ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ
ΕΡΓΑΤΙΚΗ
ΔΙΑΦΟΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ
105/2018
Η
συγκεκριμένη σημαντική Απόφαση ερευνά
το καθεστώς εργασίας των υπαλλήλων
των συνεταιριστικών οργανώσεων, την
φύση και τα αποτελέσματα της καταγγελίας
και της τροποποιητικής καταγγελίας της
σύμβασης εργασίας, την άκυρη σύμβαση
εργασίας και τα απορρέοντα από αυτή
δικαιώματα του εργαζόμενου και την
εφαρμογή του 281 ΑΚ στις σχέσεις εργαζόμενου
-εργοδότη.
Δικηγόροι
εναγόντων: Ευαγγελία Κουρεμένου, Ελένη
Κυραρίνη
Δικηγόρος εναγομένου: Βασίλειος
Στάθης
.......
I) A) Με
τα άρθρα: (;α) 3 παρ. 1 εδ. α, 2 εδ. β και 5 εδ.
β του κυρωθέντος με την από 7 Μαΐου 1946
Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου του ν.
1859/1944 "περί τροποποιήσεως και
συμπληρώσεις του Ν. 785/1943 περί καταργήσεως
διατάξεων αφορωσών την νομοθεσίαν των
γεωργικών συνεταιρισμών', (β) 2 παρ. 1 εδ.
α και 33 παρ 1, 2 και 4 εδ. β του από 23/30
Ιουλίου 1946 β. δ/τος "περί της υπαλληλικής
καταστάσεως του προσωπικού των γεωργικών
συνεταιριστικών οργανώσεων", όπως
το εδ. α της παρ. 1 του άρθρου 3 του
διατάγματος αυτού αντικαταστάθηκε με
το άρθρο 1 παρ. του β. δ/τος της 18 Αυγούστου
/ 2 Σεπτεμβρίου 1953 "περί τροποποιήσεως
και συμπληρώσεως του από 23/30-7-1946 β.δ.
κ.τ.λ.", και (γ) 1 παρ. 4, 33 και 72 παρ. 1 και
2 του ν. 1541/1985 "περί αγροτικών
συνεταιριστικών οργανώσεων", που με
την τελευταία από τις εν λόγω διατάξεις
του διατήρησε σε ισχύ και όλες τις
προηγούμενες ως άνω διατάξεις, ορίζονται,
αντιστοίχως, τα εξής: (1) "Το
προσλαμβανόμενον υπό των πάσης φύσεως
και παντός βαθμού γεωργικών συνεταιριστικών
οργανώσεων προσωπικόν είναι μόνιμον.
Ο αριθμός των θέσεων και ο τρόπος
προσλήψεως των υπαλλήλων και υπηρετών
εκάστης γεωργικής συνεταιριστικής
οργανώσεως και της Συνομοσπονδίαν
Γεωργικών Συνεταιρισμών καθορίζονται
διά του εσωτερικού κανονισμού αυτών
ψηφιζομένου υπό της
γενικής συνελεύσεως και εγκρινομένου
κατά τας περί εγκρίσεως των καταστατικών
των γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων
διατάξεις του παρόντος νόμου. Αι αυταί
οργανώσεις δύνανται να προσλαμβάνουν
διά τας εργασίας των ημερομίσθιον
έκτακτον ή επί συμβάσει εργατοτεχνικόν
προσωπικόν κατά τα ειδικώτερον διά του
εσωτερικού κανονισμού εκάστης οργανώσεως
καθορισθησόμενα. (2) Αι παρ' εκάστη
συνεταιριστική οργανώσει μόνιμοι θέσεις
ή τυχόν εις υπηρεσίας ή τμήματα
υποδιαίρεσις εκάστης οργανώσεως και η
ονομασία τούτων και ο αριθμός των
δυναμένων να προσληφθώσιν υπαλλήλων
καθορίζονται διά του εσωτερικού
κανονισμού εκάστης οργανώσεως. Το
προσωπικόν το προσλαμβανόμενον εις τας
υπό του κανονισμού προβλεπομένας
μονίμους θέσεις των γεωργικών
συνεταιριστικών οργανώσεων διοριζόμενοι
υπάλληλοι ή υπηρέται τελούσιν υπό
δοκιμασίαν, μή δυνάμενοι να μονιμοποιηθώσι
προ της παρελεύσεως ενός έτους, καθ' ο
αργεί η διά της μονιμότητος καθιερουμένη
προστασία. Κατά το διάστημα τούτο
δύνανται οι τοιούτοι υπάλληλοι να
πολυθώσι κατά την κρίσιν του κατά τον
εσωτερικόν κανονισμόν αρμοδίου οργάνου
της συνεταιριστικής οργανώσεως, επί
της περί καταγγελίας συμβάσεως εργασίας
εκάστοτε κειμένης νομοθεσίας. Αι αυταί
οργανώσεις δύνανται να προσλαμβάνωσι
διά τας εργασίας των ημερομίσθιον ή επί
συμβάσει εργατοτεχνικόν προσωπικόν",.
Και (3) "Συμπληρωματικά, για θέματα
που δεν ρυθμίζονται από τον νόμον αυτόν,
εφαρμόζονται οι κανόνες του εμπορικού
και του αστικού δικαίου. Η γενική
συνέλευση, με την αυξημένη απαρτία και
πλειοψηφία του άρθρου 25παρ.2,
εκδίδει εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας
του συνεταιρισμού, ο οποίος καθορίζει:
α) τους όρους λειτουργίας του
συνεταιρισμού....2. Από τη δημοσίευση του
παραπάνω κανονισμού στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως καταργούνται ο Ν. 1859/1944 και
το β.δ. 23/30-7-1946, όπως τροποποιήθηκαν. Οι
διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1 του Ν.
1859/1944 και του άρθρου 3 του β.δ. 23/30-7-1945
εξακολουθούν να ισχύουν". Με βάση τα
παραπάνω εξουσιοδοτική διάταξη εκδόθηκε
η ΚΥΑ 27346/17-10-1990 (ΦΕΚ Β' 700), με την οποία
εγκρίθηκε ο Κανονισμός Υπηρεσιακής
Κατάστασης Προσωπικού Αγροτικών
Συνεταιριστικών Οργανώσεων, που ορίζει
στο άρθρο 6 ότι το προσωπικό των Οργανώσεων
διακρίνεται σε τακτικό (μόνιμο) και σε
έκτακτο, στο άρθρο 7 ότι το τακτικό
προσωπικό είναι μόνιμο και καλύπτει
πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας,
καταλαμβάνει δε θέσεις που προβλέπονται
από τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας
της Οργάνωσης κατά κατηγορία και βαθμό,
και στο άρθρο 8 ότι (α) για την αντιμετώπιση
εκτάκτων ή εποχιακών αναγκών το Διοικητικό
Συμβούλιο της Οργάνωσης μπορεί να
προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό με
σύμβαση ορισμένου χρόνου διαρκείας
μέχρι 12 μηνών (παρ. 1), (β) η σύμβαση
ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να παραταθεί
εάν έχει συναφθεί για 12μηνη διάρκεια,
εάν δεν έχει συναφθεί για μικρότερη
διάρκεια μπορεί να παραταθεί μία μόνο
φορά για χρόνο όχι μεγαλύτερο από εκείνον
που υπολείπεται για να συμπληρωθεί
12μηνο (παρ. 2) και (γ) μετά την λήξη της
σύμβασης ορισμένου χρόνου δεν μπορεί
να συναφθεί σύμβαση
ορισμένου χρόνου πριν από την πάροδο
τουλάχιστον 4 μηνών από την λήξη της
(παρ.3). Περαιτέρω, το άρθρο 46 του ν.
2169/1993 "Αγροτικές Συνεταιριστικές
Οργανώσεις και άλλες διατάξεις", που
ισχύει από 10-9-1993, ορίζει στην παρ. 1 ότι
το προσωπικό που προσλαμβάνεται από
τις Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις
είναι (α) τακτικό που καλύπτει πάγιες
και διαρκείς ανάγκες της Οργάνωσης και
καταλαμβάνει θέσεις οι οποίες προβλέπονται
από τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας
της και (β) προσωπικό με σύμβαση εργασίας
ορισμένου χρόνου που καλύπτει ειδικές,
έκτακτες, εποχιακές και πρόσκαιρες
ανάγκες της Οργάνωσης, και στην παρ.2
ότι η υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού
των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων
ρυθμίζεται με την ΚΥΑ 27346/1990, όπως
τροποποιήθηκε μεταγενέστερα για όσα
θέματα δεν αντίκεινται στις διατάξεις
του νόμου αυτού. Στην συνέχεια, με το
άρθρο 38 του ν. 2810/2000
"Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις"
ορίσθηκε, κατά τρόπο ουσιαστικά όμοιο
με τα παραπάνω, ότι (παρ.1) "Το προσωπικό
των Α.Σ.Ο. είναι: α) Τακτικό, που διορίζεται
σε θέσεις προβλεπόμενες από τον κανονισμό
λειτουργίας τους και καλύπτει πάγιες
και διαρκείς ανάγκες της οργάνωσης β)
Με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου,
που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχικές
ή πρόσκαιρες ανάγκες της οργάνωσης"
(παρ.2) "Με κοινή Απόφαση των Υπουργών
Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και
Γεωργίας ύστερα από γνώμη της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ.
και της Ο.Σ.Ε.Γ.Ο. , ρυθμίζεται η υπηρεσιακή
κατάσταση του προσωπικού των Αγροτικών
Συνεταιριστικών Οργανώσεων όλων των
βαθμίδων και της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ.". Σε
εκτέλεση της ως άνω εξουσιοδοτικής
διάταξης, με την ΚΥΑ 52800/2006 (ΦΕΚ Β' 1443)
εκδόθηκε ο "Κανονισμός Υπηρεσιακής
Κατάστασης του Προσωπικού των Αγροτικών
Συνεταιριστικών Οργανώσεων και της
ΠΑΣΕΓΕΣ", ο οποίος έχει ισχύ νόμου
και στον οποίο ορίζεται, κατά τρόπο κατά
βάση όμοιο με τα παραπάνω, ότι (α) στον
κανονισμό αυτόν υπάγονται το τακτικό
προσωπικό και το με σύμβαση εργασίας
ορισμένου χρόνου, μόνο κατά το μέρος
που ορίζεται στο άρθρο 5 αυτού, καθώς
και κατά το μέρος που ορίζεται στην
σύμβαση πρόσληψής του (άρθρο 4 ), (β) το
προσωπικό συνδέεται με την Οργάνωση με
σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και
διακρίνεται σε τακτικό, που διορίζεται
σε θέσεις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό
Κατάστασης Προσωπικού της Οργάνωσης
και καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες
αυτής, και με σύμβαση εργασίας ορισμένου
χρόνου που καλύπτει ειδικές, έκτακτες,
εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες της
Οργάνωσης, στην περίπτωση δε αυτήν η
διάρκεια, το είδος και οι όροι απασχόλησης
του προσωπικού αυτού (με σύμβαση ορισμένου
χρόνου, το οποίο δεν κατέχει οργανική
θέση) ορίζονται στην ατομική σύμβαση
εργασίας του, η οποία λήγει αυτοδίκαια
με την πάροδο της συμφωνηθείσας διάρκειάς
της και δεν μπορεί να υπερβεί τα 2
έτη συνολικά, χωρίς να απαιτείται προς
τούτο κάποια άλλη διατύπωση (άρθρο 5
παρ. 1, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή
της με την ΚΥΑ52199/2011). Από
την αντιπαραβολή των ως άνω διατάξεων
που αφορούν τη διάκριση του προσωπικού
των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων
σε τακτικό (δηλαδή
αυτό που καλύπτει πάγιες και διαρκείς
ανάγκες αυτών κλπ) και με σύμβαση εργασίας
ορισμένου χρόνου (που καλύπτει ειδικές,
έκτακτες, εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες)
προκύπτει ότι το τακτικό προσωπικό των
αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων
συνδέεται με αυτές
με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου
και, αντίστροφα, ότι οι προσλαμβανόμενοι
από τέτοιες οργανώσεις για κάλυψη πάγιων
και διαρκών αναγκών τους, έστω με
ανανεούμενη ή παρατεινόμενη σύμβαση
εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία ως
εκ τούτου είναι σύμβαση εργασίας αορίστου
χρόνου, ανήκουν στο τακτικό προσωπικό
αυτών. Εξάλλου,
κατά το άρθρο 41 του Κανονισμού αυτού η
εργασιακή σχέση προσωπικού λύεται,
εκτός των άλλων τρόπων, και με απόλυση.
Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 2 του ν.
1541/1985, 1 παρ. 2 του ν. 2169/1993 και 1 παρ. 3 του
ν. 2810/2000 οι αγροτικές συνεταιριστικές
οργανώσεις κάθε βαθμίδας είναι νομικά
πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 919/2017
δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ "¨ΝΟΜΟΣ"¨).
Β) Από τις διατάξεις των
άρθρων 167, 168 και 669 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει
ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας
αορίστου χρόνου είναι μονομερής
αναιτιώδης δικαιοπραξία και μπορεί να
γίνει εκ μέρους ρου εργοδότη και σιωπηρά,
δηλαδή με πράξεις από τις οποίες κατά
τρόπο αμφίβολο προκύπτει η βούληση
αυτού για τη λύση της σύμβασης. Τέτοια
δε σιωπηρή καταγγελία συνιστά και η
άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις
προσφερόμενες προσηκόντως υπηρεσίες
του μισθωτού, όταν αυτή συνοδεύεται και
με περιστάσεις από τις οποίες κατά τρόπο
αμφίβολο προκύπτει ότι ο εργοδότης
εκδήλωσε τη βούλησή του για τη λύση της
σύμβασης εργασίας (σχετ. ΑΠ 1640/2003 ΕλλΔνη
45 σελ. 759, ΑΠ 590/1994 ΔΕΝ 51 σελ. 931, ΕΑ 8867/2006
ΔΕΕ 2007 σελ. 844). Εξάλλου, κατά το άρθρο 2
παρ. 4 του ν. 2556/1997, η καταγγελία της
εργασιακής σχέσης, που ασκείται με
μονομερή δήλωση, την οποία απευθύνει
το ένα συμβαλλόμενο μέρος στο άλλο, για
να του γνωρίσει την πρόθεσή του να λήξει
η μεταξύ τους συμβατική σχέση, θεωρείται
έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως και
έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η
καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης
εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική
δικαιοπραξία, αφού αυτή, επί ποινή
ακυρότητας (άρθρο 174 ΑΚ), πρέπει να γίνει
εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βούλησης του
εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής
σύμβασης πρέπει να περιβληθεί τον
τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Η ως άνω
ακυρότητα της καταγγελίας, λόγω έλλειψης
των προϋποθέσεων, τασσόμενη υπέρ του
μισθωτού, είναι σχετική και συνεπώς
μπορεί αυτόν να παραιτηθεί (άρθρα 156 και
361 ΑΚ), ρητά ή σιωπηρά, από το δικαίωμά
του να την προβάλει, θεωρώντας την
καταγγελία έγκυρη. Ο εργαζόμενος, δηλαδή
έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη
την καταγγελία και να αξιώσει την
καταβολή μισθών υπερημερίας, είτε να
παραιτηθεί, όπως αναφέρθηκε, από το
δικαίωμα προσβολής του κύρους της, να
την θεωρήσει έγκυρη και να αξιώσει την
καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης
(ΕφΠειρ 417/2014 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ
"ΝΟΜΟΣ"). Περαιτέρω, μετά την
περιέλευση της δήλωσης καταγγελίας στο
πρόσωπο προς το οποίο απαιτείται να
απευθυνθεί, ο καταγγέλλων δεν μπορεί
μονομερώς να ανακαλέσει την καταγγελία.
Η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνον
αν η σχετική δήλωση περιέλθει στον
αποδέκτη της προηγουμένως ή ταυτόχρονα
με την καταγγελία καθώς επίσης και στην
περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος
συναινεί σε αυτή{ΑΠ 450/1999 ΕλλΔνη 40, σελ.
1731, ΑΠ 1238/1985, ΕΕργΔ 1986, σελ. 612, ΕφΛαρ
274/2015 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ "ΔΣΑ",
ΕφΑθ 6509/2982, ΕΕργΔ 1983, σελ. 652}. Η μεταγενέστερη
ανάκληση δεν μπορεί πλέον να ανατρέψει
την άμεση διαπλαστική ενέργεια της
καταγγελίας (βλ. Δ. Ζερδελή, Εργατικό
Δίκαιο, 3η έκδ., 2015, σελ 355).
-----------------------------------------
ΙΙ) Κατά πάγια αρχή
που έχει διαμορφωθεί στο εργατικό
δίκαιο, η άκυρη σύμβαση εργασίας, για
όσο διάστημα λειτούργησε, αντιμετωπίζεται
ως έγκυρη, με συνέπεια η ακυρότητα να
μην ενεργεί αναδρομικά (ex
tunc), αλλά μόνο για το μέλλον
(ex tunc) (βλ.
Κουκιάδη, Εργατ, Δίκ., σελ 243,
Καρακατσάνη/Γαρδίκα, Αρομ. Εργατ.Δίκ.,σελ
157, Ντάσιο, Εργατ.Δικονομ. Δίκ. Α/Ι (4η
έκδ.) , σελ. 132 και Δ.Ζερδελή, Εργατικό
Δίκαιο, 3η έκδ., 2015 σελ 355}. Το ίδιο ισχύει
και για την ακυρώσιμη σύμβαση που
ακυρώθηκε με τελεσίδικη δικαστική
απόφαση. Κατ' απόκλιση του κανόνα του
άρθρου 184 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η
ακυρώσιμη δικαιοπραξία μετά την ακύρωσή
της εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη,
η ακύρωση της σύμβασης εργασίας ενεργεί
μόνο για το μέλλον και δεν έχει αναδρομικά
αποτελέσματα. Για το διάστημα επομένως,
που η άκυρη σύμβαση εργασίας λειτούργησε,
τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και
τις ίδιες υποχρεώσεις που θα είχαν αν
η σύμβαση ήταν έγκυρη. Τέλος, όταν
πρόκειται για άκυρη σύμβαση εργασίας
αορίστου χρόνου και στη μονομερή λύση
της προβαίνει ο εργοδότης, ο τελευταίος
οφείλει να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση
{Βλ. Ζερδελή, Δίκαιο Καταγγελίας, αριθμ.
396 όπου και παραπομπές στη νομολογία}.
Ο ν. 3198/1995, ο οποίος αντί για "σύμβαση
εργασίας" κάνει λόγο για "σχέση
εργασίας", επεξέτεινε την προστασία
του ν. 2112/1920 και του β.δ. 16/18.7.1920 και στις
άκυρες συμβάσεις εργασίας στις οποίες
ο εργαζόμενος διατελεί σε απλή σχέση
εργασίας προς τον εργοδότη {ΟλΑΑΠ
192/1962, ΕΕργΔ 1962, 453 ΑΠ 462/1965, ΕΕργΔ 1965, 1357}.
Ο δικαιολογητικός λόγος καταβολής της
προβλεπόμενης από το νόμο αποζημίωσης
σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης
εργασίας αορίστου χρόνου συντρέχει
επομένως και στην περίπτωση
της άκυρης σύμβασης εργασίας {ΟλΑΠ
1401/2011, ΔΕΝ 2012, 562}. Περαιτέρω, κατά το άρθρο
281 ΑΚ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται
αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που
επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη,
ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του
δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως
αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται
καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του
δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική
κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το
χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς
κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να
επάγονται την απόσβεση
του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή
τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις
περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του
μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει
στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε
υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και
διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο
να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για
τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να
χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση
του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί
στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του
δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη
του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η
πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται
να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 10/2012
δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ "ΝΟΜΟΣ").
Ωστόσο, για την εφαρμογή της διατάξεως
του άρθρου 281 ΑΚ δεν αρκεί καταρχήν μόνη
η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου
να ασκήσει το δικαίωμα κατ' αυτού η ότι
δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί ούτε
κατ' ανάγκην από την άσκηση του δικαιώματος
να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή
και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο,
αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός
ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων
περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά
τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου,
εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί
σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου
και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η
άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει
αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής
αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου
(ΟλΑΠ 8/2001 δημοσιευμένη στην ΤΓρΝομΠληρ
"ΝΟΜΟΣ").-