Αρχειοθήκη ιστολογίου

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΛΟΓΩ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΒΛΑΠΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΗΣ. ΔΙΑΔΙΑΚΑΣΙΑ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑΣ ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΟΥΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΟΥ


Με το άρθρο 51 ν.4488/2017 όπως εξειδικεύτηκε από την ΑΠ 7495/01/02/2018 εγκύκλιο ΟΑΕΔ προβλέφθηκε η καταβολή επιδόματος ανεργίας στις περιπτώσεις καταγγελίας κατόπιν βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας των εργαζομένων.

Συγκεκριμένα, οι ασφαλισμένοι που έχουν δηλώσει με εξώδικο στον εργοδότη τους ότι θεωρούν τη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους ως καταγγελία, μπορούν να τύχουν επιδότησης από την επομένη της επιδόσεως στον εργοδότη της εξωδίκου δηλώσεως τους εναντίον του, προσκομίζοντας επιπλέον των λοιπόν απαιτούμενων για την επιδότηση δικαιολογητικών:

-Την εξώδικη δήλωση (ή και αγωγή του) και την έκθεση επίδοσής τους στον εργοδότη εντός 60 ημερών από την επίδοση.
την αγωγή που ασκήθηκε κατά του εργοδότη και την έκθεση επίδοσής της σε αυτόν ή έγγραφα από τα οποία προκύπτει η καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης του εντός 6 μηνών από την αίτηση επιδότησης.

Στην παρούσα διάταξη εντάσσονται όσοι ασφαλισμένοι έχουν υποβάλει αίτηση τακτικής επιδότησης ανεργίας από την 13.09.2017 και εξής.

Όσον αφορά στην ημερομηνία επίδοσης της εξωδίκου δηλώσεως ή της αγωγής, αυτή είναι δυνατόν να είναι προγενέστερη της 13.09.2017, υπό την προϋπόθεση ότι έως την ημερομηνία υποβολής αιτήσεως δεν παρήλθε η προθεσμία των 60 ημερών.


Εξάλλου, στο άρθρο 38 του ανωτέρω Ν. 4488/2017 προβλέπεται διαδικασία ηλεκτρονικής αναγγελίας της οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού. Ήτοι, ο εργοδότης υποχρεούται να αναγγέλλει ηλεκτρονικά στο «ΕΡΓΑΝΗ», κάθε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού ή καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου το αργότερο τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα αποχώρησης του μισθωτού ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου ή λήξης της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, αντίστοιχα.

Η αναγγελία αυτή πρέπει να συνοδεύεται, είτε από ηλεκτρονικά σαρωμένο έντυπο υπογεγραμμένο από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο, είτε από εξώδικη δήλωση του εργοδότη προς τον εργαζόμενο εντός τεσσάρων (4) εργάσιμων ημερών από την θεωρούμενη ημερομηνία οικειοθελούς αποχώρηση του μισθωτού, με την οποία τον ενημερώνει ότι έχει χωρήσει οικειοθελής αποχώρησή του.
Σε περίπτωση μη τηρήσεως της ανωτέρω διαδικασίας από τον εργοδότη θεωρείται ότι επήλθε λύση της σύμβασης με απόλυση του εργαζόμενου.





Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ



-Με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ.13 ν.4387/2016 προβλέφθηκε η δυνατότητα των ασφαλισμένων που έχουν συμπληρώσει τα 40 έτη ασφάλισης, να καταβάλλουν μειωμένη εισφορά κλάδου σύνταξης κατά 50%. Τις προϋποθέσεις εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου εξειδικεύει η Φ10042/ΟΙΚ. 5472/128/29-1-2018 Εγκύκλιος.
-Με την εγκύκλιο 37/18-10-2017 ΕΦΚΑ, δίνονται οι οδηγίες για την εφαρμογή του άρθρου 19 ν.4387/2016 σχετικά με θέματα διαδοχικής ασφάλισης. Συγκεκριμένα με τις παρ.6 εδ α' και β' του ανωτέρω άρθρου δίνεται το δικαίωμα επιλογής διαδοχικού και παράλληλου χρόνου ασφάλισης αντίστοιχα από τους ασφαλισμένους. Στην ίδια εγκύκλιο αναλύεται η παρ. 1 του άρθρου 19 σχετικά με την αρμοδιότητα για την κρίση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος από τον ΕΦΚΑ.

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΕ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΟ & ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ.


Το αίτημα  την αγωγής θα πρέπει να είναι με σαφήνεια προσδιορισμένο κατ’άρθρο 216§1γ. Το αντικείμενο, είδος και ύψος του αιτήματος δεσμεύει καταρχήν τον ενάγοντα που δεν μπορεί να το μεταβάλλει (223 εδ.α). κατ εξαίρεση είναι δυνατό να περιορίσει το ύψος του (223 εδ.β) εάν ισχυριστεί την ύπαρξη μεταβολής που το δικαιολογεί. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223, 295 παρ. 1 εδ. 2,297 και 526 Κ.Πολ.Δ συνάγεται, ότι ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο και μπορεί να γίνει ωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό με τις προτάσεις όχι όμως και με την μετά τη συζήτηση προσθήκη καθόσον αυτή σύμφωνα με το άρθρο 270 §6 αφορά μόνο στην αξιολόγηση των αποδείξεων και την αντίκρουση των οψίμως προβληθέντων ισχυρισμών. Προσοχή χρειάζεται στον τρόπο περιορισμού στην περίπτωση που το αίτημα της αγωγής συντίθεται από περισσότερα από ένα κονδύλια αφού θα πρέπει να διευκρινίζεται ποια κονδύλια περιορίζονται και πόσο ή αν περιορίζονται αναλόγως, διαφορετικά υπάρχει αοριστία ως προς το αγωγικό αίτημα καθόσον το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να διαγνώσει σε περίπτωση που κριθεί νόμω και ουσία βάσιμη η αγωγή ποιες αξιώσεις θα πρέπει να αναγνωρίσει και ποιες να επιδικάσει. (ΑΠ 30/2007 Ολομέλεια). Τέλος, ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής στην κατ' έφεση δίκη αποκρούεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτος και αν συναινεί ο αντίδικος αφού αν ο περιορισμός της αγωγής μπορούσε να γίνει και κατ' έφεση, οι διάδικοι θα είχαν τη δυνατότητα να καταστήσουν με τη βούληση τους ανενεργή την πρωτόδικο απόφαση, η οποία όμως μόνον με τη χρήση ενδίκων μέσων μπορεί να ανατραπεί (Σ.Σαμουήλ, Η έφεσις, 1986, παρ. 486, Εφ.Αθ. 111/1995 Δνη 1995/1576, Εφ.Πατ. 476/1989 ΝοΒ 1990/1357 και Αρχ.Ν. 1990/370).
Εξάλλου από τη διάταξη του άρθ.2 του Ν. ΓΝΟΗ/1912 (περί δικαστικών ενσήμων", συνάγεται ότι για αγωγές, επιβάλλεται τέλος υπολογιζόμενο με βάση τη δηλούμενη στην αγωγή αξία του αντικειμένου της. Αν ο ενάγων παραλείψει να προκαταβάλει το τέλος αυτό για το αντικείμενο της αγωγής του, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος, σύμφωνα με το άρθ. 7 παρ. 1 του Ν.Δ.1544/1942, με συνέπεια να απορρίπτεται η αγωγή του, όπως ορίζει το άθρ. 272 ΚΠολΔ. Πάντως, το δικαστικό ένσημο, λόγω του φορολογικού χαρακτήρα του, μπορεί να καταβληθεί και στο δικαστήριο του δεύτερου βαθμού (ΑΠ 6241 /2 ΝοΒ 21, 21, Ολομ. ΑΠ 642/70 ΝοΒ18, 1471,ΕΑ 8316/1982 Ελλ.Δικ. οπότε, αν ο ενάγων δικάσθηκε ερήμην κατά την πρωτόδικη δίκη , λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου επί του αντικειμένου της αγωγής του, μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα της ανακοπής και να ασκήσει απ' ευθείας έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία έφεση θα λειτουργήσει ως ανακοπή ερημοδικίας, με συνέπεια την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την κατ' ουσία εκδίκαση της αγωγής, μετά την καταβολή του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 312/73 ΝοΒ 21,1154, ΑΠ 313/73 ΝοΒ 21,1155, ΑΠ 267/75 ΝοΒ 23, 1063, ΑΠ 807/1958 ΝοΒ 7, 435, ΕΑ 7883/80 Ελλ.Δικ. 21, 702, ΕΑ 9801/82 Ελλ.Δικ.24.672.

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ & ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΤΗΣ


Από τις διατάξεις του άρθρ. 1 του Ν. 2112/20 «Περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων» (67 Α΄), του άρθρου 1 και 5 του Ν. 3198/55 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων» (98 Α΄) και του άρθρου 669 παρ 2 ΑΚ . προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου έχει το χαρακτήρα μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας και πραγματοποιείται ελεύθερα εκτός αν περιορισθεί με συμφωνία των μερών ή με διάταξη νόμου. Γνωστοποιείται προς αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται, δε χρήζει αποδοχής εκ μέρους του, παράγει δε τα έννομα αποτελέσματά της δηλαδή τη λύση της σύμβασης εργασίας, από τότε που η σχετική σαφής περί καταγγελίας δήλωση περιέλθει κατά νόμιμο τρόπο σε αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται, ανεξαρτήτως γνώσεως αυτού, αρκεί μόνον να ήταν δυνατό υπό κανονικές συνθήκες αυτός να λάβει γνώση της καταγγελίας, τηρουμένων των τυπικών – από τις ως άνω διατάξεις προβλεπόμενων – προϋποθέσεων (Α.Π. 162/1983).
Από τα ανωτέρω, συνάγεται ότι ανάκληση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας που γίνεται μετά την περιέλευση αυτής στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, δεν έχει καμία νομική ενέργεια, γιατί με μονομερή δήλωση του καταγγέλλοντος δεν μπορεί να ανασυσταθεί η λυθείσα σύμβαση εργασίας. Για την ανασύσταση της σύμβασης απαιτείται σύμβαση. Συνεπώς εάν περιέλθει μετά τη γνωστοποίηση της καταγγελίας, δεν ανατρέπει τα αποτελέσματά της, και μόνο νέα σύμβαση εργασίας μπορεί να επιτρέψει τη συνέχιση της παροχής της εργασίας, εφόσον βέβαια συγκατατίθεται σε αυτό ο αντισυμβαλλόμενος (Μον Πρωτ. Αθηνών 375/94, ΔΕΝ 1994, σελ. 648 – Α.Π. 162/83, ΔΕΝ 1983, σελ. 648 – Α.Π. 1238/85, ΔΕΝ 1986, σελ. 806 – Α.Π. 2064/86, ΔΕΝ 1987, σελ. 940).

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΑΠΟΛΥΘΕΙΣΑΣ ΕΓΚΥΟΥ


 ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ - ΣΥΝΟΨΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ

Έγκυος που απολύθηκε από τον εργοδότη της, προσέφυγε στον ΟΑΕ∆ προκειµένου να λάβει επίδοµα ανεργίας. Ο ΟΑΕ∆ απέρριψε το αίτηµά της µε την αιτιολογία ότι η απόλυση της είναι άκυρη (λόγω του γεγονότος της εγκυµοσύνης της). Η αναφεροµένη προσέφυγε κατά της απορριπτικής απόφασης, ωστόσο η αίτηση θεραπείας της απορρίφθηκε. Παράλληλα, έκανε αναφορά προς το Συνήγορο του Πολίτη. Προσέφυγε δε µε νέα αίτηση θεραπείας της και ενώπιον του ∆Σ του ΟΑΕ∆ για την µεταρρύθµιση της παραπάνω απόφασης. 
Σύµφωνα µε τη νοµοθεσία απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύµβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόµενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστηµα δεκαοκτώ (18) µηνών µετά τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία (άρθρο 15 του ν. 1483/1984). Σύµφωνα δε µε την µε αριθµ. 40307/30-7-1986 εγκύκλιο του ΟΑΕ∆ ρητά έχει ορισθεί ότι δικαιούνται επιδόµατος ανεργίας οι απολυόµενες κατά παράβαση των διατάξεων της προστασίας της µητρότητας. 
Ο Συνήγορος του Πολίτη, µε έγγραφό του προς το ∆Σ του ΟΑΕ∆ (δεδοµένου ότι είχε λάβει και άλλες αναφορές παροµοίου περιεχοµένου) τόνισε ότι ο εργοδότης δεν µπορεί να απολύσει εργαζόµενη κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης της και για 18 µήνες µετά τον τοκετό, εκτός βέβαια από την περίπτωση που επικαλεστεί σπουδαίο λόγο. Κατά συνέπεια, η απόλυση εντός 18µήνου δεν είναι αυτοδίκαια άκυρη, επειδή µπορεί να συντρέχει σπουδαίος λόγος για την απόλυση. Η έννοια του σπουδαίου λόγου συνιστά έννοια νοµική, που ελέγχεται από τα δικαστήρια αποκλειστικά και µόνο. Τυχόν δε υποκατάσταση της θέσης των δικαστηρίων ως προς το ζήτηµα αυτό από τον ΟΑΕ∆ θα συνιστούσε απαγορευµένη κρίση, καθ΄ υπέρβαση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών όπως αυτή υπαγορεύεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του Συντάγµατος αλλά και ενέργεια που ασκείται καθ’ υπέρβαση των διατάξεων των άρθρων 281, 174, 180 Α.Κ, κατά κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας που δίδεται στη διοίκηση, κατά παράβαση της αρχής της καλόπιστης εµπιστοσύνης του διοικουµένου και γενικώς καθ’ υπέρβαση εξουσίας. Εκτός από τα παραπάνω, η κρίση για την ακυρότητα ή µη µιας απόλυσης που τελέσθηκε ενώ η εργαζόµενη προστατεύεται λόγω εγκυµοσύνης ή µητρότητας, προϋποθέτει δυνατότητα της εργαζοµένης να προσφύγει στα δικαστήρια, που της αποστερείται µε την στέρηση του επιδόµατος ανεργίας. Σε κάθε περίπτωση, υπενθύµισε την µε αριθµ. 40307/30-7-1986 εγκύκλιο του ΟΑΕ∆, µε την οποία ρητά έχει ορισθεί ότι δικαιούνται επιδόµατος ανεργίας οι απολυόµενες κατά παράβαση των διατάξεων της προστασίας της µητρότητας. 
Μετά από περίπου ένα έτος το ∆Σ του ΟΑΕ∆ εξέδωσε την υπ’ αριθµ.... απόφασή του µε την οποία έκανε δεκτές τις θέσεις του ΣτΠ, δικαίωσε την εργαζοµένη και αποφάσισε τη συνέχιση της εφαρµογής της µε αριθµ. 40307/30-7-1986 εγκυκλίου του ΟΑΕ∆ στις περιπτώσεις καταγγελιών συµβάσεων εργασίας τεκουσών πριν από την πάροδο του 18µήνου. 

ΠΗΓΗ: https://www.synigoros.gr/

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ

ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ 
Από το σύνολο της νομοθεσίας που διέπει τη λειτουργία των συνεταιρισμών, τη φύση της απασχόλησης και τον τύπο κατάρτισης των συμβάσεων του προσωπικού που απασχολείται στους Γεωργικούς Συνεταιρισμούς, προκύπτουν τα εξής:
Το προσωπικό του προσλαμβάνεται από τις Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις είναι α) τακτικό, το οποίο καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της Οργάνωσης, καταλαμβάνει θέσεις που προβλέπονται από τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της και προσλαμβάνεται όπως ο ίδιος Κανονισμός ορίζει και β) έκτακτο, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχιακές και πρόσκαιρες ανάγκες. Συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι κανόνες του εμπορικού και του αστικού δικαίου.
Παρότι λοιπόν ρυθμίζεται σαφώς στο νόμο ο τρόπος πρόσληψης του έκτακτου προσωπικού, κατά νομοθετική εξουσιοδότηση τα θέματα σχετικά με την πρόσληψη του τακτικού προσωπικού, που προορίζεται για την κάλυψη μόνιμων και διαρκών αναγκών του Συνεταιρισμού, ρυθμίζονται από τον εκάστοτε Κανονισμό προσωπικού του.
Συνεπώς, στην περίπτωση μη ύπαρξης Κανονισμού προσωπικού, υπάρχει κενό νόμου, για το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΑΚ και εν γένει της εργατικής νομοθεσίας.
Η νομολογία, στα πλαίσια της ερμηνείας των ανωτέρω διατάξεων έχει κατά καιρούς προσεγγίσει ποικιλοτρόπως τα σχετικά θέματα της παθογένειας της απασχόλησης σε Συνεταιρισμούς. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, μετά την ένταξη των συνεταιρισμών στην ιδιωτική οικονομία, αλλά και την πλήρη εξομοίωση των υπαλλήλων τους με τους απασχολούμενους σε επιχειρήσεις ιδιωτικού δικαίου, δυνάμει των άρθρων 2,4 του ν. 4046/2012, και της ΠΥΣ 6/28.2.2012 με τις οποίες καταργήθηκαν οι όποιες παρεκκλίσεις από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας προβλέπονταν για το προσωπικό των Συνεταιρισμών, αλλά και την ενσωμάτωση της οδηγίας 1990/70/ΕΚ με το ΠΔ 81/2003 και ΠΔ 164/2004, που στοχεύει στην αποτροπή της κατάχρησης των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, σε αυτό το κλίμα κινούνται και οι αποφάσεις των Δικαστηρίων μας.
 Ενδεικτικά αναφέρω την πρόσφατη Απόφαση 919/2017 του ΑΠ (σχετ. 50Α) η οποία δέχτηκε ότι : ''…….Από την αντιπαραβολή των ως άνω διατάξεων που αφορούν την διάκριση του προσωπικού των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων σε τακτικό (δηλ. αυτό που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτών κλπ.) και με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες), προκύπτει ότι το τακτικό προσωπικό των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων συνδέεται με αυτές με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και, αντίστροφα, ότι οι προσλαμβανόμενοι από τέτοιες οργανώσεις για κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών τους, έστω με ανανεουμένη ή παρατεινόμενη σύμβαση εργασίας ορισμένη χρόνου, η οποία ως εκ τούτου είναι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ανήκουν στο τακτικό προσωπικό αυτών.....'' Με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 σκοπήθηκε η αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όπου δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για τον σκοπό αυτόν, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη ως προς εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ιδιωτικό τομέα με το ΠΔ 81/2003, που άρχισε να ισχύει από 2-4-2003 (ενώ για τους εργαζομένους με τέτοιες συμβάσεις στον δημόσιο τομέα με το ΠΔ 164/2004, με έναρξη ισχύος από 19-7-2004). Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή στην ελληνική έννομη τάξη, η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8§3 του ν. 2112/1920, όπως έχει τροποποιηθεί και αυθεντικά ερμηνευθεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), το οποίο ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από την φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης, και από το οποίο (που αξιοποιήθηκε γενικότερα τια τον ορθό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης διάρκειας, με πληρέστερη προστασία έναντι εκείνης της ως άνω Οδηγίας, αν και αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση από τον εργοδότη των τυπικών όρων του ν.2112/1920 κατά την απόλυση) προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από την φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεων αορίστου χρόνου (άρθ. 1,2,3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. της 16/18-7- 1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίσθηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, στην οποία δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία της σύμβασης και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΟλΑΠ 19/2007, ΑΠ 618/2017). Σημειώνεται ότι τούτο (δηλ. ότι στις συμβάσεις αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθ.8 ν. 2112/1920) συμβαίνει και όταν πρόκειται για μία και μοναδική αρχική σύμβαση (πρβλ. ΑΠ 369/2013).
Ομοίου περιεχόμενου και  η 212/2017 Εφετείου Λαρίσης  η οποία έκρινε ότι ...''…η έννοια της παρ.2 του άρθρου 5 της ως άνω Π.Υ.Σ. είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας, οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, αδιακρίτως αν περιέχονται σε συμβάσεις που ήταν εξαρχής αορίστου χρόνου ή σε συμβάσεις που θεωρούνταν ορισμένου χρόνου λόγω ορίου ηλικίας, καθώς και ό,τι παρεκκλίνει από τους «γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας» και ό,τι προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα (αναφορικά με τα θέματα απόλυσης) (ΕφΛαρ 226/2016 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ )..
Η 619/2010 Εφ.Λαρίσης  που έκρινε ειδικά την περίπτωση της μη ύπαρξης Κανονισμού Προσωπικού ''…..Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών που ρύθμιζαν τη λειτουργία των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων προκύπτει ότι η αγροτική συνεταιριστική οργάνωση, η στερούμενη εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας της, ψηφισθέντος και εκδοθέντος από την γενική της συνέλευση και προβλέποντος γενικώς περί του αριθμού των θέσεων των υπαλλήλων και του τρόπου προσλήψεώς τους, μπορεί να προσλάβει υπαλλήλους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και τούτο διότι η ευχέρεια αυτή δεν αποκλείεται από τις άνω διατάξεις (ΑΠ 1159 / 2006 ΤΝΠ ΔΣΑ) Ο προβληθείς στην πρωτοβάθμια δίκη ισχυρισμός της εναγομένης, και θεμελιωτικός κατόπιν της απορρίψεώς του με την εκκαλούμενη απόφαση του πρώτου λόγου της υπό κρίση εφέσεως, περί του ότι η ενάγουσα προσλήφθηκε με σύμβαση ορισμένου χρόνου για τη κάλυψη έκτακτων και εποχικών του ως άνω περιεχομένου εργασιακών αναγκών και συνεπώς λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή η εναγομένη τυγχάνει συνεταιριστική οργάνωση, διεπόμενη κατά τη λειτουργία της από ιδιώνυμο νομοθετικό καθεστώς (ν.2169/93, 2810/2000 σε συνδυασμό με την υπ`αρ. 27346/1990 κοινή Απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Εργασίας), που απαγορεύει την πρόσληψη έκτακτου υπαλληλικού προσωπικού, έστω και αν τούτο χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεση μονίμων λειτουργικών αναγκών με σύμβαση αορίστου χρόνου, ώστε να μη δύναται να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση η ΑΚ 671 για την ανανέωση της ορισμένου χρόνου συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος σε αορίστου χρόνου, τυγχάνει μη νόμιμος και απορριπτέος. Και τούτο διότι, όπως αναφέρθηκε και στη μείζονα σκέψη η ανωτέρω απαγόρευση η οποία καθιστά άκυρη την επικληθείσα από την ενάγουσα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (ΑΚ 174, 180), προϋπέθετε την ψήφιση από τη γενική συνέλευση της εναγομένης Συνεταιριστικής Οργάνωσης και τη θέση σε ισχύ εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας του, που να προβλέπει γενικώς περί του αριθμού των θέσεων των υπαλλήλων και τρόπου προσλήψεως τους. Όμως δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη τέτοιου εσωτερικού κανονισμού στην εναγομένη γεγονός το οποίο συνομολόγησε η τελευταία σιωπηρά αφού δεν αμφισβήτησε ρητά. Συνεπώς η εναγομένη μπορούσε και νόμιμα προσέλαβε την ενάγουσα με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου αφού η σχετική ευχέρεια δεν αποκλείεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις.'' (ΑΠ 1159/2006 Τ.Ν.Π ΔΣΑ)'' Αλλά και οι 1256/2013 ΑΠ, 1159/2006 ΑΠ.

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

ΣΥΝΤΑΞΗ ΧΗΡΕΙΑΣ-ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΣΥΝΤΑΞΗ

ΝΟΜΟΣ 4499 ΦΕΚ Α 176/21.11.2017

Άρθρο 1
Τροποποίηση του άρθρου 12 του ν. 4387/2016 (Α' 85) ως προς τις συνάξεις χηρείας
   1. Στο τέλος της υποπερίπτωσης α' της περίπτωσης Β' της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 4387/2016 (Α' 85) μετά τη λέξη «ή» προστίθεται εδάφιο, από τότε που ίσχυσε, ως εξής: «εφόσον ο θάνατος επήλθε κατά τη διάρκεια του έτους προετοιμασίας για την εισαγωγή σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή, ή».
   2. Στο τέλος της περίπτωσης Β' της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 4387/2016 προστίθενται εδάφια, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
   «α) Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου, δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του παρόντος νόμου που αντιστοιχεί σε είκοσι (20) έτη ασφάλισης. Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντος είναι μικρότερος των είκοσι (20) ετών, το ως άνω ποσό βαίνει μειούμενο κατά 1,25% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των είκοσι (20) ετών και μέχρι τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο των δεκαπέντε (15) ετών, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ. Τα ποσά των προηγούμενων εδαφίων επιμερίζονται μεταξύ επιζώντος και διαζευγμένου συζύγου, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση β' της περίπτωσης Α' της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
   β) Σε περίπτωση ύπαρξης δικαιοδόχων τέκνων, το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που δικαιούνται όλα τα δικαιοδόχα τέκνα υπολογίζεται, αντίστοιχα, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης της προηγούμενης περίπτωσης και επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων τέκνων, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση γ' της περίπτωσης Α' της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου. Σε καμία περίπτωση το άθροισμα του ποσού της σύνταξης των δικαιοδόχων τέκνων δεν μπορεί να υπολείπεται των ανωτέρω, ανάλογα με τα έτη ασφάλισης του θανόντος, ποσών. Σε περίπτωση, όμως, ορφανών τέκνων και από δύο (2) γονείς, το ποσό της σύνταξης που χορηγείται σε έκαστο εξ αυτών δεν μπορεί να υπολείπεται των ανωτέρω ποσών.
   γ) Στις περιπτώσεις συνταξιούχων λόγω θανάτου του πρώην ΟΓΑ το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που προκύπτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 99 του παρόντος νόμου για κάθε δικαιοδόχο πρόσωπο (επιζώντα ή/και διαζευγμένο σύζυγο και δικαιοδόχα τέκνα) δεν μπορεί να υπολείπεται των ποσών των ανωτέρω περιπτώσεων α' και β'.
Όταν χορηγείται το κατώτατο όριο σύνταξης λόγω θανάτου σε τουλάχιστον ένα (1) από τα δικαιοδόχα πρόσωπα δεν εφαρμόζονται τα δύο πρώτα εδάφια της περίπτωσης Β' της παρούσας παραγράφου.».
   3. Μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης Γ' της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 4387/2016 (Α' 85) προστίθεται εδάφιο, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
   «Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το κατώτατο ποσό σύνταξης της περίπτωσης Β' της παρούσας παραγράφου.».
Αρθρο 2
Προσωρινή σύνταξη για αιτήσεις που υποβάλλονται ηλεκτρονικά
   Μετά το άρθρο 29 του ν. 4387/2016 (Α' 85) προστίθεται άρθρο 29Α, ως εξής:
«Αρθρο 29Α
Προσωρινή σύνταξη για αιτήσεις που υποβάλλονται ηλεκτρονικά
   1. Οι ασφαλισμένοι οι οποίοι υποβάλλουν ηλεκτρονικά στον Ε.Φ.Κ.Α. αίτηση συνταξιοδότησης, συμπεριλαμβανομένων και των προσώπων που συνταξιοδοτούνται σύμφωνα με το ειδικό καθεστώς του ν. 3163/1955 (Α' 71), δικαιούνται προσωρινή σύνταξη από την πρώτη του επόμενου της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης μήνα, μέχρι το τέλος του μήνα έκδοσης της οριστικής απόφασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους.
   2. α) Η προσωρινή σύνταξη λόγω γήρατος υπολογίζεται στο 80% του ποσού της οριστικής σύνταξης, όπως διαμορφώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016 (Α' 85). Στην περίπτωση χορήγησης μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, το ποσό που υπολογίζεται κατά το προηγούμενο εδάφιο μειώνεται αντίστοιχα προς το ποσοστό μείωσης που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για κάθε μήνα που υπολείπεται της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας για τη χορήγηση πλήρους σύνταξης.
   β) Οι ασφαλισμένοι που υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας δικαιούνται προσωρινή σύνταξη, η οποία διαμορφώνεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σε συνδυασμό με το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α' της παρ. 2 του άρθρου 27 και την παρ. 2 του άρθρου 31 του ν. 4387/2016.
   γ) Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, η προσωρινή σύνταξη ανέρχεται σε ποσοστό 50% του ποσού που διαμορφώνεται σύμφωνα με την περίπτωση α' της παρούσας παραγράφου και χορηγείται στους δικαιοδόχους σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 4387/2016. Το ποσό που θα προκύψει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στην εθνική σύνταξη που χορηγείται για δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 4387/2016.
   3. Για την έγκριση ή την απόρριψη του αιτήματος χορήγησης προσωρινής σύνταξης εκδίδεται απόφαση του αρμόδιου ασφαλιστικού οργάνου, εντός, δύο (2) μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης των δικαιολογητικών της παραγράφου 4 ή και από την ημερομηνία οριστικοποίησης της κρίσης των υγειονομικών επιτροπών, αν η χορήγηση της σύνταξης συναρτάται με την εκτίμηση του βαθμού αναπηρίας του ασφαλισμένου. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου δεν υπόκειται σε προσφυγή.
  4. Η προσωρινή σύνταξη χορηγείται εφόσον ο αιτών: α) έχει συμπληρώσει στην ηλεκτρονική αίτηση συνταξιοδότησης όλα τα πεδία που είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016,
   β) έχει συνυποβάλει υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α' 75) ειδικά ως προς την ακρίβεια του χρόνου ασφάλισης και των αποδοχών ή του εισοδήματος που δηλώνει στην αίτηση συνταξιοδότησης, καθώς και ότι πληροί τόσο τις προϋποθέσεις χορήγησης της προσωρινής σύνταξης του άρθρου αυτού όσο και τις προϋποθέσεις χορήγησης της οριστικής σύνταξης.
   Ασφαλισμένος με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης, πλέον των ανωτέρω, οφείλει να δηλώσει αναλυτικά τα Ταμεία, στα οποία ασφαλίστηκε διαδοχικά, το χρόνο ασφάλισης ανά ενταχθέν Ταμείο και συνολικά, τις αντίστοιχες αποδοχές/εισόδημα, τον τυχόν χρόνο παράλληλης ασφάλισής του, το Ταμείο στο οποίο έχει τυχόν οφειλές, καθώς και το αντίστοιχο ποσό, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση Φ.1500/οικ.9696/195/8.8.2014 (Β' 2441).
   Ασφαλισμένος για τον οποίο είναι απαραίτητος ο έλεγχος καταβολής των εισφορών, θα πρέπει να καταθέσει επιπλέον υπηρεσιακό σημείωμα του αρμόδιου τμήματος εισφορών σχετικά με τις τυχόν οφειλόμενες εισφορές κατά τον μήνα κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης.
   5. Το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στον ασφαλισμένο σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους συμψηφίζεται με το ποσό της σύνταξης που καθορίζεται στην οριστική απόφαση απονομής της σύνταξης.
  6. Εάν, μετά τον έλεγχο των δικαιολογητικών για την έκδοση της οριστικής απόφασης απονομής της σύνταξης, διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ή ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στην αίτηση και στην υπεύθυνη δήλωση του ασφαλισμένου είναι ανακριβή, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά συντάξεων αναζητούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών.
   7. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
   α. Όταν η αίτηση συνταξιοδότησης δεν υποβάλλεται ηλεκτρονικά.
   β. Όταν για τη συνταξιοδότηση πρέπει να εφαρμοστούν οι Κανονισμοί 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 883/2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, καθώς και οι διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλειας, εκτός των περιπτώσεων που θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα μόνο με το χρόνο ασφάλισης σε ελληνικό ασφαλιστικό φορέα.
   γ. Όταν δεν έχει διακοπεί η εργασία/αυτοαπασχόληση κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης ή όταν αναληφθεί μεταγενέστερα, καθώς και όταν χορηγείται ήδη προσωρινή ή οριστική σύνταξη για την ίδια αιτία.
   δ. Όταν είναι απαραίτητη η αναγνώριση χρόνων ασφάλισης για θεμελίωση του δικαιώματος συνταξιοδότησης. Εφόσον, όμως, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου, εκδοθεί η απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνει τμηματικά με παρακράτηση του σχετικού ποσού από τη σύνταξη του δικαιούχου, είναι επιτρεπτό να χορηγηθεί προσωρινή σύνταξη από την αρχική αίτηση, όχι όμως πριν από την ημερομηνία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος.
   ε. Όταν υπάρχουν οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές, το ποσό των οποίων υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από τις σχετικές διατάξεις ποσά. Αν μεταγενέστερα εκλείψει ο λόγος αυτός, η προσωρινή σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος.
   8. Οι διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 4387/2016 εξακολουθούν να ισχύουν για τους ασφαλισμένους οι οποίοι καταθέτουν στον Ε.Φ.Κ.Α. έντυπη αίτηση συνταξιοδότησης.».


πηγή dsa.gr