Αρχειοθήκη ιστολογίου

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

ΕΞΙΣΩΣΗ ΗΛΙΚΙΑΚΩΝ ΟΡΙΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Δ.ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΜΕ 25 ΕΤΙΑ ΚΑΙ ΑΝΗΛΙΚΟ ΤΟ 2010


317/2020
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΕΛ.ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

ΣΧΟΛΙΟ: Με την απόφαση αυτή κρίθηκε ως αντισυνταγματική η διάταξη του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της, από 1.1.2011, με το ν. 3865/2010, με την οποία θεσπίζεται μικρότερο όριο συνταξιοδότησης για τις γυναίκες υπαλλήλους με ανήλικο τέκνο, οι οποίες συμπληρώνουν 25ετή συντάξιμη υπηρεσία μέχρι 31.12.2010, (συγκεκριμένα το 50 έτος της ηλικίας τους) έναντι των ανδρών υπαλλήλων.
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

...Η διαφορετική αυτή συνταξιοδοτική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών και, μάλιστα, τόσο αυτών που τελούν σε ειδικές συνθήκες (μητέρες με ανήλικα παιδιά), όσο και των λοιπών που δεν τελούν σε τέτοιες συνθήκες συνιστά δυσμενή διάκριση των πρώτων έναντι των δεύτερων και μόνο κριτήριο το φύλο τους, που δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος ή από λόγους που ανάγονται στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας των γυναικών σε θέματα μητρότητας, γάμου και οικογένειας ή σε καθαρά βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων υπέρ αυτών. Και τούτο διότι, κατά το μέρος που με τις συνταξιοδοτικές αυτές ρυθμίσεις σκοπείται η προστασία της οικογένειας και των παιδιών, δεν επιτρέπεται η διαφορετική μεταχείριση των δύο φύλων, δοθέντος ότι και οι δύο γονείς έχουν, δεδομένων των σύγχρονων κοινωνικών συνθηκών, τις ίδιες υποχρεώσεις και τα ίδια βάρη στο πλαίσιο της προστασίας και ανατροφής των τέκνων τους (λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι στην ως άνω διάταξη δεν προσδιορίζεται η ηλικία των τέκνων), καθώς και της λειτουργίας και της ενότητας της οικογένειας. Η θέσπιση, άλλωστε, διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδότησης με βάση το φύλο, ούτε από καθαρά βιολογικές διαφορές μεταξύ τους δικαιολογείται, αφού δεν συναρτάται με διαφορετικό προσδόκιμο ζωής, ούτε θετικό μέτρο συνιστά για την προώθηση της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων και την άρση τυχόν υφιστάμενων ανισοτήτων σε βάρος των γυναικών, αφού, με τον τρόπο αυτό, δεν διευκολύνονται οι γυναίκες στη συνέχιση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, ούτε αποκαθίστανται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτές στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, αλλά απλώς τίθενται σε ευνοϊκότερη θέση έναντι του άλλου φύλου με το να μπορούν να συνταξιοδοτηθούν σε μικρότερη ηλικία σε σχέση με τους άνδρες.
9. Η διαφορετική συνταξιοδοτική μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την ηλικία συνταξιοδότησής τους αντίκειται επίσης και στην αρχή της ισότητας αμοιβών, η οποί κατοχυρώνεται διαχρονικά στο ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 141 παρ. 2 της Συνθήκης του Άμστερνταμ και ήδη άρθρο 157 παρ. 2 ΣΛΕΕ) και απαγορεύει διακρίσεις λόγω φύλου για τα πρόσωπα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, μεταξύ των οποίων και οι συνταξιοδοτούμενοι κατά το σύστημα του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (βλ. σκέψη 5). Εξ άλλου ο καθορισμός διαφορετικών ηλικιακών ορίων ως προς τη συνταξιοδότηση ανδρών και γυναικών δεν δύναται να θεωρηθεί ως επιτρεπόμενο θετικό μέτρο κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου (βλ. και άρθρο 3 της Οδηγίας 2006/54/ΕΚ), καθόσον ως τέτοιο, υπό τις κρατούσες πλέον κοινωνικές συνθήκες, μπορεί να θεωρηθεί μόνο εκείνο που εξασφαλίζει την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική και οικονομική ζωή, ενισχύει και διευκολύνει την επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών ή αντισταθμίζει τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
10. Εφόσον δε, κατά το ανωτέρω, η ως άνω συνταξιοδοτική διάταξη, με την οποία θεσπίζεται μικρότερο όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση των γυναικών εισάγει διάκριση εις βάρος των ανδρών χωρίς να υφίστανται αποχρώντες λόγοι που να τη διευκολύνουν, είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στην αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται τόσο στο Σύνταγμα όσο και στις προαναφερόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου. Ως εκ τούτου, προς αποκατάσταση της ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων, για όσο χρονικό διάστημα διατηρείται σε ισχύ η δυσμενής αυτή διάκριση σε βάρος των ανδρών (ήτοι για όσους έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι 31.12.2010, καθόσον από 1.1.2011 τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών εξισώθηκαν), πρέπει να επεκταθεί και στους άνδρες υπαλλήλους η ευνοϊκότερη ρύθμιση που ισχύει για τις γυναίκες (βλ. απόφ. ΔΕΚ C-559/07, της 26ης Μαρτίου 2009, Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας σκ. 26, Ολ. Ελ. Συν. 1268/2018, 734/2018, 1807/2014).
ΠΗΓΗ: https://www.elsyn.gr/ (ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑΣ)


Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ΑΡΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ


ΑΡΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

ΜΟΝ.ΠΡΩΤ.ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘ. ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1006/2020


(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

....Κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 1685 ΑΚ, η δικαστική συμπαράσταση αίρεται αν έχουν εκλείψει οι λόγοι που την προκάλεσαν, δηλαδή ανάλογα με το συγκεκριμένο λόγο που προκάλεσε την υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση, είτε με τη θεραπεία του συμπαραστατουμένου από την ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή σωματική αναπηρία από την οποία έπασχε, σε τέτοιο βαθμό που να έχει τη δυνατότητα αυτομέριμνας των υποθέσεών του, είτε με τη βελτίωση της ασωτίας, της τοξικομανίας ή του αλκοολισμού, εξαιτίας της οποίας τέθηκε σε δικαστική συμπαράσταση, σε τέτοιο βαθμό που να μην εκθέτει πλέον στον κίνδυνο στέρησης τον ίδιο και τους αναφερομένους στο άρθρο 1666 παρ. 1 περ.2 ΑΚ συγγενείς του. Η άρση της δικαστικής συμπαράστασης επιφέρει λήξη, κατάλυση αυτής, με συνέπεια την επάνοδο του προσώπου στην κατάσταση που βρισκόταν πριν από την κήρυξή της, από την άποψη της δικαιοπρακτικής ικανότητας και της επιμέλειας (ΕφΘεσ 432/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι η διαδικασία της άρσης κινείται ύστερα από αίτηση των προσώπων που δικαιούνται να ζητήσουν την κήρυξη της δικαστικής συμπαράστασης. Επομένως, νομιμοποιούνται ο εισαγγελέας ή και το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, οι γονείς, τα τέκνα και ο σύζυγος του συμπαραστατούμενου, εφόσον υφίσταται έγγαμη συμβίωση, καθώς και ο ίδιος ο συμπαραστατούμενος. Ο τελευταίος δε, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την άρση, ο ίδιος. χωρίς να υφίσταται ανάγκη εκπροσώπησής του από το δικαστικό του συμπαραστάτη, ως νόμιμο αντιπρόσωπό του, ακριβώς λόγω του ότι ο ίδιος είναι πλέον υγιής, και δεν νοσεί από την πάθηση εξαιτίας της οποίας τέθηκε σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης. Σε αυτόν εξάλλου το λόγο οφείλεται και η επιλογή του νομοθέτη περί αποκλεισμού του δικαστικού συμπαραστάτη από τα άτομα που νομιμοποιούνται να ζητήσουν την άρση αυτής. (Βλ. σχετ. Α. Γεωργιάδης-Μ. Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ, Οικογενειακό Δίκαιο, τομ VIII, άρθρ. 1685-1686, σημ. 11, 12, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρνομΑΚ, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμος Ε, άρθρ1685, σημ.3, σελ. 1424).

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ΕΛΕΝΗ ΚΥΡΑΡΙΝΗ