Δημόσια
έργα - Οφειλές ΟΤΑ - Τόκος υπερημερίας
επί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμών
-.
.......
3.
Επειδή, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι
η υπό κρίση αίτηση, που ασκήθηκε στις
14.11.2012, είναι παραδεκτή, σύμφωνα με το
άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, διότι: α) ως
προς τα νομικά ζητήματα που τίθενται
με λόγους αναιρέσεως ήτοι αν εφαρμόζεται
το άρθρο 4 του π.δ. 166/2003 επί δημοσίων
συμβάσεων και αν η διάταξη του άρθρου
53 παρ. 9 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο
του ν. 3669/2008, Κώδικα της νομοθεσίας
κατασκευής δημοσίων έργων, κείται εντός
της εξουσιοδοτήσεως της διάταξης βάσει
της οποίας έγινε η κωδικοποίηση, δεν
υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της
Επικρατείας και β) η κρίση της
αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι ο τόκος
που εφαρμόζεται για τις οφειλές των
Ο.Τ.Α. υπολογίζεται με το επιτόκιο που
προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ.
166/2003 είναι αντίθετη προς τις 1127/2010 και
1128/2010 αποφάσεις του Αρείου Πάγου και
την παραπεμπτική στην Ολομέλεια 1620/2011
του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις
οποίες κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου
21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του
Δημοσίου, (κ.δ. της 26.6/10.7.1944), που προβλέπει
επιτόκιο 6 % για τις οφειλές του Δημοσίου
και των Ο.Τ.Α., (σύμφωνα με το ν.δ. 31/1968),
είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα και το
άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
της Ε.Σ.Δ.Α., ενώ, τελικά, το ζήτημα αυτό
παραπέμφθηκε στο Α.Ε.Δ.. Εν προκειμένω,
επί του νομικού ζητήματος, που τίθεται
με τους λόγους αναιρέσεως και αφορά το
αν εφαρμόζονται ως προς τον οφειλόμενο
από Δήμο τόκο, επί καθυστέρησης πληρωμής
πιστοποιήσεως δημοτικού έργου, οι
διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 4 του π.δ.
166/2003, δεν υπήρχε νομολογία του Συμβουλίου
της Επικρατείας κατά το χρόνο της
συζήτησης της υπό κρίση αίτησης στο
ακροατήριο και συνεπώς, ο σχετικός λόγος
αναιρέσεως είναι παραδεκτός και πρέπει
να εξετασθεί κατ' ουσία, (πρβλ. ΣτΕ.
567/2014). Όμως, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος
περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης
απόφασης προς τις ανωτέρω αποφάσεις
του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της
Επικρατείας πρέπει να απορριφθεί,
προεχόντως, διότι δεν υφίσταται η
αντίθεση την οποία επικαλείται ο
αναιρεσείων, αφού με την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση δεν κρίθηκε ότι η διάταξη του
άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών
του Δημοσίου, (κ.δ. της 26.6/10.7.1944), που
προβλέπει επιτόκιο 6 % για τις οφειλές
του Δημοσίου, εφαρμόζεται δε και επί
των οφειλών των Ο.Τ.Α., (άρθρο 276 παρ. 3
του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του
ν. 3463/2006, Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων),
είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα και το
άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
της Ε.Σ.Δ.Α. ʼλλωστε,
ναι μεν οι αναιρεσίβλητες ισχυρίζονται,
με το από 30.1.2015 υπόμνημα τους ενώπιον
του Δικαστηρίου ότι το ποσό του
αντικειμένου της παρούσας διαφοράς,
που αφορά τόκους υπερημερίας είναι
κατώτερο των 200.000 ευρώ, όμως, το ποσό
αυτό δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί
δεδομένου ότι η έναρξη της τοκοφορίας
της απαίτησης των αναιρεσίβλητων όσον
αφορά τον 20ο λογαριασμό του έργου ήταν
προσδιορισμένη κατά το χρόνο της άσκησης
της υπό κρίση αίτησης, (επίδοση της
αγωγής), όμως δεν προκύπτει από την
αίτηση αυτή ή από άλλο προσκομισθέν
ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφο από
τον αναιρεσείοντα ή τις αναιρεσίβλητες
ότι ήταν προσδιορισμένη, κατά το χρόνο
αυτό και η λήξη της, (πληρωμή της
απαίτησης), ενώ, εξάλλου, ενόψει του
ύψους της κύριας απαίτησης δεν καθίσταται
πρόδηλο ότι το ποσό του αντικειμένου
της διαφοράς, που αφορά τους τόκους επ'
αυτής, είναι, εν πάση περιπτώσει, κατώτερο
των 200.000 ευρώ. Και ναι μεν οι αναιρεσίβλητες
προς επίρρωση του ανωτέρω ισχυρισμού
τους προσκόμισαν, μαζί με το από 30.1.2015
υπόμνημα αυτών, αντίγραφο της με αριθμ.
πρωτοκ. 303/29.10.2014 αίτησης τους προς τον
αναιρεσείοντα Δήμο, με την οποία ζήτησαν
να τους καταβληθεί από αυτόν το οφειλόμενο
σ' αυτές, κατά τους ισχυρισμούς τους,
βάσει της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης,
ποσό τόκων ύψους 163.274,23 ευρώ, το οποίο,
όπως αναφέρεται στην ανωτέρω αίτηση,
προκύπτει από συνημμένο πίνακα, καθώς
και αντίγραφο της υπ' αριθμ. 2870/συν. 31
η/19.11.2014 πράξης της οικονομικής επιτροπής
του Δήμου Αθηναίων, με την οποία εγκρίνεται
η καταβολή των επιδικασθέντων βάσει
της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τόκων,
χωρίς να γίνεται μνεία του ποσού αυτών,
όμως, από τα στοιχεία αυτά, δεν προκύπτει
ο χρόνος εξόφλησης του 20ου λογαριασμού.
Εξάλλου, ναι μεν σε πίνακα που προσκόμισαν
οι αναιρεσίβλητες μαζί με το ανωτέρω
υπόμνημα τους, αναφέρεται ότι ο 20ος
λογαριασμός του επίδικου έργου εξοφλήθηκε
τμηματικά από 20.2.2012 έως 5.9.2012, όμως, από
τον πίνακα αυτό, στον οποίο δεν αναφέρεται
ο συντάκτης του ούτε η ημερομηνία
σύνταξης αυτού, δεν προκύπτει ούτε η
εξόφληση του 20ου λογαριασμού ούτε ο
χρόνος αυτής ούτε τα πράγματι οφειλόμενα
στις αναιρεσίβλητες ποσά τόκων. Ως εκ
τούτου, ο ανωτέρω ισχυρισμός των
αναιρεσίβλητων, κατά τον οποίο η υπό
κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη διότι το
ποσό του αντικειμένου της διαφοράς
είναι κατώτερο των 200.000 ευρώ πρέπει να
απορριφθεί. Συνεπώς, σύμφωνα με τις
παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ.
18/1989, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο
12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η υπό κρίση αίτηση
ασκείται παραδεκτώς.
4.
Επειδή, στην παρ. 10 του άρθρου 5 του ν.
1418/1984, (Α' 23 που αναριθμήθηκε, από παρ. 8
σε παρ. 10, με το άρθρο 1 του ν. 2940/2001 - Α'
180), όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ.
αυτής, που είχε τροποποιηθεί με το άρθρο
18 του ν. 1947/1991, (Α' 70), αντικαταστάθηκε με
την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2229/1994, (Α'
138), (εφαρμόζεται δε και επί των έργων
των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης,
σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 5 του π.δ.
171/1987 - Α' 84), ορίζεται ότι: «Οι λογαριασμοί
των κατά τη σύμβαση οφειλόμενων ποσών
συντάσσονται κατά μηνιαία χρονικά
διαστήματα, εκτός αν η σύμβαση ορίζει
άλλες προθεσμίες. Οι λογαριασμοί
συντάσσονται από τον ανάδοχο και
υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία,
η οποία τους ελέγχει και τους διορθώνει
όταν απαιτείται, μέσα σε ένα μήνα από
την υποβολή τους. Οι εγκρινόμενοι από
τη διευθύνουσα υπηρεσία λογαριασμοί
αποτελούν την πιστοποίηση για την
πληρωμή των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί.
Αν η πληρωμή τους καθυστερήσει πέρα από
ένα (1) μήνα από τη λήξη της προηγούμενης
προθεσμίας, χωρίς υπαιτιότητα του
αναδόχου ή του μελετητή, οφείλεται, αν
υποβληθεί έγγραφη όχληση και από το
χρόνο υποβολής της, τόκος υπερημερίας
ίσος με το ογδόντα πέντε τοις εκατό (85
%) του τόκου των εξαμηνιαίων εντόκων
γραμματίων του Δημοσίου και ο ανάδοχος
μπορεί να διακόψει τις εργασίες αφού
κοινοποιήσει στη διευθύνουσα υπηρεσία
ειδική έγγραφη δήλωση. ...». Περαιτέρω,
στο άρθρο 53 παρ. 9 του, κυρωθέντος με το
άρθρο πρώτο του ν. 3669/2008, (Α' 116), Κώδικα
της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων
έργων, που άρχισε να ισχύει από τις
18.6.2008, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του
ως άνω νόμου, και εφαρμόζεται σύμφωνα
με το άρθρο 1 παρ. 1 αυτού και στα έργα
των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης,
ορίζεται ότι: «Αν η πληρωμή ενός
λογαριασμού καθυστερήσει χωρίς
υπαιτιότητα του αναδόχου, πέραν του
διμήνου από την υποβολή του, οφείλεται,
αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από την
ημερομηνία υποβολής της, τόκος υπερημερίας
που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4
του π.δ. 166/2003 (ΦΕΚ 38 Α') και ο ανάδοχος
μπορεί να διακόψει τις εργασίες, αφού
κοινοποιήσει στη Διευθύνουσα υπηρεσία
ειδική έγγραφη δήλωση».
5.
Επειδή, σύμφωνα με τα ήδη κριθέντα με
την υπ' αριθμ. 25/2012 απόφαση του Ανωτάτου
Ειδικού Δικαστηρίου, η θέσπιση, με την
διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων
περί δικών του Δημοσίου, (κ.δ. της
26.6/10.7.1944 - Α' 139), επιτοκίου 6% για τις
οφειλές του Δημοσίου και η, ως εκ τούτου,
διαφοροποίηση αυτού σε σχέση με το
υψηλότερο επιτόκιο που εφαρμόζεται
στις οφειλές των ιδιωτών δεν παραβιάζει
τη συνταγματική αρχή της ισότητας ούτε
το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου
της Ε.Σ.Δ.Α.. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί,
(βλ. ΣτΕ 4751/2014 επταμ.), τα αυτά ισχύουν,
για την ταυτότητα του λόγου, και σε σχέση
με το ποσοστό του οφειλομένου από το
Δημόσιο στον ανάδοχο δημοσίου έργου
επιτοκίου σε περίπτωση καθυστερήσεως
πληρωμής λογαριασμού άνευ υπαιτιότητας
του τελευταίου, το οποίο είχε καθορισθεί
δυνάμει του άρθρου 18 του ν. 1947/1991 και 2
παρ. 6 του ν. 2229/1994 σε 85% του επιτοκίου των
εξαμηνιαίων εντόκων γραμματίων του
Δημοσίου.
6.
Επειδή, με το π.δ. 166/2003, (Α' 138), το οποίο,
στο άρθρο 9 αυτού, ορίζει ως ημερομηνία
έναρξης της ισχύος του την 5.6.2000,
προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία
στις διατάξεις της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του
Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000, «για την
καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών
στις εμπορικές συναλλαγές», (EE L 200 της
8.8.2000). Με το ως άνω π. διάταγμα ορίζονται
τα εξής: «Οι διατάξεις του διατάγματος
αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που
έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική
συναλλαγή», (άρθρο 2). «Κατά την έννοια
του διατάγματος αυτού: 1. Εμπορική
συναλλαγή1 είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ
επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και
δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την
παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών
έναντι αμοιβής, α. 'Δημόσια αρχή' είναι
κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως
ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για
τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (Π.Δ.
370/1995, ΦΕΚ Α* 199), υπηρεσιών (Π.Δ. 346/1998, ΦΕΚ
A' 230) εξαιρούμενων τομέων (Π.Δ. 57/2000, ΦΕΚ
Α' 45) και Δημοσίων έργων (Π.Δ. 334/2000, ΦΕΚ
Α' 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν.
Β. ... 2. 'Καθυστέρηση πληρωμής' είναι η μη
τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας
πληρωμής. 3. ...», (άρθρο 3). «1. Τόκος
υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα
που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής
ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που
ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε
ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής
της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται
υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση
και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το
τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή
έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής
των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών
ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο
πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις
περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των
αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, β.
Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται
διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την
επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων
και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών,
μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση
της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου,
εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο
ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι
την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας,
γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή
των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής
ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν
30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του
τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για
πληρωμή εγγράφου, δ. Στις συμβάσεις
μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών
της παραγράφου 1α του άρθρου 3 του
παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων
σε καθεμία από τις παραπάνω περιπτώσεις
ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3.
Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον
α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και
νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει
εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό,
εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη
για την καθυστέρηση. 4. Το ύψος του τόκου
υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να
καταβάλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με
βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη
κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία
πραγματοποιείται πριν από την πρώτη
ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου
[«επιτόκιο αναφοράς»] προσαυξημένο κατά
επτά εκατοστιαίες μονάδες [«περιθώριο»],
εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη
σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο
ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα
του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και
για τους επόμενους έξι μήνες. 5. ...»,
(άρθρο 4). «Στις περιπτώσεις που οι κοινές
διατάξεις είναι, σε σύγκριση με τις
διατάξεις του διατάγματος αυτού,
ευνοϊκότερες για το δανειστή, εφαρμόζονται
οι κοινές διατάξεις», (άρθρο 8). Περαιτέρω,
με την υποπαράγραφο Ζ 14 του ν. 4152/2013,
καταργήθηκε το π.δ. 166/2003, από την έναρξη
της ισχύος του νόμου αυτού, (16.3.2013),
ορίσθηκε δε ότι οι διατάξεις του εν λόγω
π. διατάγματος παραμένουν σε ισχύ για
τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη
διάρκεια της ισχύος του.
7.
Επειδή, όπως έχει κριθεί, (βλ. ΣτΕ
3526/5.10.2015 επταμ., πρβλ. Α.Π. Ολομ. 10/2013), στην
έννοια της εμπορικής συναλλαγής του
άρθρου 3 του π.δ. 166/2003, με το οποίο
προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία
στις διατάξεις της οδηγίας 2000/35/ΕΚ,
εμπίπτει και η σχεδίαση και εκτέλεση
δημοσίων έργων. Συνεπώς, οι διατάξεις
του π.δ. 166/2003 εφαρμόζονται και στις
συμβάσεις σχεδίασης και εκτέλεσης
δημοσίων έργων, στις οποίες περιλαμβάνονται
και οι διοικητικές συμβάσεις εκτέλεσης
έργων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης,
όπως η επίδικη από 1.12.2006 σύμβαση.
Περαιτέρω, οι διατάξεις του π.δ. 166/2003,
οι οποίες αποτελούν μεταφορά στην
εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων
της οδηγίας 2000/35/ΕΚ, που στοχεύει στην
καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών
στην εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, προς διασφάλιση της εύρυθμης
λειτουργίας της, της βιωσιμότητας των
επιχειρήσεων και των συνθηκών ανάπτυξης
υγιούς ανταγωνισμού, κατισχύουν, σύμφωνα
με τα άρθρα 249 παρ. 1 και 3, (πρώην άρθρο
189), της Συνθήκης περί ιδρύσεως της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας, (ήδη άρθρο 288 της
Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης για
τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης)
και 28 του Συντάγματος, κάθε αντίθετης
διάταξης της εσωτερικής νομοθεσίας.
Και ναι μεν ως προς τον οφειλόμενο από
τους Ο.Τ.Α. τόκο, επί καθυστέρησης πληρωμής
λογαριασμών έργων Ο.Τ.Α., εφαρμοστέες,
κατ' αρχήν, είναι οι διατάξεις της
νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, ως
ειδικότερες των διατάξεων του άρθρου
276 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που
κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.
3463/2006, (Α' 114/8.6.2006), που προβλέπουν ότι «ο
νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας
κάθε οφειλής των Ο.Τ.Α ανέρχεται στο
ποσοστό που ορίζεται για τις αντίστοιχες
οφειλές του Δημοσίου», όμως, οι διατάξεις
του π.δ. 166/2003 κατισχύουν, κατά τα
προεκτεθέντα, από την έναρξη της ισχύος
τους, των διατάξεων της νομοθεσίας περί
δημοσίων έργων, που αφορούν την καταβολή
από το Δημόσιο και τους Ο.Τ.Α. τόκου, επί
καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμού του
έργου, ήτοι της παρ. 10 του άρθρου 5 του
ν. 1418/1984, (όπως η παράγραφος αυτή
τροποποιήθηκε με την παρ. 6 του άρθρου
2 του ν. 2229/1994 και αναριθμήθηκε με το
άρθρο 1 του ν. 2940/2001) και του άρθρου 53 παρ.
9 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του
ν. 3669/2008, κώδικα της νομοθεσίας περί
κατασκευής δημοσίων έργων, τόσο όσον
αφορά την πρόβλεψη για προηγούμενη
έγγραφη όχληση, επί καθυστέρησης πληρωμής
εγκριθέντος λογαριασμού, (πιστοποίησης),
η οποία (έγγραφη όχληση) δεν απαιτείται
πλέον, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις
του π.δ. 166/2003, για την έναρξη της τοκοφορίας
του λογαριασμού, όσο και ως προς το
εφαρμοστέο επιτόκιο, με την επιφύλαξη
της ρύθμισης του άρθρου 8 του ανωτέρω
π. διατάγματος κατά την οποία στις
περιπτώσεις που οι κοινές διατάξεις,
ήτοι, εν προκειμένω, οι ανωτέρω διατάξεις
της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων,
είναι, σε σύγκριση με τις διατάξεις του
διατάγματος αυτού, ευνοϊκότερες για το
δανειστή, εφαρμόζονται οι κοινές
διατάξεις. Εξάλλου, η διάταξη της περ.
δ' της παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ. 166/2003 που
προβλέπει ότι η υποχρέωση καταβολής
τόκων στις δημόσιες συμβάσεις αρχίζει
μετά από εξήντα σε κάθε περίπτωση, ήτοι
και στην περίπτωση του άρθρου 4 παρ. 2
περ. β' του ως άνω π. διατάγματος, (κατά
την οποία η τοκοφορία αρχίζει από την
ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής
και ελέγχου), δεν υπερισχύει των ανωτέρω
διατάξεων της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν.
1418/1984 και του άρθρου 53 παρ. 9 του, κυρωθέντος
με το άρθρο πρώτο του ν. 3669/2008, κώδικα
της νομοθεσίας περί κατασκευής δημοσίων
έργων, διότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις
είναι ευνοϊκότερες για το δανειστή,
αφού, σύμφωνα με αυτές, η υποχρέωση
καταβολής τόκων, για καθυστέρηση πληρωμής
λογαριασμού, αρχίζει ένα μήνα από τη
λήξη της μηνιαίας προθεσμίας ελέγχου
και διόρθωσης του λογαριασμού από τη
διευθύνουσα υπηρεσία, σύμφωνα δε με το
άρθρο 8 του ανωτέρω π.δ. 166/2003, στις
περιπτώσεις που οι κοινές διατάξεις
είναι, σε σύγκριση με τις διατάξεις του
εν λόγω π. διατάγματος, ευνοϊκότερες
για το δανειστή, εφαρμόζονται οι κοινές
διατάξεις, (βλ. ΣτΕ 3526/5.10.2015 επταμ.).
.........
9.
Επειδή, η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης
απόφασης, κατά την οποία ο οφειλόμενος
στις αναιρεσίβλητες τόκος για την
καθυστέρηση εξόφλησης των ανωτέρω
πιστοποιήσεων του επίδικου έργου πρέπει
να υπολογισθεί με βάση το άρθρο 4 παρ. 4
του π.δ. 166/2003, είναι νόμιμη, κατά τα
εκτιθέμενα στις σκέψεις 5 και 7 και πρέπει
να απορριφθεί ο, προβαλλόμενος καθ'
ερμηνεία του δικογράφου της υπό κρίση
αίτησης, λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο
ως προς τον ανωτέρω τόκο υπερημερίας
είναι εφαρμοστέο το προβλεπόμενο από
το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών
του Δημοσίου, (κ.δ. της 26.6/10.7.1944 - Α' 139),
επιτόκιο 6 %, που εφαρμόζεται και για τις
οφειλές των Οργανισμών Τοπικής
Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με το ν.δ. 31/1968
και ήδη το άρθρο 276 παρ. 3 του, κυρωθέντος
με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006, Κώδικα
Δήμων και Κοινοτήτων. Εξάλλου, ο λόγος
αναιρέσεως κατά τον οποίο η ανωτέρω
κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης
είναι εσφαλμένη, διότι, εν προκειμένω,
δεν είναι εφαρμοστέα, ως κείμενη εκτός
εξουσιοδοτήσεως της διατάξεως βάσει
της οποίας έγινε η κωδικοποίηση, η
διάταξη του άρθρου 53 παρ. 9 του, κυρωθέντος
με το άρθρο πρώτο του ν. 3669/2008, Κώδικα
της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων
έργων, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής,
διότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
κρίθηκε ότι εφαρμόζεται ως προς τον
οφειλόμενο στις αναιρεσίβλητες τόκο
υπερημερίας η διάταξη του άρθρου 4 του
π.δ. 166/2003 αυτοτελώς και όχι κατά παραπομπή
από τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 9 του
ανωτέρω Κώδικα.
...........
ΠΗΓΗ: ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ''ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ''