Αρχειοθήκη ιστολογίου

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΣΕ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥΣ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ- ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΜΙΣΘΩΤΟΥ



ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΣΕ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥΣ ΜΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ- ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΜΙΣΘΩΤΟΥ








190/2020 ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΟΝ.ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Η απόφαση αυτή ασχολήθηκε μεταξύ άλλων με τα θέματα του ορισμένου του δικογράφου της αγωγής σε εργατική διαφορά με την οποία ζητούνται δεδουλευμένες αποδοχές, το καθεστώς εργασίας του προσωπικού αγροτικών συνεταιρισμών και την έννοια της τροποποιητικής καταγγελίας καθώς και τη δυνατότητα ανάκλησης αυτής. Σχετικά είναι και τα επιλεγμένα αποσπάσματα:
.’’κατά τη διάταξη του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 416 και 422 εδ α του ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη ορίζει η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή και η δεύτερη ότι, αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά την καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί, προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους, φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης της καταβολής που επάγεται την απόσβεση της οφειλής του, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον αυτό εξυπακούεται, αφού γι' αυτό μόνος είναι η διαφορά. Κατά συνέπεια δεν απαιτείται να αναφέρονται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής και τα ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγονται μισθωτό από τον εναγόμενο εργοδότη του και μάλιστα χωριστά για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (αποδοχές, επιδόματα, προσαυξήσεις για παροχή υπερεργασιακής εργασίας), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 του ΑΚ ένσταση εξόφλησης εκ μέρους του εναγομένου εργοδότη. Αν παρά ταύτα στο δικόγραφο της αγωγής διαλαμβάνεται συνολικά και το ποσό που για τις αιτίες αυτές καταβλήθηκε στον ενάγοντα, η ως άνω αναφορά ενέχει καθ' υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή, κατά τα ως άνω κεφάλαια, αφού οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίας που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν. Κατά συνέπεια η παράλειψη της μνείας του ύψους των εν λόγω καταβολών χωριστά για κάθε κονδύλιο, δεν επάγεται αδυναμία άμυνας του εναγομένου εργοδότη, αφού οι καταβολές αυτές στηρίζουν ισχυρισμό αυτού περί ολικής ή μερικής εξόφλησης (αρθ. 416 και 422 εδ. α του ΛΚ) και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος, οπότε η σχετική σύγκριση θα γίνει με βάση το είδος και το ύψος των επί μέρους απαιτήσεων, πριν την πιο πάνω αφαίρεση (ΑΠ 1004/2017, Νόμος)’’...
...’’Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω διατάξεων που αφορούν τη διάκριση του προσωπικού των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων σε τακτικό (δηλαδή αυτό που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτών κ.λπ.) και με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες) προκύπτει ότι το τακτικό προσωπικό των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων συνδέεται με αυτές με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και, αντίστροφα, ότι οι προσλαμβανόμενοι από τέτοιες οργανώσεις, στερούμενων εσωτερικών κανονισμών λειτουργίας, ψηφισθέντος και εκδοθέντος από τη γενική τους συνέλευση, για κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών τους, έστω με ανανεούμενη ή παρατεινόμενη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ανήκουν στο τακτικό προσωπικό αυτών (ΑΠ 681/2018, ΑΠ 919/2017, ΑΠ 1256/2013, ΑΠ 1693/2011, Νόμος, βλ. αντίθετη ΑΠ 52/2009, Νόμος).’’...
...’’Από τη διάταξη δεν της παραγράφου 4 της ως άνω ΠΥΣ υπ' αριθ. 6/2012 συνάγεται επίσης ότι οι ΣΣΕ, που έληξαν ή καταγγέλθηκαν εντός του τελευταίου εξαμήνου, πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4046/2012, εξακολουθούν να ισχύουν για ένα τρίμηνο, ήτοι από τις 14.2.2012 έως τις 14.5.2012 και δεσμεύουν όπως προαναφέρθηκε τους εργαζομένους και τους εργοδότες που συμβλήθηκαν σ' αυτές. Εκ άλλου σύμφωνα με τη γενική "αρχή της εύνοιας" υπέρ των εργαζομένων, που διαπνέει το εργατικό δίκαιο, η προσπάθεια αναζήτησης της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον εκμισθωτή της εργασίας δεν περιορίζεται μόνο στο συσχετισμό μεταξύ συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά επεκτείνεται και στη σχέση μεταξύ περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, που ρυθμίζουν εν δυνάμει τους όρους αμοιβής και εργασίας σε συγκεκριμένη περίπτωση (π.χ. νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης κ.λ.π.) Με βάση, λοιπόν, την "αρχή της εύνοιας" υπέρ των μισθωτών, που ήδη προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν. 1876/1990, "οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφ' όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους". Αυτό συμβαίνει, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΣΣΕ) περιέχουν τα κατώτατα όρια προστασίας και, ως εκ τούτου, απαγορεύουν την τυχόν δυσμενέστερη ρύθμιση με μια ατομική σύμβαση, όχι, όμως, και την δι' αυτής βελτίωση της προστασίας των εργαζόμενων. Με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι "για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά", καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ' ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, η "αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων". Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ολΑΠ 1/2007, ΑΠ 773/2017, ΑΠ 692/2014, Νόμος). Επομένως, σε ατομικό επίπεδο, είναι έγκυρη, η μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, ρητή ή σιωπηρή, συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει για την εργασία που παρέχει στον πρώτο την αμοιβή, που προβλέπεται από ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει ΣΣΕ που καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη συλλογική. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι συλλογικές ρυθμίσεις, προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη (ΑΠ 874/2018, ΑΠ 773/2017, ΑΠ 692/2014, Νόμος).
Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 349 έως 351, 361, 648 παρ1, 652 παρ.1. 656 του ΑΚ 1, 3, 7 και 8 του ν. 2112/1920, όπως το τελευταίο ερμηνεύτηκε αυθεντικά με το άρθρο 11 παρ1 του α.ν. 547/1937 και 5 παρ 3 του ν. 3198/1955, συνάγεται ότι επί μονομερούς από τον εργοδότη βλαπτικής για το μισθωτό μεταβολής των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο μισθωτής έχει την ευχέρεια α) είτε να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συντελείται κατά το άρθρο 361 του ΑΚ νέα σύμβαση εργασίας, τροποποιητική της αρχικής, που καταλύει το δικαίωμα του μισθωτού να απαιτήσει την εκπλήρωση της ενοχής με τους αρχικούς όρους, β) είτε να θεωρήσει τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη και, αποχωρώντας από την εργασία του, να αξιώσει την οφειλόμενη αποζημίωση, γ) είτε να αποκρούσει τη μεταβολή και να συνεχίσει να προσφέρει την εργασία του υπό τους αρχικούς όρους, αξιώνοντας την τήρηση των όρων αυτών, οπότε ο εργοδότης, αν δεν αποδέχεται την εργασία με τους αρχικούς όρους, οφείλει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 442/2016. ΑΠ 363/2015, ΑΠ 624/2015, Νόμος). Εξάλλου, βλαπτική μεταβολή, που παρέχει στον εργαζόμενο τα παραπάνω δικαιώματα, συνιστά και η μείωση των αποδοχών (ΑΠ 72/2019, ΑΠ 1162/2019, ΑΠ 431/2010, ΑΠ 1288/2003, ΑΠ 1431/2002, ΑΠ 1299/2001, ΕφΔωδ 365/2005, ΕφΠειρ 36/2004, ΕφΠατρ 748/2004μ Νόμος). Το μισθό που δίδεται με την πρόθεση να αποτελέσει αντάλλαγμα της παροχής της εργασίας, δεν δικαιούται να μειώσει ο εργοδότης μονομερώς, εκτός αν επιφύλαξε στον εαυτό του τέτοιο δικαίωμα με τη σύμβαση (υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι και ο νέος μετά τη μείωση μισθός δεν υπολείπεται του θεσπισμένου από τις οικείες κανονιστικές διατάξεις) ή αν δόθηκε από ελευθεριότητα, αλλά όχι με την πρόθεση να αποτελέσει αντάλλαγμα της παροχής της εργασίας ή δόθηκε αποκλειστικά προς αντιμετώπιση λειτουργικών αναγκών της επιχειρήσεως που έπαυσαν ( ΑΠ 1681/2010, ΑΠ 1455/2003 Νόμος, ΑΠ 1937/1988 ΔΕΝ 45, 920). Περαιτέρω, σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 361 και 669 παρ 2 ΑΚ, η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (ως μονομερής απευθυντέα δικαιοπραξία), ασκείται με δήλωση του καταγγέλοντος, η οποία γνωστοποιείται σε αυτόν που απευθύνεται, χωρίς να χρειάζεται να τύχει αποδοχής από αυτόν, παράγει δε τα έννομα αποτελέσματά της, δηλαδή τη λύση της σύμβασης εργασίας, κατά την υπό του άρθρου 167 ΑΚ θεωρία της λήψης, ευθύς ως περιέλθει σύννομα σε αυτόν στον οποίο απευθύνεται και ανεξάρτητα από τη γνώση του τελευταίου, αρκεί μόνο να ήταν δυνατόν υπό κανονικές συνθήκες αυτός να λάβει γνώση αυτής (ΑΠ 1127/2019, ΑΠ 72/2019, ΑΠ 277/2016, ΑΠ 359/2015, ΑΠ 541/2014, ΑΠ 94/2004, ΑΠ 162/1983, Νόμος). Λόγω δε του διαπλαστικού χαρακτήρα του δικαιώματος αυτού, η καταγγελία δεν είναι δεκτική αιρέσεως (ΑΠ 397/2017, ΑΠ 277/2016, 65/2012, 524/2008, Νόμο), εκτός εάν η πλήρωση αυτής εξαρτάται αποκλειστικά από τη θέληση εκείνου προς τον οποία απευθύνεται (εξουσιαστική αίρεση) (ΑΠ 1162/2019, ΑΠ 1322/2017, ΑΠ 1199/2002, Νόμος). Μετά την περιέλευσή της στον εργαζόμενο δεν μπορεί να γίνει ούτε ανάκληση αυτής από τον εργοδότη έστω και με τη συναίνεση του εργαζόμενου, αφού η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνο αν γίνει προηγουμένως ή ταυτοχρόνως με την καταγγελία (άρθρο 168 Α.Κ.) ούτε, περαιτέρω, να συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου ότι αυτή δεν θα αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της (ΑΠ 55/2015, ΑΠ 1619/2006, ΑΠ 1792/1987, ΑΠ 162/1983, ΕφΠατρ 437/2011, Νόμος). Εξάλλου η συνέχιση, μετά την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, της προσφοράς της εργασίας από τον εργαζόμενο και η αποδοχή της από τον εργοδότη, μπορεί να οδηγήσει μόνο στη σύναψη νέας σύμβασης εργασίας χωρίς να επιδρά στη λύση της σύμβασης εργασίας που επέρχεται με την περιέλευση της καταγγελίας στον εργαζόμενο. (ΑΠ 1619/2006, Νόμος).’’...

Δικηγόρος εκκαλούντος-εναγόμενου : Βασίλειος Στάθης, Δ.Σ.Καρδίτσας
Δικηγόροι εφεσιβλήτων-εναγόντων: Ελένη Κυραρίνη ΔΣΑ, Ευαγγελία Κουρεμένου Δ.Σ.Τρικάλων.