Αρχειοθήκη ιστολογίου

Σάββατο 18 Μαΐου 2019

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Φ80020/οικ.22103/Δ15.404/7.9.2016 ΑΚΥΡΩΤΕΑ ΚΑΙ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΗ


ΑΠΟΦΑΣΗ 935/2018 ΣΤΕ Α ΤΜΗΜΑ
....2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση του Φ80020/οικ.22103/Δ15.404/7.9.2016 εγγράφου του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του ν. 4387/2016, που αφορούν το ΕΤΑΤ και τους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ)”, κατά το μέρος που το έγγραφο αυτό αναφέρεται στους ασφαλισμένους του πρώην ΕΤΑΤ που υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 4387/2016 προκειμένου να δικαιωθούν την προσυνταξιοδοτική παροχή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 53 του νόμου αυτού, καθώς και κατά το μέρος που αναφέρεται στον τρόπο υπολογισμού της προσυνταξιοδοτικής παροχής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 73 Α του ίδιου νόμου. ...
2α. Σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 53, η προσυνταξιοδοτική παροχή στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους του ΕΤΑΤ, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους, χορηγείται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των οικείων φορέων ασφάλισης (ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤΠ και ΛΑΚ) του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων (Εμπορική και Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank και Τράπεζα Αττικής), οι ασφαλισμένοι των οποίων υπήχθησαν με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις στο ΕΤΑΤ, εφόσον έχουν θεμελιώσει έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, δηλαδή έως και τις 12.5.2016, το σχετικό δικαίωμα. Διευκρινίζεται ότι θεμελιωμένο δικαίωμα υφίσταται όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώνει τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης (συντάξιμα έτη) και το όριο ηλικίας (όπου αυτό προβλέπεται), που απαιτούνται για την συνταξιοδότησή του με άμεση καταβολή της προσυνταξιοδοτικής παροχής. Το θεμελιωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε και ο ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει εργαζόμενος. Κατά συνέπεια, όσοι μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένοι του ΕΤΑΤ έχουν συμπληρώσει μέχρι και τις 12.5.2016 τις απαιτούμενες από το ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤΠ και ΛΑΚ προϋποθέσεις ηλικίας (όπου απαιτείται) και χρόνου ασφάλισης για άμεση καταβολή της προσυνταξιοδοτικής παροχής μέχρι τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων χορήγησης κύριας σύνταξης, όπως εκάστοτε ισχύουν, μπορούν να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή με τις προϋποθέσεις αυτές οποτεδήποτε. Περαιτέρω διευκρινίζεται ότι δικαιούνται να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή σύμφωνα με τα ανωτέρω και τα πρόσωπα για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση αναστολής (έχουν δηλαδή αποχωρήσει από την ασφάλιση στο Ταμείο έχοντας συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης αλλά όχι και το όριο ηλικίας) εφόσον η αποχώρηση έχει λάβει χώρα έως και την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ήτοι έως την 12-5-2016. Ομοίως δικαιούνται να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή και τα πρόσωπα που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και υποβάλλουν αίτηση για λήψη της παροχής με αναστολή. β. Οι μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένοι του ΕΤΑΤ που δεν θεμελιώνουν μέχρι 12.5.2016 δικαίωμα άμεσης καταβολής της προσυνταξιοδοτικής παροχής και έχουν καταβάλει εισφορές επικουρικής ασφάλισης ανώτερες από τις προβλεπόμενες για το ΕΤΕΑ, θα λάβουν επικουρική σύνταξη από το ΕΤΕΑ, η οποία θα προσαυξηθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 του ν. 4387/2016 για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. ΙΙ. Αναπροσαρμογή προσυνταξιοδοτικών και άλλων παροχών ΕΤΑΤ και προσυνταξιοδοτικών παροχών ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ). 1α. Με τις διατάξεις του άρθρου 73Α επανακαθορίζεται από 13.5.2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4387/2016, ο τρόπος υπολογισμού των καταβαλλόμενων από το ΕΤΑΤ παροχών (σύνταξη προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤ και ΛΑΚ, διαφορά ποσών επικουρικής σύνταξης και δευτερεύουσα σύνταξη ΛΑΚ). Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73Α, από την έναρξη ισχύος του νόμου (13.5.2016) η προσυνταξιοδοτική παροχή των ασφαλισμένων στο ΕΤΑΤ υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης στους ιδιωτικής προέλευσης φορείς επικουρικής ασφάλισης (ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤ και ΛΑΚ) του προσωπικού των αντίστοιχων πιστωτικών ιδρυμάτων οι ασφαλισμένοι των οποίων υπήχθησαν στο ΕΤΑΤ, αντιστοιχεί μεσοσταθμικά σε ποσοστό 1,75%, υπολογιζόμενου επί των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικείες καταστατικές τους διατάξεις...”.
...6. Επειδή, στο άρθρο 51 παρ. 2 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85/12.5.2016) ορίζεται ότι: «Σκοπός του Ε.Φ.Κ.Α. είναι η κάλυψη των υπακτέων στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. προσώπων για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία με την προβλεπόμενη στο νόμο αυτόν χορήγηση: α)… β) …προσυνταξιοδοτικών …παροχών στους συνταξιούχους και στους μέχρι τις 31.12.1992 ασφαλισμένους του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), οι οποίοι, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχουν θεμελιώσει δικαίωμα λήψης της παροχής, καθώς και στους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ), σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 2455/2006 (Α΄ 84)…». Περαιτέρω, στην παρ. 3 του άρθρου 53 του ως άνω νόμου 4387/2016 ορίζεται ότι: «Η προσυνταξιοδοτική παροχή στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους του πρώην Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ)… χορηγείται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του άρθρου 61 περίπτωση β΄ του Ν. 3371/2005 (Α΄ 178) εφόσον έχουν θεμελιώσει έως την έναρξη ισχύος του παρόντος το σχετικό δικαίωμα…». Τέλος, στο άρθρο 73Α του ν. 4387/2016 ορίζεται ότι: “1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η προσυνταξιοδοτική παροχή των ασφαλισμένων στο ΕΤΑΤ που εντάσσεται στον Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 53, υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης αντιστοιχεί μεσοσταθμικά σε ποσοστό 1,75%, υπολογιζομένου επί των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικείες καταστατικές διατάξεις των ταμείων ή κλάδων ή λογαριασμών ή ενώσεων προσώπων που εντάχθηκαν στο ΕΤΑΤ. Το ποσό αυτό καταβάλλεται έως το χρόνο πλήρωσης των προϋποθέσεων άμεσης καταβολής κύριας σύνταξης....2...”.
7. Επειδή, ενόψει του ότι η βασική πρόβλεψη περί κατάργησης της προσυνταξιοδοτικής παροχής ως αυτοτελούς παροχής (με αντικατάστασή της από την προβλεπόμενη στο άρθρο 30 του ν. 4387/2016 προσαύξηση) ως προς τους ασφαλισμένους του ΕΤΑΤ που δεν έχουν θεμελιώσει “δικαίωμα λήψης της παροχής” μέχρι τις 12.5.2016 καθώς και ο τρόπος υπολογισμού της προσυνταξιοδοτικής παροχής “με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης αντιστοιχεί μεσοσταθμικά σε ποσοστό 1,75% υπολογιζομένο επί των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικείες καταστατικές διατάξεις ...” θεσπίζονται απευθείας με τον ν. 4387/2016 και ειδικότερα με τις διατάξεις των άρθρων 51 παρ. 2 περίπτ. β΄ και 53 παρ. 3 (όσον αφορά το ζήτημα της κατάργησης του πιο πάνω είδους παροχής) και 73Α παρ. 1 (όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού της). Συνεπώς, το προσβαλλόμενο έγγραφο, κατά το μέρος που περιορίζεται στην επανάληψη των πιο πάνω νομοθετικών ρυθμίσεων αποτελεί έγγραφο πληροφοριακού χαρακτήρα, στερούμενο εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, από το σύνολο των αιτούντων που παραστάθηκαν.
8. Επειδή, ακολούθως, στο άρθρο 61 του ν. 3371/2005 (Α΄ 178), με τον οποίο ιδρύθηκε το Ε.Τ.Α.Τ., ορίζεται ότι: «Οι όροι και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από τα οικεία ταμεία ή κλάδους ή ειδικούς λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 δεν θίγονται». Εξάλλου, στο Καταστατικό του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας (ΤΕΑΠΕΤΕ) και συγκεκριμένα στο άρθρο 7 το οποίο φέρει τον τίτλο «Θεμελίωση του δικαιώματος για σύνταξη», προβλέπεται ότι: «1. Δικαίωμα για σύνταξη έχει κάθε ασφαλισμένος: α. Μετά τη συμπλήρωση τριάντα (30) συντάξιμων χρόνων ανεξάρτητα από την ηλικία του. β. Μετά τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) συντάξιμων χρόνων και των 55 χρόνων της ηλικίας του. γ. Μετά τη συμπλήρωση είκοσι (20) συντάξιμων χρόνων και των 60 χρόνων της ηλικίας του. δ. Μετά τη συμπλήρωση δέκα πέντε (15) συντάξιμων χρόνων και των ορίων της ηλικίας που κάθε φορά προβλέπει ο Οργανισμός Προσωπικού της Τράπεζας. ε. Μετά τη συμπλήρωση δέκα πέντε (15) συντάξιμων χρόνων και ανεξάρτητα από την ηλικία του εφόσον απολυθεί από την Τράπεζα… Κατ΄ εξαίρεση οι γυναίκες ασφαλισμένες του Ταμείου δικαιούνται σύνταξη: α. Μετά τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) συντάξιμων χρόνων ανεξάρτητα από την ηλικία τους. β. Μετά τη συμπλήρωση είκοσι (20) συντάξιμων χρόνων και των 45 χρόνων της ηλικίας τους. γ….δ…..2…3…4…5…6. Δικαίωμα για σύνταξη έχει και κάθε ασφαλισμένος που κατά την αποχώρησή του από την Τράπεζα, έχει συμπληρώσει τα οριζόμενα στις διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων του άρθρου αυτού συντάξιμα χρόνια ασφάλισης για την θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αλλά όχι και το απαιτούμενο από τις ίδιες διατάξεις αντίστοιχο όριο ηλικίας, η καταβολή όμως της σύνταξής του αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου αυτού. Από την ημέρα λήξεως της αναστολής η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται, προσαυξημένη με τις αναπροσαρμογές που έγιναν κατά το χρόνο της αναστολής αυτής. … Το δικαίωμα σύνταξης που θεμελιώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν θίγεται από τις τυχόν μεταβολές που επέρχονται από την ενδεχόμενη παραμονή του ασφαλισμένου στην εργασία του….». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του Καταστατικού του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως προβλέπεται ότι: «1. Μέλη του Ταμείου είναι όλοι όσοι υπηρετούν και προσφέρουν με μηνιαία αντιμισθία οποιαδήποτε υπηρεσία στην Τράπεζα Πίστεως….3. Απώλεια της ιδιότητας του εργαζόμενου στην Τράπεζα για οποιοδήποτε λόγο συνεπάγεται την απώλεια και της ιδιότητας μέλους του Ταμείου….5. Κατ΄ εξαίρεση της παραγράφου 3 του παρόντος διατηρείται η ιδιότητα του μέλους στην περίπτωση αποχωρήσεως για οποιαδήποτε αιτία από την ενεργό υπηρεσία εφόσον το μέλος που αποχωρεί: α) Έχει συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για την απονομή συντάξεως και εφ΄ άπαξ παροχής και δεν έχει συμπληρώσει το ανάλογο όριο ηλικίας που προβλέπεται από το άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2….Τα κατά την προηγούμενη παράγραφο μέλη δικαιούνται, όταν συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας να ζητήσουν την απονομή της συντάξεως…». Εξάλλου στο άρθρο 18 του ίδιου Καταστατικού προβλέπεται ότι: «Δικαίωμα για την απόληψη συντάξεως και εφ΄ άπαξ παροχής έχουν τα μέλη για τα οποία πληρούνται οι επόμενες προϋποθέσεις: 1. Για τους άνδρες α)…β) Χωρίς όριο ηλικίας μετά τη συμπλήρωση τριάντα (30) χρόνων συντάξιμης υπηρεσίας από την οποία είκοσι πέντε (25) χρόνια πραγματική υπηρεσία όπως καθορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1. γ) Μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου (55) έτους της ηλικίας τους και εικοσιπενταετή (25) συντάξιμη υπηρεσία από την οποία εικοσαετή (20) πραγματική υπηρεσία όπως καθορίζεται στο άρθρο 16 παρ. 1. δ) Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού (60) έτους της ηλικίας τους και εικοσαετή (20) συντάξιμη υπηρεσία από την οποία δεκαπενταετή (15) πραγματική υπηρεσία όπως καθορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1. Για τις γυναίκες….» Τέλος, στο άρθρο 7 του Καταστατικού του «Λογαριασμού Ασφαλιστικών Καλύψεων» (ΛΑΚ) ορίζεται ότι: «1. Οι ασφαλισμένοι του “Συνταξιοδοτικού Κεφαλαίου” θεμελιώνουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα σ΄ αυτό λόγω γήρατος, όταν συμπληρώνουν τα οριζόμενα χρόνια ασφάλισης και συνταξιοδοτούνται, όταν συμπληρώσουν την οριζόμενη ηλικία ή χωρίς όριο ηλικίας (Χ.Ο.Η.), ανάλογα, ως ακολούθως: α) Αν αποχωρήσουν από την υπηρεσία της “Τράπεζας” και παράλληλα συνταξιοδοτηθούν, άμεσα από δικό τους δικαίωμα, ταυτόχρονα με την αποχώρησή τους και από τον οικείο φορέα τους κύριας και επικουρικής σύνταξης, κανονικά ή λόγω ωρίμανσης της με αναστολή συνταξιοδότησής τους, εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: …. β) Αν αποχωρήσουν από την υπηρεσία της “Τράπεζας” χωρίς παράλληλα να συνταξιοδοτηθούν άμεσα, ταυτόχρονα με την αποχώρησή τους και από τον οικείο φορέα τους κύριας και επικουρικής σύνταξης κανονικά ή λόγω ωρίμανσης της με αναστολή συνταξιοδότησής τους … εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: ....».
9. Επειδή, από τις ανωτέρω ρυθμίσεις του καταστατικού του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας, του Κανονισμού Συντάξεων και Παροχών του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως και του Λογαριασμού Ασφαλιστικών Καλύψεων της Τράπεζας Αττικής προβλέπεται ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα των υπαγομένων στα ανωτέρω ασφαλιστικά καθεστώτα τραπεζοϋπαλλήλων θεμελιώνεται με μόνη τη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης, χωρίς να απαιτείται ταυτοχρόνως, για τη θεμελίωση του δικαιώματος, ούτε η συμπλήρωση του τυχόν προβλεπόμενου σχετικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης ούτε η αποχώρηση από την υπηρεσία. Οι δύο τελευταίες προϋποθέσεις απαιτούνται προκειμένου ο ασφαλισμένος, που έχει ήδη θεμελιώσει κατά τα ανωτέρω το σχετικό δικαίωμα, να αρχίσει να συνταξιοδοτείται, προκειμένου, δηλαδή, να αρχίσει η προς αυτόν καταβολή της προσυνταξιοδοτικής παροχής. Επομένως, στα ανωτέρω καταστατικά, τα οποία εφαρμόζονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 61 του ν. 3371/2005, η έννοια της “θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος” διαχωρίζεται και διαφοροποιείται πλήρως από την έννοια της “συνταξιοδότησης”, νοείται δε ως θεμελίωση η κατοχύρωση του δικαιώματος για λήψη συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία κατοχύρωση μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να έχει συμπληρωθεί το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και καθ΄ ο χρόνο ο ασφαλισμένος διατηρεί την εργασιακή του σχέση με την τράπεζα, ενώ ως συνταξιοδότηση νοείται η καταβολή – λήψη της συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία λαμβάνει χώρα εφόσον ο ασφαλισμένος αποχωρεί από την εργασία του και συμπληρώνει το εκάστοτε προβλεπόμενο όριο ηλικίας. Τούτο δε προκύπτει ευθέως από τη διάταξη της παρ. 6 του Καταστατικού του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία “το δικαίωμα σύνταξης που θεμελιώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν θίγεται από τις τυχόν μεταβολές που επέρχονται από την ενδεχόμενη παραμονή του ασφαλισμένου στην εργασία του”, αλλά συνάγεται και από τις λοιπές προπαρατεθείσες ρυθμίσεις του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως και του Λογαριασμού Ασφαλιστικών Καλύψεων της Τράπεζας Αττικής, με τις οποίες γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των εννοιών της “θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος” και της “συνταξιοδότησης”, η δε αποχώρηση από την υπηρεσία τίθεται ως προϋπόθεση της συνταξιοδότησης και όχι της θεμελίωσης του δικαιώματος.
10. Επειδή, επομένως, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 51 παρ. 2 περίπτ. β΄ και 53 παρ. 3 του ν. 4387/2016 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 61 περίπτ. β΄ του ν. 3371/2005, οι οποίες παραπέμπουν στις προπαρατεθείσες καταστατικές διατάξεις, ως πρόσωπα που υπάγονται στον ΕΦΚΑ έχοντας θεμελιώσει δικαίωμα λήψης της προσυνταξιοδοτικής παροχής στις 12.5.2016 νοούνται τα πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο από τις οικείες καταστατικές διατάξεις χρόνο ασφάλισης, κατά την ανωτέρω ημερομηνία, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω, τα πρόσωπα αυτά, κατά το ίδιο χρονικό σημείο, να έχουν αποχωρήσει από την εργασία τους ή να έχουν συμπληρώσει το προβλεπόμενο για τη συνταξιοδότησή τους όριο ηλικίας, οι τελευταίες δε δύο προϋποθέσεις απαιτούνται μόνο προκειμένου να καταβληθεί στα πρόσωπα αυτά η προσυνταξιοδοτική παροχή.
11. Επειδή, αντιθέτως, με το προσβαλλόμενο έγγραφο, ως πρόσωπα που υπάγονται στον ΕΦΚΑ έχοντας θεμελιώσει το προσυνταξιοδοτικό δικαίωμα ορίζονται αυτά που έχουν συμπληρώσει, σωρευτικώς, τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης και το όριο ηλικίας στις 12.5.2016 ....άλλως αυτά που έχουν συμπληρώσει μόνο τον χρόνο ασφάλισης (δηλαδή όχι το όριο ηλικίας) αλλά ταυτοχρόνως έχουν αποχωρήσει από την εργασία πριν τις 12.5.2016, λαμβανομένου υπόψη ότι αίτηση συνταξιοδότησης με αναστολή υποβάλλεται μόνο μετά την αποχώρηση από την εργασία (βλ. τις αναφορές στο προσβαλλόμενο έγγραφο κατά τις οποίες “δικαιούνται να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή σύμφωνα με τα ανωτέρω και τα πρόσωπα για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση αναστολής (έχουν δηλαδή αποχωρήσει από την ασφάλιση στο Ταμείο έχοντας συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης αλλά όχι και το όριο ηλικίας) εφόσον η αποχώρηση έχει λάβει χώρα έως και την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ήτοι έως την 12-5-2016” και “δικαιούνται να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή και τα πρόσωπα που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και υποβάλλουν αίτηση για λήψη της παροχής με αναστολή”). Επομένως, κατά το μέρος που με το προσβαλλόμενο έγγραφο προβλέπεται ότι η θεμελίωση του εν λόγω συνταξιοδοτικού δικαιώματος συντελείται κατά το χρονικό σημείο που ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα “άμεσης” λήψης” της παροχής (λαμβάνεται δε “άμεσα” η παροχή όταν έχει συμπληρωθεί το όριο ηλικίας και έχει γίνει η αποχώρηση από την εργασία), ενώ ο νόμος αναφέρεται σε “δικαίωμα λήψης” της παροχής (αποκτάται δε το σχετικό δικαίωμα με μόνη τη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης ανεξαρτήτως αποχώρησης από την εργασία και συμπλήρωσης του απαιτούμενου ορίου ηλικίας), διαφοροποιούνται οι οριζόμενες στο έγγραφο αυτό προϋποθέσεις θεμελίωσης του ως άνω συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε σχέση με την αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση των άρθρων 51 και 53 του ν. 4387/2016 και, κατ΄ επέκταση, διαφοροποιείται και ο κύκλος των προσώπων που υπάγονται ασφαλιστικώς στον ΕΦΚΑ προκειμένου να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή, αφού αποκλείονται τα πρόσωπα που στις 12.5.2016 έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο για τη θεμελίωση του δικαιώματος χρόνο ασφάλισης αλλά δεν έχουν συμπληρώσει το απαιτούμενο για την καταβολή της σύνταξης όριο ηλικίας ή δεν έχουν αποχωρήσει από την εργασία τους (προκειμένου να καταστούν “συνταξιούχοι σε αναστολή”).
12. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το προσβαλλόμενο έγγραφο, κατά το μέρος που με αυτό τίθενται οι ανωτέρω αυτοτελείς κανονιστικές ρυθμίσεις σε σχέση με τα οριζόμενα στις παρατεθείσες στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεις, με τις οποίες περιορίζεται ο κύκλος των υπαγομένων στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ προσώπων που δικαιούνται προσυνταξιοδοτική παροχή, αποτελεί ψευδοερμηνευτική εγκύκλιο έχουσα εκτελεστό χαρακτήρα και άρα, ως εκτελεστή διοικητική πράξη με κανονιστικό περιεχόμενο, προσβάλλεται από την άποψη αυτή παραδεκτώς.
19. Επειδή, περαιτέρω, κατά τα παγίως κριθέντα, από το Σύνταγμα επιβάλλεται η πλήρης δημοσίευση όχι μόνο των τυπικών νόμων αλλά και όλων των κανονιστικών διοικητικών πράξεων, ως συστατικό στοιχείο του κύρους τους. . …». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3469/2006 που επιβάλλουν τη δημοσίευση των κανονιστικών πράξεων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι οποίες δεν θίγονται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3861/2010 περί υποχρεωτικής ανάρτησης πράξεων στο διαδίκτυο, οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είναι ανυπόστατες. Ωστόσο, λόγω της φύσης και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφάλειας δικαίου, οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις είναι ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον (ΣτΕ 87/2011 Ολομ, 2252/2013, 1080/2013, 3112/2014, 3675/2014 7μ, 3297/2015).
20. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο έγγραφο έχει μεν αναρτηθεί στο διαδίκτυο και, συγκεκριμένα, στον ιστότοπο «Διαύγεια» (ΑΔΔΑ 6ΟΙΔ465Θ1Ω-ΟΜ5/7.9.2016), δεν έχει όμως δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Συνεπώς, το προσβαλλόμενο έγγραφο καθ΄ ο μέρος αποτελεί ψευδοερμηνευτική εγκύκλιο και θεσπίζει τις ανωτέρω αυτοτελείς κανονιστικές ρυθμίσεις αποτελεί κανονιστική πράξη η οποία, λόγω της μη δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι, κατά τα προεκτεθέντα, ανυπόστατη και ακυρωτέα για λόγους ασφάλειας δικαίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη. ....

ΠΗΓΗ: DSANET.GR

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

ΔΙΑΔΟΧΙΚΗ-ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ-ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Φ.1500/Δ17/οικ.42472/969/2019 Παροχή διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 17, 19 και 36 του ν. 4387/2016

Αθήνα, 14.03.2019
Ap. πρ.: Φ.1500/Δ17/οικ.42472/969

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ 
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Γενική Δ/νση Κοινωνικής Ασφάλισης 
Δ/νση Δ17 - Παροχών Κύριας Σύνταξης 
Τμήμα Διαδοχικής Ασφάλισης

Πληροφ: Σ. Παπαϊωάννου 213-1516747
e-mail: diad@ypakp.gr
Διεύθυνση: Σταδίου 29
Ταχ. Κωδ.: 101 10 Αθήνα

ΘΕΜΑ: Παροχή διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 17, 19 και 36 του ν. 4387/2016.

Σε συνέχεια των υπ' αριθμ. Φ80000/οικ.58967/77/Δ29.17/2017 (ΑΔΑ: ΨΟΚΘ465Θ1Ω­Η58) και Φ.80000/Δ17/οικ.46340/1034/2018 (ΑΔΑ: ΨΞ2Λ465Θ1Ω-ΥΟΞ) Εγκυκλίων οδηγιών σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 17 και 36 για την αξιοποίηση του παράλληλου και μη χρόνου ασφάλισης καθώς και της υπ' αριθμ. Φ.1500/οικ.1681/119/2017/19.9.2017 (ΑΔΑ: 7Φ3Ζ465Θ1Ω-Κ63) σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 19 του ν. 4387/2016 περί διαδοχικής ασφάλισης, διευκρινίζουμε συμπληρωματικά τα ακόλουθα:

Γενικές αρχές:

1. Η δυνατότητα θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν.4387/2016 περί διαδοχικής ασφάλισης εξετάζεται στις περιπτώσεις μη θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με τις καταστατικές διατάξεις των ενταχθέντων φορέων.

2. Μετά την έκδοση του ν. 4387/2016, κατά τον υπολογισμό της σύνταξης, λαμβάνονται υπόψη όλοι οι χρόνοι ασφάλισης και δεν νοείται μη συνυπολογισμός χρόνου ασφάλισης για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές.

3. Χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί στον ΕΦΚΑ από 1.1.2017 και εντεύθεν λαμβάνεται υπόψη υποχρεωτικά τόσο για την θεμελίωση όσο και για τον υπολογισμό του ποσού της εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης.

4. Κάθε χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί έως 31.12.2016 και δεν έχει ληφθεί υπόψη για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, υπολογίζεται στο ποσό της σύνταξης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 30 του ν. 4387/2016.

5. Στις περιπτώσεις που έχει διανυθεί παράλληλα χρόνος ασφάλισης σε περισσότερους του ενός ενταχθέντες στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς πριν την ένταξή τους στον Ε.Φ.Κ.Α., ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει, για το παράλληλο αυτό διάστημα, το χρόνο ασφάλισης που επιθυμεί να συνυπολογίσει σύμφωνα με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης. Για τον παράλληλο χρόνο ασφάλισης ο οποίος δεν συνυπολογίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 17 και 36 του ν. 4387/2016. Για τον διαδοχικά ασφαλισμένο που κατά τη λήξη της υποχρεωτικής ασφάλισής του μετά την 01.01.2017, προκύπτει πολλαπλή δραστηριότητα, δύναται να επιλέξει τις προϋποθέσεις του ενταχθέντος φορέα με τις οποίες επιθυμεί να συνταξιοδοτηθεί, τηρουμένων των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 4387/2016.

6. Οι χρόνοι ασφάλισης με τους οποίους θεμελιώνεται το δικαίωμα καθώς και ο χρόνος ασφάλισης στον ΕΦΚΑ λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης. Οι χρόνοι ασφάλισης παράλληλοι και μη παράλληλοι που δεν λαμβάνονται υπόψη στη θεμελίωση του δικαιώματος προσαυξάνουν το ποσό της σύνταξης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 30 του ν. 4387/2016.

Θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος αυτοτελώς σε έναν πρώην φορέα

Παράδειγμα 1:


Ασφαλισμένος στο πρώην ΝΑΤ από το 2002 έως 31.12.2017 (15 χρόνια). Επίσης ασφαλισμένος στον πρώην ΟΑΕΕ από το 2009 έως 31.12.2018 (9 χρόνια). Υποβάλει αίτημα συνταξιοδότησης στον ΕΦΚΑ έχοντας συμπληρώσει το 57° έτος της ηλικίας του. Ο εν λόγω ασφαλισμένος έχει διαδοχικό χρόνο ασφάλισης. Δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει χρήση των διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 4387/2016 γιατί έχει θεμελιώσει αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα πλήρους σύνταξης με τις διατάξεις του πρώην ΝΑΤ.

Πριν την εφαρμογή του ν. 4387/2016 ο εν λόγω ασφαλισμένος θα λάμβανε μία σύνταξη από το πρώην ΝΑΤ και θα ανέμενε τη θεμελίωση του δεύτερου συνταξιοδοτικού του δικαιώματος από τον πρώην ΟΑΕΕ στο 67° έτος της ηλικίας του. Μετά την έκδοση του ν. 4387/2016 όλοι οι χρόνοι ασφάλισης λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της σύνταξης και δεν νοείται μη συνυπολογισμός χρόνου ασφάλισης για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές. Αν ο ασφαλισμένος υποχρεούταν να κάνει χρήση των διατάξεων του άρθρου 19 της διαδοχικής ασφάλισης, περί κρίσης αρμοδιότητας και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης της τελευταίας δραστηριότητας (πρώην ΟΑΕΕ), το αίτημα θα απορριπτόταν και δεν θα εξεταζόταν με τις διατάξεις του προηγούμενου ασφαλιστικού φορέα (ΝΑΤ) εφόσον δεν πληροί το ηλικιακό όριο του τελευταίου ( ο πρώην ΟΑΕΕ δεν χορηγεί σύνταξη στο 57° όριο ηλικίας). Ο ασφαλισμένος δεν θα μπορούσε να λάβει σύνταξη παρόλο που θα είχε ήδη θεμελιωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα.

Ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται ως εξής:

- μία εθνική σύνταξη για το χρόνο ασφάλισης από 2002-2018 για 17 χρόνια (χρόνος ασφάλισης ΝΑΤ και ΕΦΚΑ από 01.01.2017),

- μία ανταποδοτική σύνταξη για το χρόνο ασφάλισης από 2002 - 2018, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 4387/2016 και τα ποσοστά αναπλήρωσης που αντιστοιχούν για 17 έτη και το μέσο όρο των συνταξίμων αποδοχών από το 2002 έως το 2018, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα εισοδήματα από το ελευθέριο επάγγελμα των ετών 2017 και 2018.

- προσαύξηση σύνταξης κατά τα προβλεπόμενα στο αρθ. 30 του ν. 4387/2016 για τον παράλληλο χρόνο ασφάλισης του πρώην ΟΑΕΕ (2009-2016).

Παράδειγμα 2:

Ασφαλισμένος πατέρας ανηλίκου παιδιού ο οποίος διορίζεται τον Ιούνιο 1986 μόνιμος υπάλληλος στο Δημόσιο. Ο εν λόγω ασφαλισμένος έχει προγενέστερο χρόνο ασφάλισης και στο ΙΚΑ- ΕΤΑΜ κατά τα έτη 1980-1985. Υποβάλει αίτημα συνταξιοδότησης στον ΕΦΚΑ το έτος 2018 στην ηλικία των 52 ετών.

Έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα με μόνο το χρόνο του Δημοσίου (με τις συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις του έτους 2011, με 25 έτη ασφάλισης και 52° έτος ηλικίας). Το δικαίωμα αυτό, μετά την εφαρμογή του ν. 4387/2016 δεν μπορεί να απωλεσθεί. Ο ασφαλισμένος δεν επιθυμεί να κάνει χρήση των διατάξεων του άρθρου 19 περί διαδοχικής ασφάλισης, προκειμένου να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τις προϋποθέσεις του Δημοσίου. Ωστόσο, δεν παραιτείται από την αξιοποίηση του χρόνου του πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ως εκ τούτου, ο χρόνος ασφάλισης στο ΙΚΑ­ΕΤ ΑΜ θα ληφθεί υπόψη στην προσαύξηση του ποσού της σύνταξης.

Ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται ως εξής: 

-μία εθνική σύνταξη για το χρόνο ασφάλισης από 1986-2018 (32 έτη)

-μία ανταποδοτική σύνταξη για το χρόνο ασφάλισης από 1986 - 2018, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 4387/2016 και τα ποσοστά αναπλήρωσης που αντιστοιχούν για 32 έτη και το μέσο όρο των συνταξίμων αποδοχών από το 2002 έως 2018.

-προσαύξηση σύνταξης κατά τα προβλεπόμενα στο αρθ. 30 του ν. 4387/2016 για τον χρόνο του πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τα έτη 1980-1985.

Θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος με συνυπολογισμό διαδοχικού χρόνου ασφάλισης δύο πρώην φορέων και χρήση των διατάξεων του άρθρου 19

Για τους ασφαλισμένους που δεν θεμελιώνουν αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τις συνταξιοδοτικές προϋποθέσεις κάποιου εκ των ενταχθέντων στον ΕΦΚΑ φορέων-κλάδων στους οποίους είχαν υπαχθεί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, ελέγχεται η δυνατότητα συνταξιοδότησης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 19 του ν. 4387/2016.

Παράδειγμα 3


Ασφαλισμένος στο πρώην ΕΤΑΑ-ΤΣΜΕΔΕ από το 1981, προσλαμβάνεται ως έκτακτος υπάλληλος-μηχανικός στο Δημόσιο την 01.06.1985 και μονιμοποιείται το 1995. Τα έτη 01.01.1993- 31.12.1994 τα αναγνωρίζει στο Δημόσιο με τις σχετικές διατάξεις (άρθρο 17 και 20 του ν. 2084/1992).

Επίσης, κάνοντας χρήση των διατάξεων των άρθρων 17 και 36 του ν. 4387/2016, ο ασφαλισμένος από 01 .Ο 1.2017 καταβάλει μία ασφαλιστική εισφορά κατά τα προβλεπόμενα για τους δημοσίους υπαλλήλους.

Το έτος 2018, έχοντας συμπληρώσει το 60° έτος της ηλικίας του, υποβάλει αίτημα συνταξιοδότησης. Αφού δεν θεμελιώνει αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ελέγχεται εάν συνταξιοδοτείται δυνάμει των προβλεπόμενων στο αρθ. 19 του ν. 4387/2016.

Έστω ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 19 περί αρμοδιότητας,

καθορίζεται ότι θα συνταξιοδοτηθεί με τις προϋποθέσεις του Δημοσίου.

Ως εκ τούτου, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται ως εξής: 

- μία εθνική σύνταξη για το διαδοχικό χρόνο ασφάλισης από 1981-2018 (38 έτη)

- μία ανταποδοτική σύνταξη για το χρόνο ασφάλισης (1981-2018), λαμβάνοντας υπόψη το μέσο όρο συνταξίμων αποδοχών από το 2002 έως το 2018 και τα ποσοστά αναπλήρωσης για 38 έτη, προσαύξηση σύνταξης για τα έτη ασφάλισης στο πρώην ΕΤΑΑ-ΤΣΜΕΔΕ (1985-2016) με τον σχετικό συντελεστή αναπλήρωσης 0,075%. (Εάν ο ανωτέρω ασφαλισμένος δεν αναγνώριζε τα έτη 1993-1994 με τις σχετικές διατάξεις δεν θα έπαιρνε την προσαύξηση για τα έτη αυτά).

Παράδειγμα 4

Μητέρα που έχει ανήλικο τέκνο το έτος 2010, ασφαλισμένη στον πρώην ΤΕΒΕ-ΟΑΕΕ από το 1992 έως 31.12.2016 και από 01.01.2017 έως 31.12.2018 στον ΕΦΚΑ (27 έτη ασφάλισης). Για τη χρονική περίοδο από το 2008 έως 31.12.2016 και από 01.01.2017-31.12.2017 ασφαλίζεται και ως μισθωτή στο πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΦΚΑ (9 έτη ασφάλισης). Υποβάλει αίτημα συνταξιοδότησης το 2019 στον ΕΦΚΑ έχοντας συμπληρώσει το 60° έτος της ηλικίας της.

Η ασφαλισμένη δεν θεμελιώνει αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα με βάση τις διατάξεις κανενός εκ των δύο πρώην φορέων. Όμως, μπορεί να συνυπολογίσει στον χρόνο του πρώην ΙΚΑ­ΕΤΑΜ τον μη παράλληλο χρόνο του πρώην ΤΕΒΕ-ΟΑΕΕ και να συμπληρώνει τις απαιτούμενες 5500 ημέρες ασφάλισης θεμελιώνοντας συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τις προϋποθέσεις του πρώην ΙΚΑ­ΕΤΑΜ του έτους 2010 ως μητέρα ανηλίκου τέκνου, κάνοντας χρήση των διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 4387/2016 περί αρμοδιότητας.

Ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται ως εξής: 

-μία εθνική σύνταξη για 27 έτη ασφάλισης (1992-2018),

-μία ανταποδοτική σύνταξη για 27 έτη ασφάλισης (1992-2018) λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά αναπλήρωσης του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 για 27 έτη και το μέσο όρο των συνταξίμων αποδοχών από το 2002-2007 του πρώην ΤΕΒΕ-ΟΑΕΕ, από το 2008 έως 31.12.2016 του πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και από 01.01.2017 έως 31.12.2018 των συνταξίμων αποδοχών τόσο της μισθωτής εργασίας όσο και της αυτοαπασχόλησης.

- Προσαύξηση σύνταξης για τον παράλληλο χρόνο ασφάλισης στο πρώην ΟΑΕΕ (2008-2016).



Ο Υφυπουργός
Αναστάσιος Πετρόπουλος

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Νεοι κατώτατοι μισθοί υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών

ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ οικ. 4241/127/ΦΕΚ Β 173/30.1.2019

Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας.

Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

   Έχοντας υπόψη:

   1. Τις διατάξεις του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 (Α' 167) «Φορολογία εισοδήματος, επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012 και του ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει, και ιδίως την περ. β' της παρ. 7 αυτού.

   2. Τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου του ν. 4564/2018 (Α' 170) «Κύρωση της Σύμβασης Δωρεάς μεταξύ του Ιδρύματος «Κοινωφελές Ίδρυμα Σταύρος Σ. Νιάρχος» και του Ελληνικού Δημοσίου για την ενίσχυση και αναβάθμιση των υποδομών στον τομέα της Υγείας και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.

  3. Τις διατάξεις του π.δ. 63/2005 (Α' 98) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», όπως ισχύει.

   4. Τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 4320/2015 (Α' 29) «Ρυθμίσεις για τη λήψη έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρώπινης κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών Οργάνων και λοιπές διατάξεις», όπως ισχύει.

   5. Τις διατάξεις του π.δ. 125/2016 (Α' 210) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».

   6. Τις διατάξεις του π.δ. 134/2017 (Α' 168) «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης», όπως ισχύει.

   7. Την αριθμ. 49618/Δ1/17093/20.9.2018 απόφαση της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΑΔΑ: 6ΤΗ5465Θ1Ω-ΘΒΠ) «Συγκρότηση και ορισμός μελών της Τριμελούς Επιτροπής Συντονισμού της διαβούλευσης του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ 167/Α’/23-07-2013)».

   8. Την αριθμ. οικ. 52117/Δ1.17937/5.10.2018 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών (Β' 4497) «Σύσταση, συγκρότηση και ορισμός μελών της Επιτροπής Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων σε θέματα οικονομίας, οικονομίας της εργασίας, κοινωνικής πολιτικής και εργασιακών σχέσεων του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ 167/Α’/23-07-2013)».

   9. Την αριθμ. 1/21.9.2018 πρόσκληση της Επιτροπής Συντονισμού της διαβούλευσης προς την Τράπεζα της Ελλάδος, την ΕΛΣΤΑΤ, τον ΟΑΕΔ, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, το ΙΟΒΕ, το ΙΝΣΕΤΕ, το ΚΕΠΕ, τον ΟΜΕΔ, το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ και το ΕΙΕΑΔ για σύνταξη έκθεσης για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου με εκτιμήσεις για την προσαρμογή τους στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες, σύμφωνα με την υποπερ. αα' της περ. β' της παρ. 5 και την περ. α' της παρ. 8 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει.

   10. Τις εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, της ΕΛΣΤΑΤ, του ΟΑΕΔ, του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, του ΙΟΒΕ, του ΙΝΣΕΤΕ, του ΚΕΠΕ, του ΟΜΕΔ, του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ και του ΕΙΕΑΔ, που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή Συντονισμού της διαβούλευσης, σύμφωνα με την υποπερ. αα' της περ. β' της παρ. 5 και την περ. β' της παρ. 8 του 
   11. Την αριθμ. 14/1.11.2018 επιστολή της Επιτροπής Συντονισμού της διαβούλευσης προς τους κοινωνικούς εταίρους (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ και ΣΒΒΕ) για την έκφραση της γνώμης τους επί των εκθέσεων, με υποβολή υπομνήματος και της κατά την κρίση τους τεκμηρίωσης για την αναπροσαρμογή του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, σύμφωνα με την υποπερββ' της περ. β' της παρ. 5 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει.

   12. Τα υπομνήματα και τις τεκμηριώσεις της ΓΣΕΕ, του ΣΕΒ, της ΓΣΕΒΕΕ, του ΣΕΤΕ και του ΣΒΒΕ για την αναπροσαρμογή του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή Συντονισμού της διαβούλευσης, σύμφωνα με την υποπερββ' της περ. β' της παρ. 5 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει.

   13. Την αριθμ. 15/1.11.2018 πρόσκληση της Επιτροπής Συντονισμού της διαβούλευσης προς τους κοινωνικούς εταίρους (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ και ΣΒΒΕ) για προφορική διαβούλευση, σύμφωνα με την υποπεργγ' της περ. β' της παρ. 5 και την περ. γ' της παρ. 8 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει.

   14. Την από 16.11.2018 προφορική διαβούλευση των κοινωνικών εταίρων που ανταποκρίθηκαν στην ως άνω πρόσκληση (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ και ΣΒΒΕ), επί της οποίας τηρήθηκαν πρακτικά από την Επιτροπή Συντονισμού της διαβούλευσης.

   15. Την αριθμ. 30/22.11.2018 επιστολή της Επιτροπής Συντονισμού της διαβούλευσης προς το ΚΕΠΕ, με την οποία διαβιβάστηκαν οι εκθέσεις των ανωτέρω εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων, τα υπομνήματα και οι τεκμηριώσεις των διαβουλευομένων κοινωνικών εταίρων και τα πρακτικά της προφορικής διαβούλευσης και κλήθηκε το ΚΕΠΕ, σε συνεργασία με την Επιτροπή Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων, σε σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης, σύμφωνα με την υποπερδδ' της περ. β' της παρ. 5 και την περ. δ' της παρ. 8 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει.

   16. Το από 28.12.2018 Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) σε συνεργασία με την Επιτροπή Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων, το οποίο συντάχθηκε σύμφωνα με την υποπερδδ' της περ. β' της παρ. 5 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει, και περιέχει ιδίως τη συστηματική καταγραφή των προτάσεων των διαβουλευομένων κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας τους, τεκμηρίωση ως προς την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας και τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό του προτεινόμενου νομοθετημένου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου.

   17. Το αριθμ. 32/28.12.2018 έγγραφο της Επιτροπής Συντονισμού της διαβούλευσης, με το οποίο διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας και υποβλήθηκε στον Υπουργό Οικονομικών και την Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης το από 28.12.2018 Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης του ΚΕΠΕ σε συνεργασία με την Επιτροπή Ανεξάρτητων Εμπειρογνωμόνων, σύμφωνα με τις υποπερεε' και στστ' της περ. β' της παρ. 5 και την περ. ε' της παρ. 8 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει.

   18. Την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει.

   19. Τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν εισήγησης της Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, σύμφωνα με την περ. α' της παρ. 7 και την περ. στ' της παρ. 8 του άρθρου 103 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει, κατά τη συνεδρίαση της 28.1.2019, η οποία αποτυπώνεται στην ΠΥΣ 2/28.1.2019, που μας διαβιβάστηκε με το αριθμ. 179/28.1.2019 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης.

   20. Το αριθμ. 3713/43/28.1.2019 εισηγητικό σημείωμα της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, σύμφωνα με την περ. ε' της παρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 4270/2014 (Α' 143) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011 /85/ΕΕ) - δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει.

   21. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας προκύπτει θετικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα στον υποτομέα των ΟΚΑ του Κρατικού Προϋπολογισμού, εκτιμώμενου ύψους 141 εκ. ευρώ για το έτος 2019 και 42 εκ. ευρώ για το έτος 2020, αποφασίζουμε:


   Τον καθορισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 103 του ν. 4172/2013 (Α' 167), όπως ισχύει, του νόμιμου κατώτατου μισθού και του νόμιμου κατώτατου ημερομισθίου, για πλήρη απασχόληση, για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας, χωρίς ηλικιακή διάκριση, ως εξής:

   α) Για τους υπαλλήλους ο κατώτατος μισθός ορίζεται στα εξακόσια πενήντα ευρώ (650,00 ΕΥΡΩ).

   β) Για τους εργατοτεχνίτες το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται στα είκοσι εννέα ευρώ και τέσσερα λεπτά (29,04 ΕΥΡΩ).

   Η απόφαση αυτή ισχύει από 1 Φεβρουαρίου 2019.

   Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Πηγή: dsanet.gr

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Διάκριση διοικητικών - ιδιωτικών συμβάσεων και αρμοδιότητα των Δικαστηρίων


123/2018 Απόφαση του Μον.Εφετείου Αιγαίου

Η ανωτέρω Απόφαση ασχολήθηκε α) με τη διάκριση μεταξύ διοικητικών και ιδιωτικών συμβάσεων και την αρμοδιότητα των Διοικητικών ή Πολιτικών Δικαστηρίων αντίστοιχα, β) το χρόνο έναρξης της υπερημερίας και τον υπολογισμό του τόκου υπερημερίας για τις οφειλές ΝΠΔΔ ως και την εφαρμογή του ΠΔ 11/2003 και γ) Για τη διαδικασία εκχώρησης απαίτησης όταν ο οφειλέτης είναι ΝΠΔΔ.

Δικηγόρος εκκαλούντος: Αλεξάνδρα Καρανικόλα, Δ.Σ.Σύρου
Δικηγόρος εφεσιβλήτων: Ελένη Κυραρίνη Δ.Σ.Αθηνών

(απόσπασμα)
....1. Σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα διοικητικά δικαστήρια, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Σε εφαρμογή των συνταγματικών αυτών διατάξεων εκδόθηκε ο ν.1406/1983, με τα άρθρα 1 παρ. 2 και 9 του οποίου, από τις 11.6.1985 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μεταξύ άλλων και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αυτής αξίωση. Είναι δε η σύμβαση διοικητική, αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. ΑΕΔ 12, 11/2013, 3/2012, 42, 28/2011, 18/2009, 6, 12, 14/2007, 10/2003, ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 543/2015, ΣτΕ 1372/2007, ΟλΑΠ 7/2001 σε ΝΟΜΟΣ). Θεωρείται δε ότι παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και παρέχουν υπερέχουσα θέση στο Δημόσιο ή ν.π.δ.δ, οι διατάξεις ή οι ρήτρες εκείνες, που παρέχουν στα ανωτέρω (Δημόσιο ή ν.π.δ.δ.), τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν τα συμφέροντα τους, επιβάλλοντας κυρώσεις για παραβάσεις της σύμβασης ή γενικότερα, επεμβαίνοντας μονομερώς προς διαμόρφωση του συμβατικού δεσμού. Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως διοικητικής είναι απαραίτητη η σωρευτική συνδρομή και των τριών πιο πάνω κριτηρίων (ΑΠ 820/2012Μ ΕφΘεσ 497/2018 ΝΟΜΟΣ). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικώς τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016, 3/2012, 29/2011 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 543/2015, ΑΠ 820/2012 σε ΝΟΜΟΣ). ΙΙ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν.δ. 496/1974, η οποία είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (Ολ ΑΠ 3/2006 ΕλλΔνη 2006, 417, ΑΠ 2/2014 ΝΟΜΟΣ), ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή ν.π.δ.δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα με το π.δ. 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5.6.2003 στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000, ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για τις οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρα 1-3 π.δ. 166/2003). Έτσι, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του εν λόγω π.δ/τος, το οποίο σημειωτέον έχει καταργηθεί με την υποπαράγραφο Ζ.14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του παρέμειναν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του, ορίζεται μεταξύ άλλων ότι, αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους στην περίπτωση ειδικότερα που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ, αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η προθεσμία των 30 ημερών αυξάνεται σε 60 ημέρες. Με το ίδιο άρθρο 4 του ως άνω π.δ./τος ορίζεται περαιτέρω ότι (παρ.3) ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση και ότι (παρ.4) το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (ΑΠ 766/2014 ΝΟΜΟΣ). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του π.δ./τος 166/2003 οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ.1 αυτού και εκτείνεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής και ως μόνες προϋποθέσεις τίθενται: α) η εγκυρότητα της σύμβασης, β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 166/2003 εμπίπτουν και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής απ' ευθείας, εφόσον είναι έγκυρες. Και επί των συμβάσεων αυτών το ύψος του οφειλόμενου επιτοκίου ρυθμίζεται από τη διάταξη το άρθρου 4 του π.δ. 166/2003, η οποία, ως νεότερη και ειδικότερη διάταξη, που στηρίζεται σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρ. 28 παρ. 1 Συντάγματος), υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 (πρβλ. ΑΠ. 1213/2015, ΑΠ 323/2014, σε ΝΟΜΟΣ). ΙΙΙ Από τα άρθρα 455, 460 και 461 εδ. α' ΑΚ προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τη σύμβαση της εκχώρησης ο δανειστής, αποκαλούμενος εκχωρητής, μεταβιβάζει σε άλλον, αποκαλούμενο εκδοχέα, την ενοχική απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Ο εκδοχέας όμως δεν αποκτά δικαίωμα έναντι του οφειλέτη πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη. Ο οφειλέτης ελευθερώνεται, αν πριν από την αναγγελία καταβάλει στον εκχωρητή το χρέος, ενώ μετά την αναγγελία πρέπει, για την απόσβεση της ενοχής, να καταβάλει το χρέος όχι στον εκχωρητή, έναντι του οποίου δεν έχει πλέον οφειλή, αλλά στον εκδοχέα. Περαιτέρω, στο άρθρο 53 του ν.δ. 496/1974 " περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου" ορίζεται: "1. Διά πάσαν κατάσχεσιν χρηματικής απαιτήσεων εις χείρας του ν.π. ως τρίτου, το κατασχετήριο ως και η αναγγελία επί εκχωρήσεως χρηματικής απαιτήσεως κατά του ν.π. κοινοποιούνται εις την αρμόδιαν δια την πληρωμήν υπηρεσίαν του ν.π. και εις το αρμόδιον δια την αναγνώρισιν της δαπάνης όργανον αυτού. Το κατασχετήριο κοινοποιείται εις το Δημόσιον Ταμείο εις ο υπάγεται φορολογικώς ο καθ' ου η κατάσχεσις και εις την αρμόδιαν δια την εκκαθάρισιν και εντολήν πληρωμής της δαπάνης, Υπηρεσίαν εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεώς του εις την αρμόδιαν δια την πληρωμήν Υπηρεσίαν. 2.Πάσα κατάσχεσις ή εκχώρισις, δια την οποίαν δεν ετηρήθησαν αι ως άνω διατυπώσεις, είναι άκυρος", ενώ με το άρθρο 56 του ιδίου ν.δ/τος ορίζεται: "1. Εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος α) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και τα εξ αυτών εξαρτώμενα νομικά πρόσωπα και ιδρύματα και β) τα κοινωφελή ιδρύματα και αι κοινωφελείς περιουσίαι, τα διεπόμενα υπό του Α.Ν. 2039/1939 "περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των νόμων "περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι στους δήμους δεν έχει εφαρμογή η προβλεπόμενη από την πρώτη διάταξη ρύθμιση, αφού ρητά εξαιρέθηκαν από αυτή οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη με ποινή ακυρότητας από το άρθρο 95 παρ.1 και 4 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού-Ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις" (όπως η παρ. 1 τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 4151/2013 [ΦΕΚ Α' 103/29.4.2013]) κοινοποίηση της αναγγελίας στις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή αρχές (αρμόδια για την πληρωμή της συγκεκριμένης οφειλής του Δημοσίου Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή χρηματική διαχείριση και αρμόδιες για τη φορολογία τόσο του εκχωρητή όσο και του εκδοχέα Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες), επί εκχώρησης σε τρίτους χρηματικής απαίτησης οφειλομένης από το Δημόσιο, δεν αποτελεί προνόμια, ούτε ειδικής προστατευτική διάταξη, έτσι ώστε να μην έχει αναλογική εφαρμογή ούτε η διάταξη αυτή επί εκχώρησης απαίτησης, που οφείλεται από Δήμο, με βάση τη διάταξη αυτή επί εκχώρησης απαίτησης, που οφείλεται από Δήμο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. 31/1968 που ορίζει ότι "αι υπό των Αστικών εν γένει νόμων και των ουσιαστικών διατάξεων περί δικών του δημοσίου αναγνωριζόμενοι εις το Δημόσιον ειδικαί προστατευτικοί διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, εφόσον αι τυχόν υφιστάμενοι αντίστοιχοι δια τους οργανισμούς τούτους προνομίαι εν γένει δεν είναι ευρύτεροι ή ευνοϊκότεροι των επί του δημοσίου ισχυουσών". Ο Δήμαρχος ο οποίος εκπροσωπεί τον Δήμο κατά τις διατάξεις των άρθρων 19 και 86 παρ. 1 εδ. α', β', ε' παρ. 4, παρ. 5 του ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων) είναι ο διατάκτης των πληρωμών και με την ιδιότητα αυτή εκδίδει τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής και, επομένως, αρμόδιος για την αναγνώριση και την πληρωμή δαπάνης είναι ο ίδιος ο Δήμος εκπροσωπούμενος από το Δήμαρχο και, κατά συνέπεια, αρκεί για το κύρος της αναγγελίας της εκχώρησης η κοινοποίησή της σ' αυτόν (βλ. ΑΠ 1059/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 39/2015 Δικογραφία 2016. 686. Για το ότι με αναγγελία ισοδυναμεί και η επίδοση της αγωγής του εκδοχέα για την καταβολή της εκχωρηθείσας απαίτησης, χωρίς μάλιστα να είναι αναγκαίο τούτο να αναγράφεται ρητά στο δικόγραφο της αγωγής, (βλ. ΑΠ 1216/1995 ΕλλΔνη 39. 854, ΕφΠειρ 513/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3773/2010 ΔΕΕ 2011. 819 και ΕΕμπΔ 2011.859, ΕφΑθ 5629/2006 ΕλλΔνη 2007. 276, Κρητικό σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, υπό το άρθρο 460 αριθμ. 15 και τις εκεί παραπομπές)...’’

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΣΕ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥΣ


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 105/2018

Η συγκεκριμένη σημαντική Απόφαση ερευνά το καθεστώς εργασίας των υπαλλήλων των συνεταιριστικών οργανώσεων, την φύση και τα αποτελέσματα της καταγγελίας και της τροποποιητικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, την άκυρη σύμβαση εργασίας και τα απορρέοντα από αυτή δικαιώματα του εργαζόμενου και την εφαρμογή του 281 ΑΚ στις σχέσεις εργαζόμενου -εργοδότη.

Δικηγόροι εναγόντων: Ευαγγελία Κουρεμένου, Ελένη Κυραρίνη
Δικηγόρος εναγομένου: Βασίλειος Στάθης
.......
I) A) Με τα άρθρα: (;α) 3 παρ. 1 εδ. α, 2 εδ. β και 5 εδ. β του κυρωθέντος με την από 7 Μαΐου 1946 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου του ν. 1859/1944 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεις του Ν. 785/1943 περί καταργήσεως διατάξεων αφορωσών την νομοθεσίαν των γεωργικών συνεταιρισμών', (β) 2 παρ. 1 εδ. α και 33 παρ 1, 2 και 4 εδ. β του από 23/30 Ιουλίου 1946 β. δ/τος "περί της υπαλληλικής καταστάσεως του προσωπικού των γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων", όπως το εδ. α της παρ. 1 του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. του β. δ/τος της 18 Αυγούστου / 2 Σεπτεμβρίου 1953 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του από 23/30-7-1946 β.δ. κ.τ.λ.", και (γ) 1 παρ. 4, 33 και 72 παρ. 1 και 2 του ν. 1541/1985 "περί αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων", που με την τελευταία από τις εν λόγω διατάξεις του διατήρησε σε ισχύ και όλες τις προηγούμενες ως άνω διατάξεις, ορίζονται, αντιστοίχως, τα εξής: (1) "Το προσλαμβανόμενον υπό των πάσης φύσεως και παντός βαθμού γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων προσωπικόν είναι μόνιμον. Ο αριθμός των θέσεων και ο τρόπος προσλήψεως των υπαλλήλων και υπηρετών εκάστης γεωργικής συνεταιριστικής οργανώσεως και της Συνομοσπονδίαν Γεωργικών Συνεταιρισμών καθορίζονται διά του εσωτερικού κανονισμού αυτών ψηφιζομένου υπό της γενικής συνελεύσεως και εγκρινομένου κατά τας περί εγκρίσεως των καταστατικών των γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων διατάξεις του παρόντος νόμου. Αι αυταί οργανώσεις δύνανται να προσλαμβάνουν διά τας εργασίας των ημερομίσθιον έκτακτον ή επί συμβάσει εργατοτεχνικόν προσωπικόν κατά τα ειδικώτερον διά του εσωτερικού κανονισμού εκάστης οργανώσεως καθορισθησόμενα. (2) Αι παρ' εκάστη συνεταιριστική οργανώσει μόνιμοι θέσεις ή τυχόν εις υπηρεσίας ή τμήματα υποδιαίρεσις εκάστης οργανώσεως και η ονομασία τούτων και ο αριθμός των δυναμένων να προσληφθώσιν υπαλλήλων καθορίζονται διά του εσωτερικού κανονισμού εκάστης οργανώσεως. Το προσωπικόν το προσλαμβανόμενον εις τας υπό του κανονισμού προβλεπομένας μονίμους θέσεις των γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων διοριζόμενοι υπάλληλοι ή υπηρέται τελούσιν υπό δοκιμασίαν, μή δυνάμενοι να μονιμοποιηθώσι προ της παρελεύσεως ενός έτους, καθ' ο αργεί η διά της μονιμότητος καθιερουμένη προστασία. Κατά το διάστημα τούτο δύνανται οι τοιούτοι υπάλληλοι να πολυθώσι κατά την κρίσιν του κατά τον εσωτερικόν κανονισμόν αρμοδίου οργάνου της συνεταιριστικής οργανώσεως, επί της περί καταγγελίας συμβάσεως εργασίας εκάστοτε κειμένης νομοθεσίας. Αι αυταί οργανώσεις δύνανται να προσλαμβάνωσι διά τας εργασίας των ημερομίσθιον ή επί συμβάσει εργατοτεχνικόν προσωπικόν",. Και (3) "Συμπληρωματικά, για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τον νόμον αυτόν, εφαρμόζονται οι κανόνες του εμπορικού και του αστικού δικαίου. Η γενική συνέλευση, με την αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία του άρθρου 25παρ.2, εκδίδει εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας του συνεταιρισμού, ο οποίος καθορίζει: α) τους όρους λειτουργίας του συνεταιρισμού....2. Από τη δημοσίευση του παραπάνω κανονισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καταργούνται ο Ν. 1859/1944 και το β.δ. 23/30-7-1946, όπως τροποποιήθηκαν. Οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1 του Ν. 1859/1944 και του άρθρου 3 του β.δ. 23/30-7-1945 εξακολουθούν να ισχύουν". Με βάση τα παραπάνω εξουσιοδοτική διάταξη εκδόθηκε η ΚΥΑ 27346/17-10-1990 (ΦΕΚ Β' 700), με την οποία εγκρίθηκε ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης Προσωπικού Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων, που ορίζει στο άρθρο 6 ότι το προσωπικό των Οργανώσεων διακρίνεται σε τακτικό (μόνιμο) και σε έκτακτο, στο άρθρο 7 ότι το τακτικό προσωπικό είναι μόνιμο και καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας, καταλαμβάνει δε θέσεις που προβλέπονται από τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της Οργάνωσης κατά κατηγορία και βαθμό, και στο άρθρο 8 ότι (α) για την αντιμετώπιση εκτάκτων ή εποχιακών αναγκών το Διοικητικό Συμβούλιο της Οργάνωσης μπορεί να προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό με σύμβαση ορισμένου χρόνου διαρκείας μέχρι 12 μηνών (παρ. 1), (β) η σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να παραταθεί εάν έχει συναφθεί για 12μηνη διάρκεια, εάν δεν έχει συναφθεί για μικρότερη διάρκεια μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά για χρόνο όχι μεγαλύτερο από εκείνον που υπολείπεται για να συμπληρωθεί 12μηνο (παρ. 2) και (γ) μετά την λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να συναφθεί σύμβαση ορισμένου χρόνου πριν από την πάροδο τουλάχιστον 4 μηνών από την λήξη της (παρ.3). Περαιτέρω, το άρθρο 46 του ν. 2169/1993 "Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις και άλλες διατάξεις", που ισχύει από 10-9-1993, ορίζει στην παρ. 1 ότι το προσωπικό που προσλαμβάνεται από τις Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις είναι (α) τακτικό που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της Οργάνωσης και καταλαμβάνει θέσεις οι οποίες προβλέπονται από τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της και (β) προσωπικό με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχιακές και πρόσκαιρες ανάγκες της Οργάνωσης, και στην παρ.2 ότι η υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων ρυθμίζεται με την ΚΥΑ 27346/1990, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα για όσα θέματα δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού. Στην συνέχεια, με το άρθρο 38 του ν. 2810/2000 "Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις" ορίσθηκε, κατά τρόπο ουσιαστικά όμοιο με τα παραπάνω, ότι (παρ.1) "Το προσωπικό των Α.Σ.Ο. είναι: α) Τακτικό, που διορίζεται σε θέσεις προβλεπόμενες από τον κανονισμό λειτουργίας τους και καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της οργάνωσης β) Με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες της οργάνωσης" (παρ.2) "Με κοινή Απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Γεωργίας ύστερα από γνώμη της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ. και της Ο.Σ.Ε.Γ.Ο. , ρυθμίζεται η υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων όλων των βαθμίδων και της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ.". Σε εκτέλεση της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης, με την ΚΥΑ 52800/2006 (ΦΕΚ Β' 1443) εκδόθηκε ο "Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης του Προσωπικού των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων και της ΠΑΣΕΓΕΣ", ο οποίος έχει ισχύ νόμου και στον οποίο ορίζεται, κατά τρόπο κατά βάση όμοιο με τα παραπάνω, ότι (α) στον κανονισμό αυτόν υπάγονται το τακτικό προσωπικό και το με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, μόνο κατά το μέρος που ορίζεται στο άρθρο 5 αυτού, καθώς και κατά το μέρος που ορίζεται στην σύμβαση πρόσληψής του (άρθρο 4 ), (β) το προσωπικό συνδέεται με την Οργάνωση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και διακρίνεται σε τακτικό, που διορίζεται σε θέσεις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό Κατάστασης Προσωπικού της Οργάνωσης και καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτής, και με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες της Οργάνωσης, στην περίπτωση δε αυτήν η διάρκεια, το είδος και οι όροι απασχόλησης του προσωπικού αυτού (με σύμβαση ορισμένου χρόνου, το οποίο δεν κατέχει οργανική θέση) ορίζονται στην ατομική σύμβαση εργασίας του, η οποία λήγει αυτοδίκαια με την πάροδο της συμφωνηθείσας διάρκειάς της και δεν μπορεί να υπερβεί τα 2 έτη συνολικά, χωρίς να απαιτείται προς τούτο κάποια άλλη διατύπωση (άρθρο 5 παρ. 1, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με την ΚΥΑ52199/2011). Από την αντιπαραβολή των ως άνω διατάξεων που αφορούν τη διάκριση του προσωπικού των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων σε τακτικό (δηλαδή αυτό που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτών κλπ) και με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες) προκύπτει ότι το τακτικό προσωπικό των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων συνδέεται με αυτές με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και, αντίστροφα, ότι οι προσλαμβανόμενοι από τέτοιες οργανώσεις για κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών τους, έστω με ανανεούμενη ή παρατεινόμενη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία ως εκ τούτου είναι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ανήκουν στο τακτικό προσωπικό αυτών. Εξάλλου, κατά το άρθρο 41 του Κανονισμού αυτού η εργασιακή σχέση προσωπικού λύεται, εκτός των άλλων τρόπων, και με απόλυση. Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 2 του ν. 1541/1985, 1 παρ. 2 του ν. 2169/1993 και 1 παρ. 3 του ν. 2810/2000 οι αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις κάθε βαθμίδας είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 919/2017 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ "¨ΝΟΜΟΣ"¨). Β) Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168 και 669 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και μπορεί να γίνει εκ μέρους ρου εργοδότη και σιωπηρά, δηλαδή με πράξεις από τις οποίες κατά τρόπο αμφίβολο προκύπτει η βούληση αυτού για τη λύση της σύμβασης. Τέτοια δε σιωπηρή καταγγελία συνιστά και η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις προσφερόμενες προσηκόντως υπηρεσίες του μισθωτού, όταν αυτή συνοδεύεται και με περιστάσεις από τις οποίες κατά τρόπο αμφίβολο προκύπτει ότι ο εργοδότης εκδήλωσε τη βούλησή του για τη λύση της σύμβασης εργασίας (σχετ. ΑΠ 1640/2003 ΕλλΔνη 45 σελ. 759, ΑΠ 590/1994 ΔΕΝ 51 σελ. 931, ΕΑ 8867/2006 ΔΕΕ 2007 σελ. 844). Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2556/1997, η καταγγελία της εργασιακής σχέσης, που ασκείται με μονομερή δήλωση, την οποία απευθύνει το ένα συμβαλλόμενο μέρος στο άλλο, για να του γνωρίσει την πρόθεσή του να λήξει η μεταξύ τους συμβατική σχέση, θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως και έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή, επί ποινή ακυρότητας (άρθρο 174 ΑΚ), πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βούλησης του εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Η ως άνω ακυρότητα της καταγγελίας, λόγω έλλειψης των προϋποθέσεων, τασσόμενη υπέρ του μισθωτού, είναι σχετική και συνεπώς μπορεί αυτόν να παραιτηθεί (άρθρα 156 και 361 ΑΚ), ρητά ή σιωπηρά, από το δικαίωμά του να την προβάλει, θεωρώντας την καταγγελία έγκυρη. Ο εργαζόμενος, δηλαδή έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή μισθών υπερημερίας, είτε να παραιτηθεί, όπως αναφέρθηκε, από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της, να την θεωρήσει έγκυρη και να αξιώσει την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης (ΕφΠειρ 417/2014 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ "ΝΟΜΟΣ"). Περαιτέρω, μετά την περιέλευση της δήλωσης καταγγελίας στο πρόσωπο προς το οποίο απαιτείται να απευθυνθεί, ο καταγγέλλων δεν μπορεί μονομερώς να ανακαλέσει την καταγγελία. Η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνον αν η σχετική δήλωση περιέλθει στον αποδέκτη της προηγουμένως ή ταυτόχρονα με την καταγγελία καθώς επίσης και στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος συναινεί σε αυτή{ΑΠ 450/1999 ΕλλΔνη 40, σελ. 1731, ΑΠ 1238/1985, ΕΕργΔ 1986, σελ. 612, ΕφΛαρ 274/2015 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ "ΔΣΑ", ΕφΑθ 6509/2982, ΕΕργΔ 1983, σελ. 652}. Η μεταγενέστερη ανάκληση δεν μπορεί πλέον να ανατρέψει την άμεση διαπλαστική ενέργεια της καταγγελίας (βλ. Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, 3η έκδ., 2015, σελ 355).
-----------------------------------------
ΙΙ) Κατά πάγια αρχή που έχει διαμορφωθεί στο εργατικό δίκαιο, η άκυρη σύμβαση εργασίας, για όσο διάστημα λειτούργησε, αντιμετωπίζεται ως έγκυρη, με συνέπεια η ακυρότητα να μην ενεργεί αναδρομικά (ex tunc), αλλά μόνο για το μέλλον (ex tunc) (βλ. Κουκιάδη, Εργατ, Δίκ., σελ 243, Καρακατσάνη/Γαρδίκα, Αρομ. Εργατ.Δίκ.,σελ 157, Ντάσιο, Εργατ.Δικονομ. Δίκ. Α/Ι (4η έκδ.) , σελ. 132 και Δ.Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, 3η έκδ., 2015 σελ 355}. Το ίδιο ισχύει και για την ακυρώσιμη σύμβαση που ακυρώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Κατ' απόκλιση του κανόνα του άρθρου 184 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η ακυρώσιμη δικαιοπραξία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, η ακύρωση της σύμβασης εργασίας ενεργεί μόνο για το μέλλον και δεν έχει αναδρομικά αποτελέσματα. Για το διάστημα επομένως, που η άκυρη σύμβαση εργασίας λειτούργησε, τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις που θα είχαν αν η σύμβαση ήταν έγκυρη. Τέλος, όταν πρόκειται για άκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και στη μονομερή λύση της προβαίνει ο εργοδότης, ο τελευταίος οφείλει να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση {Βλ. Ζερδελή, Δίκαιο Καταγγελίας, αριθμ. 396 όπου και παραπομπές στη νομολογία}. Ο ν. 3198/1995, ο οποίος αντί για "σύμβαση εργασίας" κάνει λόγο για "σχέση εργασίας", επεξέτεινε την προστασία του ν. 2112/1920 και του β.δ. 16/18.7.1920 και στις άκυρες συμβάσεις εργασίας στις οποίες ο εργαζόμενος διατελεί σε απλή σχέση εργασίας προς τον εργοδότη {ΟλΑΑΠ 192/1962, ΕΕργΔ 1962, 453 ΑΠ 462/1965, ΕΕργΔ 1965, 1357}. Ο δικαιολογητικός λόγος καταβολής της προβλεπόμενης από το νόμο αποζημίωσης σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συντρέχει επομένως και στην περίπτωση της άκυρης σύμβασης εργασίας {ΟλΑΠ 1401/2011, ΔΕΝ 2012, 562}. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 10/2012 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ "ΝΟΜΟΣ"). Ωστόσο, για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμα κατ' αυτού η ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί ούτε κατ' ανάγκην από την άσκηση του δικαιώματος να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/2001 δημοσιευμένη στην ΤΓρΝομΠληρ "ΝΟΜΟΣ").­-