αυτού. Το κατασχετήριο κοινοποιείται εις το Δημόσιον Ταμείο εις ο υπάγεται φορολογικώς ο καθ' ου η κατάσχεσις και εις την αρμόδιαν δια την εκκαθάρισιν και εντολήν πληρωμής της δαπάνης, Υπηρεσίαν εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεώς του εις την αρμόδιαν δια την πληρωμήν Υπηρεσίαν. 2.Πάσα κατάσχεσις ή εκχώρισις, δια την οποίαν δεν ετηρήθησαν αι ως άνω διατυπώσεις, είναι άκυρος", ενώ με το άρθρο 56 του ιδίου ν.δ/τος ορίζεται: "1. Εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος α) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και τα εξ αυτών εξαρτώμενα νομικά πρόσωπα και ιδρύματα και β) τα κοινωφελή ιδρύματα και αι κοινωφελείς περιουσίαι, τα διεπόμενα υπό του Α.Ν. 2039/1939 "περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των νόμων "περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι στους δήμους δεν έχει εφαρμογή η προβλεπόμενη από την πρώτη διάταξη ρύθμιση, αφού ρητά εξαιρέθηκαν από αυτή οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη με ποινή ακυρότητας από το άρθρο 95 παρ.1 και 4 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού-Ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις" (όπως η παρ. 1 τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 4151/2013 [ΦΕΚ Α' 103/29.4.2013]) κοινοποίηση της αναγγελίας στις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή αρχές (αρμόδια για την πληρωμή της συγκεκριμένης οφειλής του Δημοσίου Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή χρηματική διαχείριση και αρμόδιες για τη φορολογία τόσο του εκχωρητή όσο και του εκδοχέα Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες), επί εκχώρησης σε τρίτους χρηματικής απαίτησης οφειλομένης από το Δημόσιο, δεν αποτελεί προνόμια, ούτε ειδικής προστατευτική διάταξη, έτσι ώστε να μην έχει αναλογική εφαρμογή ούτε η διάταξη αυτή επί εκχώρησης απαίτησης, που οφείλεται από Δήμο, με βάση τη διάταξη αυτή επί εκχώρησης απαίτησης, που οφείλεται από Δήμο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. 31/1968 που ορίζει ότι "αι υπό των Αστικών εν γένει νόμων και των ουσιαστικών διατάξεων περί δικών του δημοσίου αναγνωριζόμενοι εις το Δημόσιον ειδικαί προστατευτικοί διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, εφόσον αι τυχόν υφιστάμενοι αντίστοιχοι δια τους οργανισμούς τούτους προνομίαι εν γένει δεν είναι ευρύτεροι ή ευνοϊκότεροι των επί του δημοσίου ισχυουσών". Ο Δήμαρχος ο οποίος εκπροσωπεί τον Δήμο κατά τις διατάξεις των άρθρων 19 και 86 παρ. 1 εδ. α', β', ε' παρ. 4, παρ. 5 του ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων) είναι ο διατάκτης των πληρωμών και με την ιδιότητα αυτή εκδίδει τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής και, επομένως, αρμόδιος για την αναγνώριση και την πληρωμή δαπάνης είναι ο ίδιος ο Δήμος εκπροσωπούμενος από το Δήμαρχο και, κατά συνέπεια, αρκεί για το κύρος της αναγγελίας της εκχώρησης η κοινοποίησή της σ' αυτόν (βλ. ΑΠ 1059/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 39/2015 Δικογραφία 2016. 686. Για το ότι με αναγγελία ισοδυναμεί και η επίδοση της αγωγής του εκδοχέα για την καταβολή της εκχωρηθείσας απαίτησης, χωρίς μάλιστα να είναι αναγκαίο τούτο να αναγράφεται ρητά στο δικόγραφο της αγωγής, (βλ. ΑΠ 1216/1995 ΕλλΔνη 39. 854, ΕφΠειρ 513/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3773/2010 ΔΕΕ 2011. 819 και ΕΕμπΔ 2011.859, ΕφΑθ 5629/2006 ΕλλΔνη 2007. 276, Κρητικό σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, υπό το άρθρο 460 αριθμ. 15 και τις εκεί παραπομπές)...’’