Αρχειοθήκη ιστολογίου

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

136/2016 ΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΣΗ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΕΠΙΣΧΕΣΗ

136/2016 ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΕΛΕΓΧΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Η ανωτέρω Γνωμοδότηση αφορά στην ασφαλιστική τακτοποίηση των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ στις περιπτώσεις νόμιμης επίσχεσης εργασίας και στον εύλογο χρόνο αυτής, ο οποίος ορίζεται σε 5 μήνες.

Διατάξεις : ΑΝ 1846/1951Α2Π1α, ΑΝ 1846/1951Α2Π2, ΑΝ 1846/1951Α8Π2, ΑΝ 1846/1951Α28Π3β, ΑΚΑ325, ΑΚΑ329, ΑΚΑ353, ΑΚΑ648, ΑΚΑ656, ΑΚΑ657, ΑΚΑ658, ΑΚΑ200, ΑΚΑ281, ΑΚΑ288, Ν 2717/1999Α5Π2
Πρόεδρος/Προεδρεύων:ΧΑΛΚΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Εισηγητής/Γνωμοδοτών: ΜΠΡΙΣΚΟΛΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
Κατά την διάρκεια της επίσχεσης εργασίας, παραμένει ενεργή και η ασφαλιστική σχέση του εργαζόμενου με το Ι.Κ.Α., ανεξαρτήτως του εάν η ασφαλιστέα εργασία ήταν υπακτέα στην κοινή ασφάλιση του Ι.Κ.Α. ή στον ΚΒΑΕ αυτού. Επί νόμιμης επίσχεσης η ασφάλιση στο Ι.Κ.Α. συνεχίζεται, προσδιοριζόμενη εκάστοτε με βάση τα στοιχεία που διαθέτουν τα ασφαλιστικά όργανα (τα οποία εκφέρουν διακεκριμένη και αυτοτελή, μη εξαρτώμενη δηλαδή από την τυχόν προσφυγή των ενδιαφερομένων μερών - εργοδότη και μισθωτού - στα πολιτικά δικαστήρια για την διευθέτηση των μεταξύ τους εργασιακών διαφορών, κρίση) και πάντοτε σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών (άρθρα 200, 288 Α.Κ.), όχι όμως πέραν του ευλόγου χρόνου διάρκειας αυτής, κατά τον οποίο οφείλονται αποδοχές, ο οποίος (εύλογος χρόνος) δεν μπορεί να υπερβεί τους πέντε μήνες, αφού μετά από αυτόν, η αποχή του μισθωτού από την εργασία του, συνιστά, κατά κρίση αντικειμενική, σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης, εκτός εάν προσκομισθεί αντίθετη δικαστική απόφαση από την οποία να προκύπτει η μη λύση της εργασιακής σχέσης και η συνέχιση της επίσχεσης και πέραν του πενταμήνου αυτού και υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι τα ασφαλιστικά όργανα του Ι.Κ.Α. θα υιοθετήσουν τις παραδοχές της. Για το πεντάμηνο αυτό, τα εν λόγω όργανα του Ι.Κ.Α., οφείλουν να βεβαιώνουν χωρίς προσκόμματα, τον χρόνο ασφάλισης του μισθωτού, με βάση το ασφαλιστικό καθεστώς που αντιστοιχεί στην ειδικότητά του, καθώς επίσης και να εκδίδουν Πράξεις Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ) κατά του αρνούμενου να καταβάλει οικειοθελώς τις οφειλόμενες εισφορές του, εν λόγω χρονικού διαστήματος, εργοδότη. Η προσκόμιση, ενώπιον των ασφαλιστικών αυτών οργάνων, απόφασης πολιτικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε μεταξύ εργοδότη και μισθωτού και αποφαίνεται για τη χρονική διάρκεια της επίσχεσης, δεν τα δεσμεύει, αφού αυτή δεν ισχύει έναντι πάντων, αλλά δύνανται, τα ασφαλιστικά αυτά όργανα, είτε να συμφωνήσουν με τις παραδοχές της απόφασης αυτής και να προβούν σε όλες τις ως άνω ενδεδειγμένες ενέργειές τους (πλήρης ασφαλιστική κάλυψη του μισθωτού και μετά το πεντάμηνο, έκδοση Π.Ε.Ε. σε βάρος του εργοδότη του κ.λπ.), είτε να κρίνουν αντιθέτως, αιτιολογώντας όμως ειδικώς την αντίθετη αυτή κρίση τους.

πηγη: ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ:  http://www.nsk.gr/

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΛΟΓΩ ΠΕΝΙΑΣ ΣΤΟ ΣΤΕ ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ



Αριθμός 169/2016
Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
του Συμβουλίου της Επικρατείας

Έχοντας υπόψη:
1. Την υπ' αριθμ. πρωτ. Π 3579/7.10.2016 αίτηση της ... με την οποία ζητεί τον διορισμό δικηγόρου, λόγω πενίας, για την εκπροσώπησή της (ως αναιρεσίβλητης) κατά τη συζήτηση των υπ' αριθμ. ....αιτήσεων αναιρέσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α' Αθηνών κατά των υπ' αριθμ. ...αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, αντιστοίχως, και τη διενέργεια των απαραίτητων για τα συμφέροντά της διαδικαστικών πράξεων.
2. Τις διατάξεις των άρθρων 194-204 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ, π.δ.305/1985, Α' 182), που εφαρμόζονται αναλόγως, δυνάμει του άρθρου 40 του π.δ. 18/1989 (Α' 8), και κατά την ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαδικασία (ΣτΕ 1160/1989 Ολομ.), στις οποίες ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως του ευεργετήματος πενίας. Εξάλλου, δεν είναι εφαρμοστέες, εν προκειμένω, οι διατάξεις του άρθρου 276 Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν.2717/1999, Α' 97), τις οποίες επικαλείται η αιτούσα, και οι οποίες ρυθμίζουν τις προυποθέσεις και τη διαδικασία χορηγήσεως του ευεργετήματος πενίας ενώπιον τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
3. Τις διατάξεις του άρθρου 194 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες: "Το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται σε οποίον αποδεδειγμένα δεν μπορεί να καταβάλει τα έξοδα της δίκης και τα παράβολα χωρίς να περιορισθούν από αυτό τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειάς του [...]" (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 6 παρ 8 του ν. 4055/2012, Α' 51) και του άρθρου 196 του ιδίου Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες: "1. Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται ύστερα από αίτηση, από [...] τον πρόεδρος του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη [...].2.[...]3. Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται: α) πιστοποιητικό, ατελώς, του δημάρχου όπου είναι η κατοικία ή η μόνιμη διαμονή του αιτούντος, το οποίο βεβαιώνει την επαγγελματική, οικονομική και οικογενειακή κατάστασή του, καθώς και όσα ορίζονται στο άρθρο 194 παράγραφοι 1 έως 3, και β) πιστοποιητικό, ατελώς, του οικονομικού εφόρου της κατοικίας ή της μόνιμης διαμονής του αιτούντος το οποίο βεβαιώνει αν ο αιτών υπέβαλε κατά την τελευταία τριετία δήλωση φόρου εισοδήματος ή οποιουδήποτε άλλου άμεσου φόρου, καθώς και την εξακρίβωσή της, ύστερα από έλεγχο" ( όπως η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 17 παρ. 2. του ω.3994/2011, Α' 165).
4. Το γεγονός ότι η αιτούσα δεν επισυνάπτει στην κρινόμενη αίτηση τα προβλεπόμενα από την προπαρατεθείσα παράγραφο 3 του άρθρου 196 του ΚΠολΔ στοιχεία, η προσκόμιση των οποίων είναι αναγκαία για το παραδεκτό της υπό κρίση αιτήσεως, τα δε προσκομισθέντα από αυτήν, ήτοι: α) τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος των φορολογικών ετών 2014 και 2015, β) η δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2015 και γ) τα σημειώματα περιουσιακής κατάστασης για τα έτη 2015 και 2016, δεν μπορούν να αναπληρώσουν τα ως άνω κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία (πρβλ. ΑΕΔ 25/1995, 2/1997, βλ. πράξεις 97/2016 του Προέδρου του Α' Τμήματος, 213/2014 του Προέδρου του Β΄Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κ.α.).

ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ

Απορρίπτουμε την αίτηση.

Αθήνα, 24 Οκτωβρίου 2016

Η Πρόεδρος


Ε. Σάρπ

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

ΕΠΙΔΟΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ (ΕΚΑΣ)

ΕλΣ.Ολ 476/2016

Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) - Υπολογισμός εισοδημάτων - Εισοδηματικά κριτήρια -.

...
3.         Με την από 29.8.1996 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Π.Ν.Π.), η οποία κυρώθηκε από το άρθρο 1 παρ. 2 του ν.2453/1997, θεσπίσθηκε το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Κ.Α.Σ.) με σκοπό την οικονομική ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων. Κατακολουθίαν δε του σκοπού αυτού, το εν λόγω νομοθέτημα διέλαβε ότι το ως άνω επίδομα το δικαιούνται εκείνοι εκ των συνταξιούχων των οποίων το ετήσιο καθαρό εισόδημα από συντάξεις, κύριες και επικουρικές, καθώς και το συνολικό ετήσιο ατομικό καθαρό εισόδημα δεν υπερβαίνει ορισμένο ύψος, το οποίο καθορίζεται, από 1ης Ιανουαρίου 2000, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (άρθ. 1 παρ. 2 του ν. 2768/1999). Με βάση την εξουσιοδοτική αυτή διάταξη, εκδόθηκε η 30168/0092/27.3.2006 ΚΥΑ (Β' 379), με την οποία αναπροσαρμόσθηκε για το έτος 2006 το ύψος των εν λόγω ποσών και ορίσθηκαν δε ειδικότερα τα εξής: «1. Τα ποσά που αναφέρονται στα εισοδηματικά κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.2768/1999 και λαμβάνονται υπόψη για την καταβολή του Ε.Κ.Α.Σ., αναπροσαρμόζονται για το έτος 2006, κατά περίπτωση, ως εξής: α. Το συνολικό ετήσιο καθαρό εισόδημα από συντάξεις, κύριες και επικουρικές ... στο ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν εξήντα πέντε ΕΥΡΩ και εβδομήντα ένα λεπτών (7.165,71). β. Το συνολικό ετήσιο ατομικό καθαρό εισόδημα στο ποσό των οχτώ χιλιάδων τριακοσίων εξήντα ΕΥΡΩ (8.360,00). ...».

4.         Με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2768/1999 προσδιορίζονται τα ποσά που συνυπολογίζονται για τον καθορισμό του ύψους του ετήσιου καθαρού εισοδήματος από συντάξεις καθώς και του συνολικού ετήσιου ατομικού καθαρού εισοδήματος, διαλαμβάνεται δε ειδικότερα ότι τα πιο πάνω ποσά «αφορούν σε εισοδήματα που δηλώθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του προηγούμενου οικονομικού έτους, εκείνου για το οποίο χορηγείται το Ε.Κ.Α.Σ., χωρίς τυχόν αναδρομικά άλλων ετών». Στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται: «Το ποσό Ε.Κ.Α.Σ. που καταβλήθηκε ... κατά το προηγούμενο έτος δεν λαμβάνεται υπόψη για την εξέταση της συνδρομής των εισοδηματικών κριτηρίων ...».

5.         Εκ του σκοπού των επίμαχων διατάξεων (οικονομική ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων) και εκ του ότι η έννοια του συνολικού ετήσιου καθαρού εισοδήματος είναι έννοια που προσδιορίζεται κανονιστικώς στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, άρθ. 9 παρ. 1), συνάγεται αφενός μεν ότι ως συνολικό ετήσιο καθαρό εισόδημα νοείται το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή και υποβάλλεται σε φόρο εισοδήματος, αφού αφαιρεθούν οι προβλεπόμενες από τις φορολογικές διατάξεις δαπάνες και μειώσεις, ανεξαρτήτως σε ποιό κωδικό της φορολογικής  δηλώσεως τυγχάνει εγγραπτέο, αφετέρου δε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή του ΕΚΑΣ είναι όπως το εισόδημα του συνταξιούχου, ως αυτό κατά τα ανωτέρω προσδιορίζεται, μη υπερβαίνει τα καθοριζόμενα για το έτος αναφοράς εισοδηματικά κριτήρια, χωρίς να συνυπολογίζονται μόνο τα τυχόν αναδρομικά από προηγούμενα έτη που εισέπραξε ο συνταξιούχος καθώς και το ποσό του ίδιου του ΕΚΑΣ.

πηγη: dsanet.gr



Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

ΣτΕ 3844/2015 ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄- ΟΦΕΙΛΕΣ ΟΤΑ


Δημόσια έργα - Οφειλές ΟΤΑ - Τόκος υπερημερίας επί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμών -.

.......
3.     Επειδή, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αίτηση, που ασκήθηκε στις 14.11.2012, είναι παραδεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, διότι: α) ως προς τα νομικά ζητήματα που τίθενται με λόγους αναιρέσεως ήτοι αν εφαρμόζεται το άρθρο 4 του π.δ. 166/2003 επί δημοσίων συμβάσεων και αν η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 9 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 3669/2008, Κώδικα της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων, κείται εντός της εξουσιοδοτήσεως της διάταξης βάσει της οποίας έγινε η κωδικοποίηση, δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και β) η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι ο τόκος που εφαρμόζεται για τις οφειλές των Ο.Τ.Α. υπολογίζεται με το επιτόκιο που προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 είναι αντίθετη προς τις 1127/2010 και 1128/2010 αποφάσεις του Αρείου Πάγου και την παραπεμπτική στην Ολομέλεια 1620/2011 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, (κ.δ. της 26.6/10.7.1944), που προβλέπει επιτόκιο 6 % για τις οφειλές του Δημοσίου και των Ο.Τ.Α., (σύμφωνα με το ν.δ. 31/1968), είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ενώ, τελικά, το ζήτημα αυτό παραπέμφθηκε στο Α.Ε.Δ.. Εν προκειμένω, επί του νομικού ζητήματος, που τίθεται με τους λόγους αναιρέσεως και αφορά το αν εφαρμόζονται ως προς τον οφειλόμενο από Δήμο τόκο, επί καθυστέρησης πληρωμής πιστοποιήσεως δημοτικού έργου, οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 4 του π.δ. 166/2003, δεν υπήρχε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά το χρόνο της συζήτησης της υπό κρίση αίτησης στο ακροατήριο και συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσία, (πρβλ. ΣτΕ. 567/2014). Όμως, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς τις ανωτέρω αποφάσεις του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, διότι δεν υφίσταται η αντίθεση την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων, αφού με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, (κ.δ. της 26.6/10.7.1944), που προβλέπει επιτόκιο 6 % για τις οφειλές του Δημοσίου, εφαρμόζεται δε και επί των οφειλών των Ο.Τ.Α., (άρθρο 276 παρ. 3 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006, Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων), είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. ʼλλωστε, ναι μεν οι αναιρεσίβλητες ισχυρίζονται, με το από 30.1.2015 υπόμνημα τους ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το ποσό του αντικειμένου της παρούσας διαφοράς, που αφορά τόκους υπερημερίας είναι κατώτερο των 200.000 ευρώ, όμως, το ποσό αυτό δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί δεδομένου ότι η έναρξη της τοκοφορίας της απαίτησης των αναιρεσίβλητων όσον αφορά τον 20ο λογαριασμό του έργου ήταν προσδιορισμένη κατά το χρόνο της άσκησης της υπό κρίση αίτησης, (επίδοση της αγωγής), όμως δεν προκύπτει από την αίτηση αυτή ή από άλλο προσκομισθέν ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφο από τον αναιρεσείοντα ή τις αναιρεσίβλητες ότι ήταν προσδιορισμένη, κατά το χρόνο αυτό και η λήξη της, (πληρωμή της απαίτησης), ενώ, εξάλλου, ενόψει του ύψους της κύριας απαίτησης δεν καθίσταται πρόδηλο ότι το ποσό του αντικειμένου της διαφοράς, που αφορά τους τόκους επ' αυτής, είναι, εν πάση περιπτώσει, κατώτερο των 200.000 ευρώ. Και ναι μεν οι αναιρεσίβλητες προς επίρρωση του ανωτέρω ισχυρισμού τους προσκόμισαν, μαζί με το από 30.1.2015 υπόμνημα αυτών, αντίγραφο της με αριθμ. πρωτοκ. 303/29.10.2014 αίτησης τους προς τον αναιρεσείοντα Δήμο, με την οποία ζήτησαν να τους καταβληθεί από αυτόν το οφειλόμενο σ' αυτές, κατά τους ισχυρισμούς τους, βάσει της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ποσό τόκων ύψους 163.274,23 ευρώ, το οποίο, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω αίτηση, προκύπτει από συνημμένο πίνακα, καθώς και αντίγραφο της υπ' αριθμ. 2870/συν. 31 η/19.11.2014 πράξης της οικονομικής επιτροπής του Δήμου Αθηναίων, με την οποία εγκρίνεται η καταβολή των επιδικασθέντων βάσει της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τόκων, χωρίς να γίνεται μνεία του ποσού αυτών, όμως, από τα στοιχεία αυτά, δεν προκύπτει ο χρόνος εξόφλησης του 20ου λογαριασμού. Εξάλλου, ναι μεν σε πίνακα που προσκόμισαν οι αναιρεσίβλητες μαζί με το ανωτέρω υπόμνημα τους, αναφέρεται ότι ο 20ος λογαριασμός του επίδικου έργου εξοφλήθηκε τμηματικά από 20.2.2012 έως 5.9.2012, όμως, από τον πίνακα αυτό, στον οποίο δεν αναφέρεται ο συντάκτης του ούτε η ημερομηνία σύνταξης αυτού, δεν προκύπτει ούτε η εξόφληση του 20ου λογαριασμού ούτε ο χρόνος αυτής ούτε τα πράγματι οφειλόμενα στις αναιρεσίβλητες ποσά τόκων. Ως εκ τούτου, ο ανωτέρω ισχυρισμός των αναιρεσίβλητων, κατά τον οποίο η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη διότι το ποσό του αντικειμένου της διαφοράς είναι κατώτερο των 200.000 ευρώ πρέπει να απορριφθεί. Συνεπώς, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η υπό κρίση αίτηση ασκείται παραδεκτώς.

4.      Επειδή, στην παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, (Α' 23 που αναριθμήθηκε, από παρ. 8 σε παρ. 10, με το άρθρο 1 του ν. 2940/2001 - Α' 180), όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. αυτής, που είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 18 του ν. 1947/1991, (Α' 70), αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2229/1994, (Α' 138), (εφαρμόζεται δε και επί των έργων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 5 του π.δ. 171/1987 - Α' 84), ορίζεται ότι: «Οι λογαριασμοί των κατά τη σύμβαση οφειλόμενων ποσών συντάσσονται κατά μηνιαία χρονικά διαστήματα, εκτός αν η σύμβαση ορίζει άλλες προθεσμίες. Οι λογαριασμοί συντάσσονται από τον ανάδοχο και υποβάλλονται στη διευθύνουσα υπηρεσία, η οποία τους ελέγχει και τους διορθώνει όταν απαιτείται, μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους. Οι εγκρινόμενοι από τη διευθύνουσα υπηρεσία λογαριασμοί αποτελούν την πιστοποίηση για την πληρωμή των εργασιών που έχουν εκτελεσθεί. Αν η πληρωμή τους καθυστερήσει πέρα από ένα (1) μήνα από τη λήξη της προηγούμενης προθεσμίας, χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου ή του μελετητή, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από το χρόνο υποβολής της, τόκος υπερημερίας ίσος με το ογδόντα πέντε τοις εκατό (85 %) του τόκου των εξαμηνιαίων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου και ο ανάδοχος μπορεί να διακόψει τις εργασίες αφού κοινοποιήσει στη διευθύνουσα υπηρεσία ειδική έγγραφη δήλωση. ...». Περαιτέρω, στο άρθρο 53 παρ. 9 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 3669/2008, (Α' 116), Κώδικα της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων, που άρχισε να ισχύει από τις 18.6.2008, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο του ως άνω νόμου, και εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 αυτού και στα έργα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ορίζεται ότι: «Αν η πληρωμή ενός λογαριασμού καθυστερήσει χωρίς υπαιτιότητα του αναδόχου, πέραν του διμήνου από την υποβολή του, οφείλεται, αν υποβληθεί έγγραφη όχληση και από την ημερομηνία υποβολής της, τόκος υπερημερίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 166/2003 (ΦΕΚ 38 Α') και ο ανάδοχος μπορεί να διακόψει τις εργασίες, αφού κοινοποιήσει στη Διευθύνουσα υπηρεσία ειδική έγγραφη δήλωση».

5.      Επειδή, σύμφωνα με τα ήδη κριθέντα με την υπ' αριθμ. 25/2012 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η θέσπιση, με την διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, (κ.δ. της 26.6/10.7.1944 - Α' 139), επιτοκίου 6% για τις οφειλές του Δημοσίου και η, ως εκ τούτου, διαφοροποίηση αυτού σε σχέση με το υψηλότερο επιτόκιο που εφαρμόζεται στις οφειλές των ιδιωτών δεν παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας ούτε το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί, (βλ. ΣτΕ 4751/2014 επταμ.), τα αυτά ισχύουν, για την ταυτότητα του λόγου, και σε σχέση με το ποσοστό του οφειλομένου από το Δημόσιο στον ανάδοχο δημοσίου έργου επιτοκίου σε περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής λογαριασμού άνευ υπαιτιότητας του τελευταίου, το οποίο είχε καθορισθεί δυνάμει του άρθρου 18 του ν. 1947/1991 και 2 παρ. 6 του ν. 2229/1994 σε 85% του επιτοκίου των εξαμηνιαίων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου.

6.      Επειδή, με το π.δ. 166/2003, (Α' 138), το οποίο, στο άρθρο 9 αυτού, ορίζει ως ημερομηνία έναρξης της ισχύος του την 5.6.2000, προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000, «για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές», (EE L 200 της 8.8.2000). Με το ως άνω π. διάταγμα ορίζονται τα εξής: «Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή», (άρθρο 2). «Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: 1. Εμπορική συναλλαγή1 είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής, α. 'Δημόσια αρχή' είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (Π.Δ. 370/1995, ΦΕΚ Α* 199), υπηρεσιών (Π.Δ. 346/1998, ΦΕΚ A' 230) εξαιρούμενων τομέων (Π.Δ. 57/2000, ΦΕΚ Α' 45) και Δημοσίων έργων (Π.Δ. 334/2000, ΦΕΚ Α' 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν. Β. ... 2. 'Καθυστέρηση πληρωμής' είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. 3. ...», (άρθρο 3). «1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας, γ. Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου, δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών της παραγράφου 1α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε καθεμία από τις παραπάνω περιπτώσεις ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση. 4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου [«επιτόκιο αναφοράς»] προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες [«περιθώριο»], εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες. 5. ...», (άρθρο 4). «Στις περιπτώσεις που οι κοινές διατάξεις είναι, σε σύγκριση με τις διατάξεις του διατάγματος αυτού, ευνοϊκότερες για το δανειστή, εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις», (άρθρο 8). Περαιτέρω, με την υποπαράγραφο Ζ 14 του ν. 4152/2013, καταργήθηκε το π.δ. 166/2003, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, (16.3.2013), ορίσθηκε δε ότι οι διατάξεις του εν λόγω π. διατάγματος παραμένουν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του.
7. Επειδή, όπως έχει κριθεί, (βλ. ΣτΕ 3526/5.10.2015 επταμ., πρβλ. Α.Π. Ολομ. 10/2013), στην έννοια της εμπορικής συναλλαγής του άρθρου 3 του π.δ. 166/2003, με το οποίο προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις της οδηγίας 2000/35/ΕΚ, εμπίπτει και η σχεδίαση και εκτέλεση δημοσίων έργων. Συνεπώς, οι διατάξεις του π.δ. 166/2003 εφαρμόζονται και στις συμβάσεις σχεδίασης και εκτέλεσης δημοσίων έργων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι διοικητικές συμβάσεις εκτέλεσης έργων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως η επίδικη από 1.12.2006 σύμβαση. Περαιτέρω, οι διατάξεις του π.δ. 166/2003, οι οποίες αποτελούν μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των διατάξεων της οδηγίας 2000/35/ΕΚ, που στοχεύει στην καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στην εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προς διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της, της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων και των συνθηκών ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού, κατισχύουν, σύμφωνα με τα άρθρα 249 παρ. 1 και 3, (πρώην άρθρο 189), της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, (ήδη άρθρο 288 της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και 28 του Συντάγματος, κάθε αντίθετης διάταξης της εσωτερικής νομοθεσίας. Και ναι μεν ως προς τον οφειλόμενο από τους Ο.Τ.Α. τόκο, επί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμών έργων Ο.Τ.Α., εφαρμοστέες, κατ' αρχήν, είναι οι διατάξεις της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, ως ειδικότερες των διατάξεων του άρθρου 276 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006, (Α' 114/8.6.2006), που προβλέπουν ότι «ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής των Ο.Τ.Α ανέρχεται στο ποσοστό που ορίζεται για τις αντίστοιχες οφειλές του Δημοσίου», όμως, οι διατάξεις του π.δ. 166/2003 κατισχύουν, κατά τα προεκτεθέντα, από την έναρξη της ισχύος τους, των διατάξεων της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, που αφορούν την καταβολή από το Δημόσιο και τους Ο.Τ.Α. τόκου, επί καθυστέρησης πληρωμής λογαριασμού του έργου, ήτοι της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984, (όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2229/1994 και αναριθμήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2940/2001) και του άρθρου 53 παρ. 9 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 3669/2008, κώδικα της νομοθεσίας περί κατασκευής δημοσίων έργων, τόσο όσον αφορά την πρόβλεψη για προηγούμενη έγγραφη όχληση, επί καθυστέρησης πληρωμής εγκριθέντος λογαριασμού, (πιστοποίησης), η οποία (έγγραφη όχληση) δεν απαιτείται πλέον, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του π.δ. 166/2003, για την έναρξη της τοκοφορίας του λογαριασμού, όσο και ως προς το εφαρμοστέο επιτόκιο, με την επιφύλαξη της ρύθμισης του άρθρου 8 του ανωτέρω π. διατάγματος κατά την οποία στις περιπτώσεις που οι κοινές διατάξεις, ήτοι, εν προκειμένω, οι ανωτέρω διατάξεις της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, είναι, σε σύγκριση με τις διατάξεις του διατάγματος αυτού, ευνοϊκότερες για το δανειστή, εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις. Εξάλλου, η διάταξη της περ. δ' της παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ. 166/2003 που προβλέπει ότι η υποχρέωση καταβολής τόκων στις δημόσιες συμβάσεις αρχίζει μετά από εξήντα σε κάθε περίπτωση, ήτοι και στην περίπτωση του άρθρου 4 παρ. 2 περ. β' του ως άνω π. διατάγματος, (κατά την οποία η τοκοφορία αρχίζει από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής και ελέγχου), δεν υπερισχύει των ανωτέρω διατάξεων της παρ. 10 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984 και του άρθρου 53 παρ. 9 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 3669/2008, κώδικα της νομοθεσίας περί κατασκευής δημοσίων έργων, διότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις είναι ευνοϊκότερες για το δανειστή, αφού, σύμφωνα με αυτές, η υποχρέωση καταβολής τόκων, για καθυστέρηση πληρωμής λογαριασμού, αρχίζει ένα μήνα από τη λήξη της μηνιαίας προθεσμίας ελέγχου και διόρθωσης του λογαριασμού από τη διευθύνουσα υπηρεσία, σύμφωνα δε με το άρθρο 8 του ανωτέρω π.δ. 166/2003, στις περιπτώσεις που οι κοινές διατάξεις είναι, σε σύγκριση με τις διατάξεις του εν λόγω π. διατάγματος, ευνοϊκότερες για το δανειστή, εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις, (βλ. ΣτΕ 3526/5.10.2015 επταμ.).
.........
9.         Επειδή, η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία ο οφειλόμενος στις αναιρεσίβλητες τόκος για την καθυστέρηση εξόφλησης των ανωτέρω πιστοποιήσεων του επίδικου έργου πρέπει να υπολογισθεί με βάση το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003, είναι νόμιμη, κατά τα εκτιθέμενα στις σκέψεις 5 και 7 και πρέπει να απορριφθεί ο, προβαλλόμενος καθ' ερμηνεία του δικογράφου της υπό κρίση αίτησης, λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο ως προς τον ανωτέρω τόκο υπερημερίας είναι εφαρμοστέο το προβλεπόμενο από το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, (κ.δ. της 26.6/10.7.1944 - Α' 139), επιτόκιο 6 %, που εφαρμόζεται και για τις οφειλές των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με το ν.δ. 31/1968 και ήδη το άρθρο 276 παρ. 3 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006, Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων. Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι εσφαλμένη, διότι, εν προκειμένω, δεν είναι εφαρμοστέα, ως κείμενη εκτός εξουσιοδοτήσεως της διατάξεως βάσει της οποίας έγινε η κωδικοποίηση, η διάταξη του άρθρου 53 παρ. 9 του, κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 3669/2008, Κώδικα της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, διότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι εφαρμόζεται ως προς τον οφειλόμενο στις αναιρεσίβλητες τόκο υπερημερίας η διάταξη του άρθρου 4 του π.δ. 166/2003 αυτοτελώς και όχι κατά παραπομπή από τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 9 του ανωτέρω Κώδικα.
...........


ΠΗΓΗ: ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ''ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ''

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 15 / 2015(Ολομέλεια Πολιτικές )

ΚΡΙΣΗ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΕΓΚΡΙΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΡΓΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΕΡΕΛΕΥΣΗΣ ΤΡΙΜΗΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΠΕ
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ)
..................
ΙΙ. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 8 ν. 1418/1984, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρ. 15§2 του ν. 3212/2003 και οι τροποποιούμενες διατάξεις της εφαρμόζονται κατά το άρθρ. 237 του νόμου αυτού και στις συμβάσεις έργων, για τα οποία δεν έχει εκδοθεί βεβαίωση περαίωσης εργασιών, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: "Το έργο εκτελείται, σύμφωνα με τη σύμβαση και τα τεύχη και σχέδια που τη συνοδεύουν. Αν προκύψει ανάγκη εκτέλεσης συμπληρωματικών εργασιών, που δεν περιλαμβάνονται στο αρχικά ανατεθέν έργο, ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν, κατά την εκτέλεση του έργου, αναγκαίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων. με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση δ' της παρ. 3 του άρθρ. 8 του π.δ/τος 334/2000, συνάπτεται σύμβαση με τον ανάδοχο του έργου. Για τον καθορισμό των νέων τιμών μονάδας των συμπληρωματικών εργασιών εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρ. 43 του π.δ/τος 609/1985, όπως κάθε φορά ισχύουν. Η εκτέλεση των συμπληρωματικών εργασιών είναι υποχρεωτική για τον ανάδοχο του έργου και προκειμένου να υπογραφεί η σύμβαση ανάθεσης των συμπληρωματικών εργασιών απαιτείται γνώμη του οικείου Τεχνικού συμβουλίου ...". Το άρθρο 43 του π.δ/τος 609/1985, όπως μετά και τις τροποποιήσεις με το άρθρ. Ι9§2 ν. 2947/2001 ισχύει, ορίζει. Στην παράγραφο 1: "Ο φορέας κατασκευής του έργου έχει το δικαίωμα, κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, να αναθέτει την εκτέλεση συμπληρωματικών, μόνο, εργασιών σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 8 ν. 1418/1984 ... Για την εκτέλεση των ανωτέρω συμπληρωματικών εργασιών απαιτείται η σύναψη σύμβασης". Στην παράγραφο 2: "Κάθε σύμβαση επόμενης της αρχικής συνοδεύεται από Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών, που ιδίως περιλαμβάνει τις ενδείξεις των εργασιών, τις τιμές μονάδος των εργασιών, τα μεγέθη των ποσοτήτων, τις δαπάνες του προϋπολογισμού του αρχικά ανατεθέντος έργου, του προϋπολογισμού της αμέσως προηγούμενης σύμβασης και του προϋπολογισμού τής προς κατάρτιση καινούργιας σύμβασης ...". Στην παράγραφο 3: "Αν στο συγκριτικό, (ήδη ανακεφαλαιωτικό), πίνακα περιλαμβάνονται και εργασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν τιμές μονάδας, ο συγκριτικός πίνακας συνοδεύεται από πρωτόκολλο που κανονίζει τις τιμές για τις εργασίες αυτές ...". Και στην παράγραφο 5: "0ι συγκριτικοί, (ανακεφαλαιωτικοί), πίνακες και τα πρωτόκολλα κανονισμού τιμών μονάδας νέων εργασιών που τους συνοδεύουν συντάσσονται από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και υπογράφονται από τον ανάδοχο ανεπιφύλακτα ή με επιφύλαξη. Αν ο ανάδοχος αρνηθεί την υπογραφή, του κοινοποιείται ο συγκριτικός πίνακας και τα πρωτόκολλα σύμφωνα με το άρθρ. 291. Στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση που ο ανάδοχος υπέγραψε τα σχετικά έγγραφα με επιφύλαξη, δικαιούται να υποβάλει ένσταση. Ο συγκριτικός Πίνακας και τα πρωτόκολλα νέων Τιμών εγκρίνονται από την Προϊσταμένη Αρχή, στην οποία διαβιβάζονται μαζί με την τυχόν ένσταση του αναδόχου, (και με) αιτιολογική έκθεση για την ανάγκη των τροποποιήσεων, τον τρόπο κανονισμού των τιμών και με κάθε σχετική πληροφορία. Αν έχει υποβληθεί ένσταση, διατυπώνεται και η γνώμη της Διευθύνουσας Υπηρεσίας στο περιεχόμενο της ένστασης αυτής. Μετά την έγκριση του συγκριτικού πίνακα ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τις σχετικές εργασίες, χωρίς αυτό να θίγει τα δικαιώματά του για επίλυση της τυχόν διαφοράς". Με τις διατάξεις αυτές δεν ορίζεται προθεσμία για την έγκριση του Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών (ΑΠΕ) και των Πρωτοκόλλων Καθορισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών (ΠΚΤΜΝΕ), από την Προϊσταμένη Αρχή που επιβλέπει την κατασκευή του έργου, όμως, η έγκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελικά απρόθεσμη, αφού αποτελεί προϋπόθεση για την πιστοποίηση στη συνέχεια των εργασιών που πράγματι εκτέλεσε ο εργολάβος και τη σύνταξη απ' αυτόν του λογαριασμού για την πληρωμή της αμοιβής του η καθυστέρηση της οποίας δημιουργεί, υπέρ αυτού, αξίωση καταβολής τόκων υπερημερίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθ. 5 παρ. 9 και 10 ν. 1418/1984 (όπως οι παράγραφοι αυτές αναριθμήθηκαν με το άρθρ. 1 ν. 2940/2001) και 40 π.δ/τος 609/1985. Έτσι, η έγκριση του ΑΠΕ και των Πρωτοκόλλων Καθορισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών (ΠΚΤΜΝΕ), πρέπει, ενόψει της ανάγκης ταχείας περατώσεως των δημόσιων έργων και της άνευ καθυστερήσεως πληρωμής του αναδόχου να διενεργείται εντός ευλόγου χρόνου, τέτοιος δε κρίνεται, ότι αποτελεί το τρίμηνο από την υποβολή τους προς έγκριση στην Προϊσταμένη Αρχή. Παρέπεται ότι με την άπρακτη πάροδο του τριμήνου αυτού ο ΑΠΕ και τα Πρωτόκολλα Καθορισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών (ΠΚΤΜΝΕ) θεωρούνται αυτοδικαίως, έκτοτε εγκεκριμένα, με συνέπεια τυχόν μεταγενέστερη έγκρισή τους να είναι τυπική και να επιβεβαιώνει, απλώς, την προηγούμενη αυτοδίκαιη έγκρισή τους, γι' αυτό και δεν μπορεί πλέον η Προϊσταμένη Αρχή να τροποποιήσει τα στοιχεία τους (ΣτΕ 1674/1997, 4452/2001, 619/2003, 377/2006). Ανάκληση της άνω πράξεως δεν νοείται, δεδομένου ότι .επί ιδιωτικών συμβάσεων, όλες. οι σχετικές μ' αυτήν αποφάσεις του εργοδότη ή του φορέα του έργου δεν έχουν διοικητικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούν απλές μονομερείς δηλώσεις παραστάσεως ή βουλήσεως, που δεν έχουν έννομες συνέπειες ανατρέψιμες με ακυρωτική προσφυγή και πάσχουν, ενδεχομένως, ακυρότητα ή ακυρωσία κατά τις διατάξεις του ΑΚ, εάν παράγουν αποτελέσματα ως μονομερείς δικαιοπραξίες. Εξάλλου, ναι μεν στον ΑΠΕ που συντάσσεται για τις νέες εργασίες δεν υπάρχει λόγος να περιληφθούν και εργασίες της αρχικής σύμβασης, όμως. αν παρόλα αυτά περιληφθούν, ο ΑΠΕ δεν είναι για μόνο το λόγο αυτό άκυρος και μπορεί να εγκριθεί ρητά ή σιωπηρά με την άπρακτη πάροδο της ως άνω τρίμηνης προθεσμίας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που περιληφθούν στον ΑΠΕ νέες μεν εργασίες, οι οποίες, όμως, έχουν ήδη εκτελεσθεί, δηλαδή ολοκληρώθηκαν πριν εγκριθεί ακολούθως ρητά ή σιωπηρά ο ΑΠΕ. Και ναι μεν η διάταξη του αρθ. 43 του π.δ/τος 609/85 καθιερώνει ως προϋπόθεση για την εκτέλεση των περιλαμβανομένων στον ΑΠΕ εργασιών την προηγούμενη έγκριση του, πλην, όμως, ενόψει του πνεύματος της περί δημοσίων έργων νομοθεσίας που επιβάλλει να αποφεύγονται οι άσκοπες παρατάσεις προθεσμιών των εν λόγω έργων και την αδικαιολόγητη αναθεώρηση των τιμών που προσαυξάνουν ανεπίτρεπτα το κόστος της κατασκευής τους καθώς και των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που πρέπει να διέπουν τη συμβατική σχέση μεταξύ του αναδόχου και του κυρίου του έργου, νόμιμα εκτελούνται οι ανωτέρω εργασίες και πριν την έγκρισή τους. εφόσον δεν αντιτίθεται σ' αυτό ο ανάδοχος και ο πίνακας εγκρίνεται τελικά απλώς προς τακτοποίηση των ποσοτήτων των εργασιών του έργου προκειμένου ο ανάδοχος να αναλάβει την αμοιβή του. καθόσον δεν είναι δυνατόν να διακόπτονται κάθε φορά οι εργασίες εκτέλεσης του έργου εωσότου συνταχθεί και εγκριθεί ο ΑΠΕ. Βέβαια, θα μπορούσε ο ανάδοχος του έργου να αναμένει την έγκριση του ΑΠΕ και μετά να συνεχίσει την εκτέλεση των σ' αυτόν (ΑΠΕ) αναφερομένων εργασιών, πλην όμως αυτό, θα είχε ως συνέπεια, κάθε φορά, να διακόπτονται οι εργασίες εκτέλεσης του έργου, ωσότου συνταχθεί και εγκριθεί ο ΑΠΕ, κάτι που είναι αντίθετο στην ανάγκη ταχείας περατώσεως των δημόσιων έργων και της άνευ καθυστερήσεως πληρωμής του αναδόχου.
.............

Πηγή: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ, www.areiospagos.gr

ΣΤΕ 4446/2015 Ολ.

ΣΤΕ 4446/2015 Ολομέλεια: Ακυρώνεται η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της χώρας. Ως χρόνος έναρξης ισχύος της απόφασης που υποχρεούται να εκδώσει η Διοίκηση ορίζεται η 21/5/2015.
(πηγη: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ www.ste.gr)

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

ΣΤΕ Ολ 2287/2015 ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το γραφείο ΕΛΕΝΗΣ ΚΥΡΑΡΙΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ στο e-mail nomikimatia@gmail.com και στο τηλέφωνο (210)3836688



(ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ)
Πιλοτική δίκη μετά από ασκηθείσα αγωγή συνταξιούχου ΙΚΑ ΕΤΑΜ /ΕΤΑΑ  περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων  i) του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, ii) του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, iii) του άρθρου 2 παρ. 3 του  ν. 4024/2011, iv) του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και v) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012
Ως προς τις περικοπές   i) του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, ii) του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, iii) του άρθρου 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/201121 κρίθηκε ότι λόγω της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτίμησε  ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Έναντι της υποστηρίξεως αυτής έλαβε σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο 3 παρ. 10-14 του ν. 3845/2010), και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ  εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως, δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, οι πιο πάνω περικοπές, εν όψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επεβλήθησαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το περιγραφόμενο εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων. Εν όψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θεσπίσεώς τους, δεν απαιτείτο, κατά τα προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη. Τέλος, δεν υφίσταται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επεβλήθησαν, όπως αναφέρθηκε, εν όψει εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα.
 Ως προς τα θεσπιζόμενα μέτρα  του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και v) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012  κρίθηκε ότι :
 Ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλ’ όφειλε, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Ακόμη δε και αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ.,  επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων).
 Τέλος, εφ’ όσον, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες  περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων). Μελέτη η οποία δεν έγινε.
Από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (εν όψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το Κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους.
Οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το Κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών.
 Κατόπιν όλων των ανωτέρω οι διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες∙.
 Η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων γιατί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφήν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού συμβάλλουν χορηγόντας συμπληρωματικές παροχές στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως.
Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Ως προς την αναδρομικότητα της απόφασης και για τους μη ασκήσαντες αγωγή /προσφυγή η απόφαση ορίζει:
Κατά το άρθρο 50 πδ 18/1989 …«Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Με την παρ.3β του ιδίου άρθρου (προστέθηκε με άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147),  προβλέφθηκε απόκλιση εξαιρετικά από τα ανωτέρω και το Δικαστήριο μπορεί σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της πράξης  ιδίως υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης...».
Στην προκειμένη περίπτωση, η, κατά τα ανωτέρω, διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 θα συνεπήγετο υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η παρούσα πρότυπη δίκη. Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά τη στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
κατά την προσωπικη μου γνώμη έπεται από τα παραπάνω: Α) Ότι πέραν των προσβαλλόμενων με την απόφαση διατάξεων και βάσει της αιτιολογίας της ανωτέρω απόφασης, ως αντισυνταγματικές δυνατό να κριθούν και οι λοιπές περιπτώσεις περικοπών στις κύριες συνάξεις των λοιπών φορέων κοινωνικής ασφάλισης εκτός του ΙΚΑ όπως αυτές προβλέπονται στα  άρθ. 6 ν. 4051/2012 & άρθρου πρώτο §ΙΑ ν.4093/2012.
Β) Ότι οι εντασσόμενοι στις περιπτώσεις οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές  οι οποίοι έχουν ήδη ασκήσει ενδικα μέσα και βοηθήματα μπορούν να διεκδικήσουν την αναδρομική επιστροφή των περικοπών στις συντάξεις τους και τη μη περικοπή τους στο εξής.
γ) ότι οι εντασσόμενοι στις περιπτωσεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές και δεν έχουν κινηθεί δικαστικά, δικαιούνται τη μη περικοπή των συντάξεων τους στο εξής. Δύνανται όμως να ασκήσουν και αγωγή διεκδίκησης των ήδη παρακρατηθέντων από τις συντάξεις τους ενόψει της απόκλισης της ανωτέρω απόφασης από τον κανόνα της αναδρομικής erga omnes ακυρώσεως των σχετικών διατάξεων.