ΜΟΝ.ΠΡΩΤ.ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ
ΑΠΟΦΑΣΗΣ 535/2015
ΣΧΟΛΙΑ:
Η απόφαση μας αυτή ασχολήθηκε με το θέμα
της διάκρισης της κληροδοσίας από τον
τρόπο και το δικαίωμα του κληροδόχου
για την διεκδίκηση του χρηματικού
αντικειμένου της κληροδοσίας το οποίο
είναι κατά κανόνα ενοχικό καθώς και με
θέματα ερμηνείας της διαθήκης.
(Απόσπασμα)
...........
''Από
τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων
1714, 1715, 1967, 1995, 2011 και 2014 ΑΚ, προκύπτει
ότι κληροδοσία είναι η δια διατάξεως
της διαθήκης, παροχή σε κάποιον
περιουσιακής ωφέλειας, χωρίς αυτός να
είναι κληρονόμος, τρόπος δε είναι η
υποχρέωση για κάποια παροχή, την οποία
επιβάλλει ο διαθέτης σε κληρονόμο ή
καταπιστευματοδόχο ή κληροδόχο, χωρίς
όμως να δώσει σε άλλον δικαίωμα στην
παροχή αυτή. Συνεπώς τρόπος και κληροδοσία
ομοιάζουν ως προς το ότι και στις δύο
περιπτώσεις ο βεβαρημένος οφείλει να
εκπληρώσει την υποχρέωση που του
επιβάλλει ο διαθέτης της, διαφέρουν
όμως ως προς το ότι στην μεν κληροδοσία
παρέχεται ορισμένη ωφέλεια στον
τετιμημένο και σχετική αγωγή, εμπράγματη
ή ενοχική, προς εκπλήρωση αυτής, ενώ
στον τρόπο δεν υπάρχει ορισμένος
τετιμημένος ως δικαιούχος, αλλά, και αν
κάποιος ευνοείται με τον τρόπο δεν έχει
ο ίδιος αγωγή προς εκπλήρωση. Επομένως,
όταν η επιβαλλόμενη με τη διαθήκη
υποχρέωση για παροχή τάσσεται υπέρ
κάποιου άλλου, το ζήτημα αν πρόκειται
για κληροδοσία ή για τρόπο κρίνεται από
το αν ο διαθέτης θέλησε να προσπορίσει
σε αυτόν αντίστοιχο σε αυτόν και
αντίστοιχο δικαίωμα στην παροχή ή όχι.
Αυτό αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της
διαθήκης, στην οποία προβαίνει το
δικαστήριο χωρίς να είναι ανάγκη να
προσφύγει σε στοιχεία εκτός αυτής, όταν
κρίνει ότι η δήλωση της τελευταίας
βουλήσεως του διαθέτη δεν παρουσιάζει
κενά, ασαφή και αμφίβολα σημεία και η
θέληση αυτού προκύπτει από την ίδια τη
διαθήκη πλήρως και σαφώς (ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔνη
42.711, ΑΠ 337/1999 ΕλλΔνη 40/1347, ΑΠ 382/1999 και
396/1999 ΝοΒ 48.957 και 951 αντιστοίχως, Εφ Αθ
8465/2001 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος.) Ειδικότερα, σύμφωνα
με το άρθρο 1714 ΑΚ κληροδοσία υπάρχει
όταν με τελευταία διάταξη προσπορίζεται
σε κάποιον περιουσιακή ωφέλεια χωρίς
να εγκαθίσταται αυτός και κληρονόμος.
Επομένως, για την ύπαρξη κληροδοσίας
απαιτούνται τα εξής: 1) Παροχή περιουσιακής
ωφέλειας σε κάποιον ως τιμώμενο
(κληροδόχο). Δεν είναι όμως απαραίτητο
η παροχή αυτή να αυξάνει την περιουσία
του λήπτη, π.χ. μπορεί να κληροδοτηθεί
στον δανειστή ως κληροδόχο δικαίωμα
υποθήκης σε ακίνητο του διαθέτη.
Περιεχόμενο κληροδοσίας είναι κάθε
στοιχείο που προσπορίζεται ωφέλεια
στον κληροδόχο, επομένως και η διατροφή
του κληροδόχου. Η κληροδοσία διαφέρει
από τον τρόπο, διότι στον τρόπο ο τρίτος
δεν αποκτά δικαίωμα στην παροχή. Η
εκπλήρωση της κληροδοσίας πρέπει να
γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο, ανάλογα με
τη φύση της παροχής και τις ειδικές
περιστάσεις. Κληρονομία προσόδου ή
περιοδικής παροχής, η οποία πρέπει να
καταβάλλεται σε ορισμένες χρονικές
περιόδους, έχει τον χαρακτήρα κληροδοσίας,
η οποία επάγεται με την έναρξη της
περιόδου. 2) Η παροχή να γίνει με τελευταία
διάταξη, δηλαδή με μονομερή δήλωση, όχι
με αιτία θανάτου δωρεά (σύμβαση). 2) Η
παροχή προς τον κληροδόχο να γίνει
διαμέσου άλλου προσώπου ( βεβαρημένου)
που παίρνει από την κληρονομία. Το
πρόσωπο του βεβαρημένου πρέπει να
προκύπτει από τη διαθήκη. Βεβαρημένος
μπορεί να είναι ο κληρονόμος (από διαθήκη
ή εξ αδιαθέτου ή ο καταπιστευματοδόχος
ή ο αναγκαίος κληρονόμος), ο κληροδόχος,
ο σύζυγος που επιζεί και το Δημόσιο.
Ικανός για να τιμηθεί ως κληροδόχος
είναι κάθε πρόσωπο φυσικό ή νομικό,
ακόμη και το πρόσωπο που δεν έχει
συλληφθεί ή το νομικό πρόσωπο που δεν
έχει συσταθεί κατά τον χρόνο του θανάτου
του κληρονομούμενου. Το πρόσωπο του
κληροδόχου πρέπει να είναι ορισμένο ή
τουλάχιστον οριστό. Ο κληροδόχος αρκεί
να έχει γενική ικανότητα δικαίου, χωρίς
να απαιτείται και ικανότητα για
δικαιοπραξία κατά τον χρόνο του θανάτου
του διαθέτη. Η δήλωση του διαθέτη στη
διαθήκη για κληροδοσία πρέπει να είναι
σαφής. Επομένως, είναι άκυρη η δήλωση
για κληροδοσία όταν είναι τόσο αόριστη,
ώστε να μην προκύπτει από αυτήν δήλωση
του διαθέτη. Για την ερμηνεία της δήλωσης
αυτής μπορεί να χρησιμοποιηθούν και
στοιχεία έξω από τη διαθήκη και να
εφαρμοσθούν οι ερμηνευτικοί κανόνες
των άρθρων 1790, 1792, 1793 ΑΚ. Αντικείμενο
της κληροδοσίας μπορεί να είναι κάθε
περιουσιακή ωφέλεια με αντάλλαγμα ή
χωρίς αντάλλαγμα. Ειδικότερα, αντικείμενο
της κληροδοσίας αποτελούν η δόση, η
πράξη, η παράλειψη, η παραίτηση από
ένσταση, η παροχή κυριότητας ή νομής, η
μεταβίβαση ή σύσταση περιορισμένων
εμπράγματων δικαιωμάτων, η κατάργηση
τέτοιων δικαιωμάτων που βαρύνουν τον
κληροδόχο, η παροχή κάθε είδους αξίωσης,
η παροχή χρήσεως πράγματος, η σύσταση
περιορισμένων εμπράγματων δικαιωμάτων,
η κατάργηση τέτοιων δικαιωμάτων που
βαρύνουν τον κληροδόχο, η παροχή κάθε
είδους αξίωσης , η παροχή χρήσεως
πράγματος, η σύσταση επικαρπίας ή
δουλείας οικήσεως υπέρ του κληροδόχου,
μελλοντικό πράγμα ή δικαίωμα, μετοχές
ανώνυμης εταιρείας, χρήματα, ποσοστό
όλων των περιουσιακών στοιχείων της
κληρονομίας, η χορήγηση προθεσμίας, η
διατροφή του κληροδόχου, η παροχή
εμπράγματος ασφαλείας στον κληροδόχο,
η περιοδική παροχή. Σύμφωνα με το άρθρο
1997 ΑΚ το δικαίωμα από την κληροδοσία
αποκτάται αμέσως μετά το θάνατο του
διαθέτη (επαγωγή της κληροδοσίας).
Επαγωγή της κληροδοσίας είναι η απόκτηση
του δικαιώματος από την κληροδοσία
αυτοδικαίως, γιατί επέρχεται χωρίς να
μάθει ο κληροδόχος τον θάνατο του διαθέτη
ή την υπέρ αυτού διάταξη. Το δικαίωμα
από την κληροδοσία είναι προσωρινό. Ο
κληροδόχος δικαιούται να αποποιηθεί
την κληροδοσία. Η οριστική κτήση της
κληροδοσίας γίνεται με μονομερή δήλωση
του κληροδόχου ανακοινωτέα στον
βεβαρημένο (ΑΚ 2001 παρ. 2). Από την περιέλευση
της δήλωσης αποδοχής στον βεβαρημένο
αποκτά αυτή νομική ενέργεια. Η αποδοχή
δεν υποβάλλεται σε τύπο, γίνεται ρητά
ή σιωπηρά. Η άσκηση του δικαιώματος για
αποδοχή της κληροδοσίας και όχι της
δήλωσης για την αποδοχή της. Από την
άσκηση του δικαιώματος της αποδοχής
της κληροδοσίας ο κληροδόχος δικαιούται
να αποκτήσει και ο βεβαρημένος έχει
υποχρέωση να παράσχει το αντικείμενο
της κληροδοσίας. Στην κληροδοσία
χρηματικού ποσού ισχύουν οι διατάξεις
για χρηματική παροχή. Εφόσον δεν προκύπτει
κάτι διαφορετικό δεν είναι ανάγκη να
υπάρχουν μετρητά στην κληρονομιά. Το
δικαίωμα του κληροδόχου να ζητήσει από
τον βεβαρημένο το κληροδοτούμενο είναι
κατά κανόνα (ΑΚ 1995) ενοχικό και γεννιέται
από την επαγωγή (κτήση της κληροδοσίας
και κατ' εξαίρεση είναι εμπράγματο ή
άμεσο με τις προϋποθέσεις του άρθρου
1996 ΑΚ. Ο βεβαρημένος δεν μπορεί να
απαλλαγεί από την παροχή με καταβολή
της αξίας του παρά μόνον στην περίπτωση
που ορίζει αυτό ο νόμος κατ' άρθρο 1985
παρ. 2 ΑΚ (βλ. σχετικώς Κωνσταντίνου
Παπαδόπουλου, Αγωγές κληρονομικού
Δικαίου, Τόμος Δεύτερος, Αθήνα 1995, σελίδες
271, 272, 273, 281, 282μ 283, 287, 288, 307, 315, 316). Περαιτέρω,
από τον συνδυασμό των διατάξεων των
άρθρων 1995, 1997 και 1998 ΑΚ προκύπτει ότι το
δικαίωμα από την κληροδοσία είναι κατά
κανόνα ενοχικό. ο (per damnationem)
κληροδόχος έχει ενοχικό
δικαίωμα να απαιτήσει από τον βεβαρημένο
το κληροδοτούμενο, δηλαδή την παροχή
που αποτελεί το περιεχόμενο της
κληροδοσίας. Και ναι μεν το κληροδότημα
είναι απαιτητό αμέσως από την επαγωγή,
όμως σύμφωνα με τις γενικές αρχές περί
ενοχών καρποί και τόκοι δεν οφείλονται
από τον βεβαρημένο παρά μόνο από την
υπερημερία του ή από την έγερση της
αγωγής κατά τα άρθρα 343, 345. 348, 346 ΑΚ).
Ευθύνη του βεβαρημένου για καρπούς του
κληροδοτηθέντος τους οποίους συνέλεξε
ή όφειλε να συλλέξει κατά το χρόνο μεταξύ
της επαγωγής και της εκπλήρωσης της
κληροδοσίας δεν υπάρχει. Οι καρποί που
έχουν παραχθεί κατά το χρονικό τούτο
διάστημα παραμένουν σε όφελος του
βεβαρημένου. Όπως προαναφέρθηκε η ευθύνη
του βεβαρημένου για καρπούς του
κληροδοτηθέντος αρχίζει από τότε που
κατέστη υπερήμερος σε σχέση με την
παροχή του κληροδοτηθέντος ή από τότε
που ασκήθηκε κατ' αυτού αγωγή (βλ. Μπαλή
Κληρ. Δ. Δικ. άρθρ. 2003 αρ. 3). Ειδικότερα
στην περίπτωση κληροδοσίας χρηματικού
ποσού η ευθύνη του υπερήμερου βεβαρημένου
ρυθμίζεται από το άρθρ. 235 ΑΚ (πρβλ. και
Σταθόπουλο στο Γεωργιάδη- Σταθόπουλο
ΑΚ Εισαγ. 335-2-348 αρ. 32 και 335-336 αρ. 2) το
οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε χρηματική
οφειλή (ΑΠ 471/1976 ΝοΒ 24.1049) σε ημεδαπό ή
αλλοδαπό νόμισμα (Γαζής ΕρμΑΚ 345 αρ. 3).
Κατά το άρθρο αυτό "Όταν πρόκειται
για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε
περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα
να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που
ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία
χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει
ζημία. Ο δανειστής αν αποδείξει και άλλη
θετική ζημία, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται
διαφορετικά, έχει δικαίωμα να απαιτήσει
και αυτήν" δηλαδή να απαιτήσει (όχι
τη ζημία αλλά) την αποκατάσταση της
ζημίας (βλ Γαζή στην ΕρμΑΚ 345 αρ.1). Από
τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εάν ο
βεβαρημένος με την παροχή κληροδοτήματος
ορισμένου ποσοτικά χρηματικού ποσού
περιέλθει σε υπερημερία οφείλει τόκο
υπερημερίας και την περαιτέρω
αποδεικνυόμενη θετική ζημία, δηλαδή τη
μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του
ζημιωθέντος (βλ. Μπαλή ΕνοχΔ παρ 23 VII,
Σταθόπουλο ο.π. 297-298 αρ.
18 και ΕνοχΔ σελ.256). Διαφυγόν κέρδος, το
οποίο υπάρχει όταν αποτρέπεται η αύξηση
της περιουσίας η οποία θα επερχόταν
χωρίς το ζημιογόνο γεγονός (βλ. τους
ίδιους τους συγγραφείς) δεν υποχρεούται
να καλύψει ο οφειλέτης (βλ. για τα
προαναφερόμενα σχετικώς ΕφΠειρ 1316/1987
δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος, Γαζή στην ΕρμΑκ 345
αρ.5 Σταθόπουλο ο.π. 345 αρ.4, Σπυριδάκη-Περάκη
ο.π. 345 αρ.4, Μπαλή Ενοχ. παρ. 57 αρ.2). Εξάλλου,
επειδή, από τις συνδυασμένες διατάξεις
των άρθρων 173 και 1781 επ. ΑΚ, προκύπτει
ότι στην ερμηνεία των διαθηκών,
αναζητείται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις
η αληθινή (πραγματική) βούληση του
διαθέτη, σκοπούμενη από άποψη υποκειμενική
και όχι αντικειμενική, κατά την έννοια
της οποίας η βούληση αυτή θα προσδιοριζόταν
κατά τις σντιλήψεις τρίτων, σύμφωνα με
τη συναλλακτική καλή πίστη, την
προβλεπόμενη από το το άρθρο 200 του ίδιου
Κώδικα, το οποίο όμως δεν έχει εφαρμογή
στην ερμηνεία διαθηκών. Έδαφος για
τέτοια ερμηνεία, που θα αποβλέπει στην
αναζήτηση βούλησης
διαφορετικής από εκείνη, η οποία
εκφράστηκε
με τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο
διαθέτης, δεν παρέχεται, όταν, κατά την
κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί
της ύπαρξης ή όχι ανάγκης προσφυγής
στις αμέσως πιο πάνω ερμηνευτικές
διατάξεις, καθώς και περί της αληθινής
βούλησης του διαθέτη, ως εναγόμενη
στην εκτίμηση πραγμάτων,
δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
Τότε μόνο συγχωρείται η προσφυγή σε
γεγονότα και στοιχεία εκτός διαθήκης,
όταν το πιο πάνω δικαστήριο κρίνει ότι
η δήλωση της τελευταίας βούλησης
εμφανίζει ασαφή και αμφίβολα σημεία,
είτε περί των τετιμημένων προσώπων,
είτε περί των κληρονομιαίων στοιχείων
στα οποία ο διαθέτης
εγκατέστησε τα πρόσωπα αυτά, τα οποία
(σημεία) χρειάζονται για την αποσαφήνισή
τους ερμηνεία προς το σκοπό της εξεύρεσης
της αληθινής (ή ακόμη και εικαζόμενης)
βούλησης του διαθέτη (ΑΠ 1142/2011 δημοσιευμένη
στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος,
ΑΠ 755/2008 ΕλλΔνη 2010.744, ΑΠ 1225/2005 δημοσιευμένη
στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.)
Περαιτέρω, η διαθήκη, όπως και κάθε άλλη
δικαιοπραξία, υπόκειται σε ερμηνεία.
Για να τεθεί ζήτημα ερμηνείας πρέπει η
διάταξη τελευταίας βούλησης, ως δήλωση
ισχύος, να έχει διατυπωθεί με κάποιον
από τους πανηγυρικούς τύπους που
προβλέπονται στο νόμο. Εφόσον με την
ερμηνεία δεν επιχειρείται η διάγνωση
έννομης σχέσης, τα δικαστήρια δεν έχουν
εξουσία και καθήκον να ερμηνείας
με κάποια βιοτική σχέση που αμφισβητείται
και χρειάζεται, γι αυτό, η δικαστική
παρέμβαση (ΚΠολΔ 68, 60, 71, 96). Η διαθήκη
χρειάζεται ερμηνεία όταν δεν είναι
πλήρως σαφής ή πλήρως ασαφής και (επομένως
άκυρη), αλλά εμφανίζει σημεία ασαφή και
αμφίβολα, δεκτικά αποσαφήνισης με
ερμηνεία (ΑΠ 506/1992 ΕλλΔνη 34.1470). Έδαφος
για ερμηνεία με στόχο την αναζήτηση
βούλησης διαφορετικής και πέρα από αυτή
που εκφράζεται με τις λέξεις που
χρησιμοποίησε ο διαθέτης δεν παρέχεται,
όταν οι τελευταίες είναι απόλυτα σαφείς
και αποδίδουν, χωρίς τίποτα άλλο, αυτό
που θέλησε ο διαθέτης (ΑΠ 6136/1990 ΕλλΔνη
32.1650, ΕφΑθ 5361/1991 ΕλλΔνη 34.1638, ΕφΑθ 6595/1991
ΑρχΝ 43.30). Η κρίση του δικαστηρίου της
ουσίας, ότι από τη διαθήκη προκύπτει ή
όχι με σαφήνεια η βούληση του διαθέτη
είναι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ανέλεγκτη
από τον Άρειο Πάγο. Η κρίση για το αν οι
διατάξεις της διαθήκης είναι σαφείς ή
όχι δεν είναι νοητό να συνάγεται
αποκλειστικά από τις λέξεις που
χρησιμοποίησε ο διαθέτης. Και τούτο
γιατί αφενός γιατί μια τέτοια προσέγγιση
προσκρούει ευθέως στην ΑΚ 173 (που επιτάσσει
την αναζήτηση της αληθινής βούλησης
χωρίς προσήλωση στις λέξεις) και αφετέρου
γιατί οι λέξεις δεν μπορούν να νοηθούν
αφηρημένα, δηλαδή χωρίς συνάρτηση με
το όλο κείμενο της διαθήκης. Συνεπώς, η
κρίση για το αν οι διατάξεις της διαθήκης
είναι σαφείς ή όχι, είναι στην πραγματικότητα
αποτέλεσμα ερμηνείας και υπόκειται σε
αναιρετικό έλεγχο. Η ερμηνεία των
διαθηκών αποκτά όλο και περισσότερη
σημασία με την προϊούσα
διεύρυνση των ορίων της. Τη διαπίστωση
αυτή επιβεβαιώνουν η ευρύτατη εφαρμογή
της αρχής "falsa demonstratio
non nocet" (ΑΚ 1783 εδ 2), η
(όλο και εντονότερα υποστηριζόμενη)
εγκατάλειψη της αρχής, ότι οι "σαφείς"
διατάξεις της διαθήκης είναι ανεπίδεκτες
ερμηνείας, το προβάδισμα της ερμηνείας
απέναντι στην ακύρωση και η συμπληρωματική
ερμηνεία της διαθήκης με αναζήτηση της
υποθετικής βούλησης στου διαθέτη. Είναι
αυτονόητο, ότι η σημασία της ερμηνείας
είναι καθοριστική στις περιπτώσεις των
ιδιόγραφων (ή μυστικών) διαθηκών, αφού
στις δημόσιες διαθήκες ο συμβολαιογράφος
φροντίζει ώστε η βούληση του διαθέτη
να αποτυπωθεί στη διαθήκη με σαφήνεια
και με ορθή νομική φρασεολογία. Σκοπός
της ερμηνείας της διαθήκης είναι η άρση
της (μερικής) ασάφειας αυτής και η
διαπίστωση του νομικώς σημαντικού
περιεχομένου της δήλωσης βούλησης του
διαθέτη, ενώ αντικείμενό της είναι
ακριβώς η δήλωση της βούλησης του
διαθέτη. Κατά την ερμηνευτική
προσέγγιση αναζητείται η πραγματική
βούληση. Ο ΑΚ δεν περιέχει ιδιαίτερες
διατάξεις που να καθορίζουν γενικώς
τον τρόπο ερμηνείας των δηλώσεων
τελευταίας βούλησης. Συνεπώς, θα ισχύσουν
και εδώ καταρχήν οι γενικοί ερμηνευτικοί
κανόνες των δικαιοπραξιών. Μια πρώτη
κρίσιμη διαπίστωση
έγκειται στο ότι η περιλαμβανόμενη στη
διαθήκη δήλωση της βούλησης του διαθέτη
δεν είναι απευθυντέα. Έτσι, δεν τίθεται
εδώ ζήτημα αντιπαράθεσης ανάμεσα στο
συμφέρον του διαθέτη να επέλθουν τα
σκοπούμενα από αυτόν, με τη σύνταξη της
διαθήκης του, έννομα αποτελέσματα και
στο συμφέρον του διαθέτη
να επανέλθουν τα σκοπούμενα από αυτόν,
με τη σύνταξη της διαθήκης του, έννομα
αποτελέσματα και συμφέρον οποιωνδήποτε
τρίτων προσώπων, ακόμη και των τιμώμενων
("παραληπτών" της σχετικής δήλωσης
βούλησης του διαθέτη), να προστατευθεί
η εμπιστοσύνη τους στο αντικειμενικό
νόημα της δήλωσης του διαθέτη. Τούτο
σημαίνει, ότι κατά την ερμηνεία των
διαθηκών το "δόγμα της βούλησης"
δεν αποκτά απλώς ακόμη μεγαλύτερη
βαρύτητα, αλλά ουσιαστικά κυριαρχεί. Η
διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από
τον ίδιο τον ΑΚ. με σειρά διατάξεων
(1783 εδ.2, 1784, 1794,1979). Η αναζήτηση της βούλησης
του διαθέτη είναι ο άξονας, γύρω από τον
οποίο στρέφεται η όλη νομοθετική ρύθμιση
της διαδοχής από διαθήκη. Ενόψει τούτων,
βασική αρχή, η οποία διέπει την ερμηνεία
των διαθηκών είναι ότι κατά την ερμηνεία
αυτή προέχει η αναζήτηση της πραγματικής
βούλησης του διαθέτη. Κατά την ερμηνεία
των διαθηκών εφαρμόζονται οι γενικοί
ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και
200 ΑΚ. Αν η αληθινή βούληση του διαθέτη
αναζητηθεί με βάση μόνο την ΑΚ 173 ή και
την ΑΚ 200 δεν έχει πρακτική σημασία, αφού
και η συναλλακτική καλή πίστη της ΑΚ
200 επιβάλλει στην ουσία την αναζήτηση
της αληθινής βούλησης του διαθέτη, όπως
ακριβώς απαιτεί ρητά η ΑΚ 173. Πέρα από
αυτό, όμως, υποστηρίζεται, ότι ναι μεν
οι διατάξεις τη διαθήκης δεν είναι
"απευθυντέες" δηλώσεις βούλησης,
πλην όμως προορίζονται οπωσδήποτε να
περιέλθουν σε άλλους και, πάντως,
επηρεάζουν τις έννομες σχέσεις
τρίτων προσώπων. Συνεπώς, η ΑΚ 200 δεν
στερείται τη χρησιμότητά της, ιδίως
όταν πρόκειται να αναζητήσουμε (όχι την
πραγματική αλλά) την υποθετική βούληση
του διαθέτη. Ενόψει των όσων σημειώθηκαν,
η υπεροχή του γενικού ερμηνευτικού
κανόνα της ΑΚ 173 (η εφαρμογή του οποίου
δεν περιορίζεται από τους ειδικούς για
τις διαθήκες ερμηνευτικούς κανόνες)
έχει την έννοια, ότι και κατά την ερμηνεία
των διαθηκών αναζητείται, χωρίς προσήλωση
στις λέξεις, η αληθινή βούληση του
διαθέτη με στόχο την υποκειμενική του
άποψη μόνο και αδιάφορα από την
αντικειμενική έννοια με την οποία
αντιλαμβάνονται τη δήλωση οι τρίτοι
κατά τη συναλλακτική καλή πίστη (ΑΠ
613/1990 ΕλλΔνη 32.1650, ΕφΑθ5361/1991 ΕκκΔνη
34.1638, ΕφΘεσ 130/1990 Αρμ 44.118 επ.) Συνεπώς
πρέπει να ληφθούν υπόψη η εποχή που
συντάχθηκε η διαθήκη (είναι ο κρίσιμος
χρόνος για τη διακρίβωση της πραγματικής
βούλησης του διαθέτη), το κοινωνικό
περιβάλλον του διαθέτη, οι προσωπικές
(τοπικές, γλωσσικές ή επαγγελματικές)
συνήθειές του, η πνευματική και κοινωνική
του ανάπτυξη, η τυχόν νομική ή άλλη
παιδεία του κτλ.., ενώ συγχωρείται ακόμη
και η αναζήτηση της εικαζόμενης βούλησής
του. Έτσι, αποφασιστικό αποβαίνει εκείνο
που ο διαθέτης εννόησε ή μπορούσε να
εννοήσει, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη,
κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη,
η σχετική τυχόν αντίληψη ή η δυνατότητα
αντίληψης άλλου ή άλλων προσώπων και
ιδιαίτερα του τιμωμένου (ΑΠ 1308/1982 ΕλλΔνη
24.224, ΑΠ 555/1981 ΝοΒ 30.226). Ωστόσο, κατά την
ερμηνεία των διαθηκών δεν αναζητείται
μια βούληση του διαθέτη αποκομμένη από
τη σχετική δήλωση της βούλησης αυτής
αλλά το τι ήθελε να πει ο διαθέτης
χρησιμοποιώντας τις συγκεκριμένες
λέξεις. Έτσι, για την εξεύρεση αυτής της
αληθινής βούλησης του διαθέτη αποβλέπουμε
καταρχήν στο κοινό νόημα των λέξεων που
χρησιμοποιεί ο διαθέτης στη διαθήκη.
Αν, όμως, αποδεικνύεται, ότι αυτός
χρησιμοποίησε τις συγκεκριμένες λέξεις
με άλλο νόημα, είναι φανερό ότι πρέπει
να αποβλέψουμε στο διαφορετικό αυτό
νόημα. Η αναζητούμενη, με την ερμηνεία,
αληθινή βούληση του διαθέτη θα πρέπει
να βρίσκει κάποιο, έστω και έμμεσο,
στήριγμα στο ίδιο το κείμενο της διαθήκης,
γιατί αλλιώς θα παραβιάζονταν οι
διατάξεις για τον τύπο των διαθηκών,
ενώ θα υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να
αλλοιωθεί πλήρως η βούληση του διαθέτη
με τη βοήθεια ψευδομαρτύρων. Με την
παραπάνω προϋπόθεση, επιτρέπεται κατά
την αναζήτηση της αληθινής βούλησης
του διαθέτη η προσφυγή και σε όλα τα
προσιτά γεγονότα ή στοιχεία που βρίσκονται
έξω από τη διαθήκη, λ.χ. έγγραφα, συνομιλίες
ή άλλες εκδηλώσεις του διαθέτη, οι
σχέσεις του με ορισμένα πρόσωπα κ.τ.λ.,
χωρίς να χρειάζεται να αναφέρονται,
έστω και υπαινικτικά, στο κείμενο της
διαθήκης. Είναι μάλιστα υποχρεωτικό,
σε περίπτωση αμφισβήτησης, να διατάσσονται
από το δικαστήριο μαρτυρικές αποδείξεις,
ώστε να μπορούν να συνεκτιμηθούν προς
συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και τα
προσκομιζόμενα έγγραφα (αυτεπαγγέλτως)
ή άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία
προσκομίζουν οι διάδικοι. Σε περίπτωση
αμφιβολίας για την έννοια μιας διάταξης
τελευταίας βούλησης, κατά το γνωστό
κανόνα του β.ρ.δ., που επιβάλλει τη
"φιλάγαθη" ή ¨καλοθελή" ερμηνεία
της διαθήκης (interpretatio
benigna), θα πρέπει να προτιμάται
η ερμηνεία που διασώζει το κύρος της.
Από το γεγονός, ότι ο κανόνας αυτός δεν
επαναλήφθηκε στον ΑΚ, δεν συνάγεται,
ότι δεν ισχύει σήμερα, αφού μπορεί να
θεωρηθεί ότι συνάγεται
από τις ΑΚ 173, 1783 εδ. 2, 1974 και 1979 καθώς και
από τη γενικότερη αρχή της κατά το δυνατό
εκπλήρωση της θέλησης του διαθέτη, που
απορρέει από το όλο πνεύμα του κληρονομικού
δικαίου. Κρίσιμος χρόνος για τον
προσδιορισμό της υποθετικής βούλησης
του διαθέτη είναι ο χρόνος της σύνταξης
της διαθήκης (ΕφΑθ 3463/2004, ΕφΑθ 2393/1991,
δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών
Πληροφοριών Νόμος)''.
...........