ΣτΕ
Ολ.1891/2019 (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ)
Πρόεδρος:
Ε. Σαρπ
Εισηγητής:
Γ.Τσιμέκας
Θέμα:
επανυπολογισμός κύριων συντάξεων –
κρατική χρηματοδότηση κύριων συντάξεων
– αναλογιστική μελέτη για τη βιωσιμότητα
του ΕΦΚΑ – μελέτη για την τεκμηρίωση
της επάρκειας των παροχών – ποσοστά
αναπλήρωσης κύριας συντάξεως
Με
την 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας ακυρώθηκε
η 26083/887/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού
Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Αναπληρωτή
Υπουργού Οικονομικών με τίτλο
«Αναπροσαρμογή κύριων συντάξεων -
Προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων»
(Β΄ 1605/7.6.2016 και διορθώσεις σφαλμάτων Β΄
1623/8.6.2016 και Β΄ 1988/1.7.2016). Ειδικότερα:
Α.
Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι, στο πλαίσιο
της επιχειρούμενης με το ν. 4387/2016
ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αιτιολογείται
επαρκώς η επιλογή, κατ’ εφαρμογή των
άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) και της
παραπάνω κ.υ.α. 26083/887/7.6.2016, ως βάσης
επανυπολογισμού των κύριων συντάξεων
που καταβάλλονταν στους ήδη συνταξιούχους
κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, του ύψους
στο οποίο οι συντάξεις αυτές είχαν
διαμορφωθεί στις 31.12.2014, δηλαδή με τις
επελθούσες και κριθείσες ως αντισυνταγματικές
με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας
του Δικαστηρίου περικοπές των ν. 4051/2012
και 4093/2012, με όμοια αιτιολογία με αυτήν
που υιοθετήθηκε στην 1890/2019 απόφαση επί
της αίτησης ακυρώσεως της ΟΤΟΕ επί του
αντίστοιχου ζητήματος που αφορά τον
επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων
κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016
επικουρικών συντάξεων.
Δ.
Απερρίφθη κατά πλειοψηφία ο λόγος, με
τον οποίο προεβλήθη ότι δεν υπάρχει
αναλογιστική μελέτη, από την οποία
να τεκμηριώνεται η βιωσιμότητα του
Ε.Φ.Κ.Α. Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα
αυτό έγιναν δεκτά τα ακόλουθα:
α)
Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι, προκειμένου
ο νομοθέτης να ανταποκριθεί στην
υποχρέωσή του να τεκμηριώσει τη
βιωσιμότητα των φορέων που συνιστώνται
και λειτουργούν στο πλαίσιο νέου
ασφαλιστικού συστήματος και χορηγούν
τις συνταξιοδοτικές παροχές (κύριες
και επικουρικές ) - υποχρέωση που απορρέει
από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος
(ερμηνευομένου ενόψει και του άρθρου
106 παρ. 1 του Συντάγματος)- οφείλει, πριν
από την ψήφιση του σχετικού νόμου, να
έχει προκαλέσει τη σύνταξη αναλογιστικών
μελετών προερχόμενων από αρμόδια προς
τούτο αρχή, η οποία να διαθέτει
εξειδικευμένες γνώσεις, όπως είναι η
Εθνική Αναλογιστική Αρχή, που θεσπίσθηκε
με το άρθρο 9 του ν. 3029/2002 (Α΄ 160). Είναι δε
απολύτως αναγκαίο να προκύπτει η
βιωσιμότητα των ασφαλιστικών φορέων
οι οποίοι θα λειτουργούν στο νέο
ασφαλιστικό σύστημα και θα χορηγούν
τις ασφαλιστικές παροχές, ιδίως στην
περίπτωση της εκ βάθρων μεταβολής του
ισχύοντος μη βιώσιμου, κατά την εκτίμηση
του νομοθέτη, ασφαλιστικού συστήματος,
ώστε να προκύπτει ότι η επιχειρούμενη
ασφαλιστική μεταρρύθμιση που θα
αντικαταστήσει το ισχύον σύστημα είναι
πράγματι λυσιτελής, υπό την έννοια ότι
είναι ικανή να εξασφαλίσει, πράγματι,
την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του
εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας όχι
μόνον βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα.
Εξάλλου, το γεγονός ότι η υπάρχουσα
Εθνική Αναλογιστική Αρχή, έχει κατά
νόμον, αρμοδιότητες προσαρμοσμένες στο
ισχύον, κατά το χρόνο ιδρύσεώς της,
ασφαλιστικό σύστημα και ότι δεν ρυθμίζεται
ειδικώς από την υφιστάμενη νομοθεσία
το περιεχόμενο της αναλογιστικής μελέτης
που πρέπει να εκπονείται σε περίπτωση
θεσπίσεως νέου ασφαλιστικού συστήματος
δεν αίρει την υποχρέωση που απορρέει
από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος,
πριν από την αντικατάσταση του υπάρχοντος
ασφαλιστικού συστήματος με νέο, να
συντάσσεται αναλογιστική μελέτη από
όργανο το οποίο να διαθέτει εξειδικευμένες
προς τούτο γνώσεις είτε αυτό είναι η
ανωτέρω Εθνική Αναλογιστική Αρχή είτε
άλλο όργανο με τις ανωτέρω εξειδικευμένες
γνώσεις.
Ε.
Ακόμη, κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι,
κατόπιν των 1889 και 1890/2019 ακυρωτικών
αποφάσεων της Ολομέλειας, με τις οποίες
διαπιστώθηκε έλλειψη τεκμηρίωσης της
βιωσιμότητας του κλάδου της επικουρικής
ασφάλισης του ΕΤΑΕΠ, δεν τεκμηριώνεται
το ύψος της συνολικής συνταξιοδοτικής
παροχής την οποία χορηγεί το νέο
ασφαλιστικό σύστημα του ν. 4387/2016· κατ’
ακολουθία έγιναν, κατά πλειοψηφία,
δεκτοί ως βάσιμοι, οι λόγοι ακυρώσεως,
με τους οποίους προεβλήθη ότι η
προσβαλλόμενη κ.υ.α. 26083/887/7.6.2016 είναι
ακυρωτέα, διότι, κατά παράβαση του
Συντάγματος, θεσπίσθηκε ο επανυπολογισμός
των καταβαλλομένων συντάξεων χωρίς να
υπάρχει επιστημονικά τεκμηριωμένη
μελέτη που να αποδεικνύει την επάρκεια
των χορηγούμενων από το ν. 4387/2016 παροχών
και την εξασφάλιση με αυτές αξιοπρεπούς
επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν
εγγύτερο προς εκείνο που είχαν τα μέλη
του αιτούντος σωματείου και οι λοιποί
αιτούντες κατά τη διάρκεια του εργασιακού
τους βίου. Ειδικότερα, ως προς το
ζήτημα αυτό έγιναν δεκτά τα ακόλουθα:
α)
Όσον αφορά την υποχρέωση του νομοθέτη
να τεκμηριώσει την επάρκεια των παροχών,
που χορηγεί ο ασφαλιστικός οργανισμός
ή οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, που
λειτουργούν στο πλαίσιο του νέου
ασφαλιστικού συστήματος, υπό την έννοια
της μη παραβίασης του συνταγματικού
πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού
δικαιώματος (της χορήγησης δηλαδή στον
συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του
επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια,
εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της
φυσικής του υποστάσεως αλλά και της
συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με
τρόπο που δεν αφίσταται πάντως ουσιωδώς
από τις αντίστοιχες συνθήκες του
εργασιακού του βίου), έγινε δεκτό κατά
πλειοψηφία ότι ο νομοθέτης οφείλει,
πριν από την ψήφιση του νόμου που θεσπίζει
το νέο ασφαλιστικό σύστημα και ρυθμίζει
εκ νέου τους όρους και τις προϋποθέσεις
των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών
φορέων, να έχει προκαλέσει, ενόψει και
της πολυπλοκότητας και του τεχνικού εν
πολλοίς χαρακτήρα των σχετικών εκτιμήσεων,
την εκπόνηση επιστημονικά τεκμηριωμένης
μελέτης ή μελετών από πρόσωπα που
διαθέτουν τις κατάλληλες προς τούτο
γνώσεις, από τις οποίες να προκύπτει
κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η επάρκεια
των χορηγούμενων παροχών και η εξασφάλιση
με αυτές αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης,
όσο το δυνατόν εγγύτερα προς εκείνο που
είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια
του εργασιακού του βίου.
β)
Περαιτέρω, κρίθηκε, κατά πλειοψηφία,
ότι η διαπιστωθείσα με τις 1889 και
1890/2019 ακυρωτικές αποφάσεις έλλειψη
τεκμηρίωσης της βιωσιμότητας του κλάδου
επικουρικής ασφαλίσεως του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.,
θέτει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του εν
λόγω φορέα να παρέχει επικουρικές
παροχές, στο ύψος μάλιστα που επικαλείται
η Διοίκηση, και, κατ’ επέκταση, κλονίζει
το ύψος και, επομένως, την επάρκεια των
παρεχομένων σύμφωνα με το ν. 4387/2016
συνολικών συνταξιοδοτικών παροχών
[αθροίσματος δηλαδή, κύριας (εθνικής
και ανταποδοτικής) και επικουρικής
συντάξεως], τόσο στους μελλοντικούς,
όσο και στους παλαιούς συνταξιούχους·
καθόσον οι προβλεπόμενες συνολικές
συνταξιοδοτικές παροχές πρέπει να
διασφαλίζουν υπέρ των συνταξιούχων ένα
αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, κατά το
δυνατόν εγγύτερο εκείνου το οποίο αυτοί
είχαν κατά τη διάρκεια του εργασιακού
τους βίου. Συνεπώς, εφόσον το ύψος της
συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής την
οποία χορηγεί το νέο ασφαλιστικό σύστημα
του ν. 4387/2016 δεν είναι βέβαιον, η έρευνα
από το Δικαστήριο της τεκμηρίωσης της
επάρκειας της συνολικής αυτής παροχής
από τη Διοίκηση και, κατ’ ακολουθία, η
εξέταση των κειμένων - μελετών που
συνοδεύουν το ν. 4387/2016, κατά το μέρος που
αποβλέπουν στην απόδειξη της επάρκειας
αυτής, καθίσταται αλυσιτελής. Ενόψει,
δε, των ανωτέρω και ανεξαρτήτως τυχόν
πλημμελειών που φέρουν τα ανωτέρω
κείμενα-μελέτες, εφόσον, κατά τα ήδη
κατά τα ανωτέρω κριθέντα, δεν τεκμηριώνεται
το ύψος της συνολικής συνταξιοδοτικής
παροχής την οποία χορηγεί το νέο
ασφαλιστικό σύστημα του ν. 4387/2016, γίνονται
δεκτοί, κατά πλειοψηφία, ως βάσιμοι, οι
λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους
προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ΚΥΑ
είναι ακυρωτέα, διότι, κατά παράβαση
του Συντάγματος (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1
και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1),
θεσπίσθηκε ο επανυπολογισμός των
καταβαλλομένων συντάξεων χωρίς, υπό τα
ανωτέρω δεδομένα, να υπάρχει επιστημονικά
τεκμηριωμένη μελέτη που να αποδεικνύει
την επάρκεια των χορηγούμενων από το
ν. 4387/2016 παροχών και την εξασφάλιση με
αυτές αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης,
όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που
είχαν τα μέλη του αιτούντος σωματείου
και οι λοιποί αιτούντες κατά τη διάρκεια
του εργασιακού τους βίου.
ΣΤ.
Περαιτέρω, έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία,
ότι ναι μεν υπάρχει κλιμάκωση, ως προς
τα θεσπιζόμενα με το άρθρο 8 του ν.
4387/2016 ποσοστά αναπληρώσεως, βάσει των
οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική
σύνταξη και τα οποία εφαρμόζονται και
για τον επανυπολογισμό των ήδη
καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων, τα
ποσοστά δηλαδή αυτά αυξάνονται προοδευτικά
ανά κλίμακα ετών ασφάλισης, τα νέα, όμως,
αυτά ποσοστά αναπληρώσεως, αυτά καθ’
εαυτά, είναι ιδιαιτέρως χαμηλά, η δε
εφαρμογή τους, ως εκ του ύψους και της
ανά τριετία κλιμακώσεώς τους, τόσο στο
μέσο όρο των μηνιαίων αποδοχών καθ’
όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου
προκειμένου για τους μελλοντικούς
συνταξιούχους, όσο και στον συντάξιμο
μισθό επί του οποίου κανονίσθηκε η
χορηγηθείσα σύνταξη προκειμένου για
τους ήδη συνταξιούχους, οδηγεί στη
χορήγηση ανταποδοτικής συνταξιοδοτικής
παροχής, η οποία τελεί σε προφανή
δυσαναλογία προς τις ανωτέρω αποδοχές,
ενόψει του ότι το υψηλότερο ποσοστό
αναπληρώσεως των εν λόγω αποδοχών είναι
κατώτερο του 50%, και προς τις καταβληθείσες
με βάση τις αποδοχές αυτές εισφορές.
Υπό τα δεδομένα αυτά, τα συγκεκριμένα
ποσοστά αναπληρώσεως παραβιάζουν την
αρχή της ανταποδοτικότητας, η οποία
αποτελεί έκφανση της αρχής της
αναλογικότητας, υπό την έννοια της
υπέρβασης του ανεκτού ορίου μέχρι του
οποίου είναι επιτρεπτή, κατά το Σύνταγμα,
η έλλειψη ανταποδοτικότητας εισφορών
– παροχών. Η ανωτέρω παραβίαση της
αρχής της ανταποδοτικότητας δεν
αναιρείται, εξ άλλου, από τη χορηγούμενη
από το σύστημα του ν. 4387/2016 εθνική σύνταξη,
το ύψος της οποίας παραμένει σταθερό
και δεν επηρεάζεται από τον αριθμό των
(πέραν των 20) ετών ασφαλίσεως και το ύψος
των αποδοχών. Περαιτέρω δε, το σύστημα
του ανωτέρω ν. 4387/2016, ως προς την χορηγούμενη
από αυτό συνολική συνταξιοδοτική παροχή
(εθνική, ανταποδοτική και επικουρική),
οδηγεί σε παραβίαση της αρχής της
ισότητας, διότι, όπως προκύπτει από τον
πίνακα 9 του οικ. 20263/121/4.5.2016 ενημερωτικού
σημειώματος της Προϊσταμένης της Γενικής
Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του
Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης
και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η χορηγούμενη
από το σύστημα του νόμου συνολική
συνταξιοδοτική παροχή εξασφαλίζει
σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό αναπλήρωσης
(σχέση συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής
προς μέσο όρο αποδοχών καθ’ όλη τη
διάρκεια του ασφαλιστικού βίου ή
συντάξιμο μισθό) σε πρόσωπα που υπάγονται
στην ίδια κλίμακα από πλευράς χρόνου
ασφαλίσεως και έχουν μικρότερες κατά
μέσο όρο αποδοχές ή συντάξιμο μισθό σε
σχέση με πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια
κλίμακα αλλά έχουν μεγαλύτερο μέσο όρο
αποδοχών ή συντάξιμο μισθό.
Η.
Τέλος, η Ολομέλεια, συνεκτιμώντας τους
λόγους, για τους οποίους εχώρησε η
ακύρωση της κ.υ.α. 26083/887/7.6.2016 και τον
μεγάλο αριθμό των καταβαλλομένων κύριων
συντάξεων των οποίων ο επανυπολογισμός
θα τεθεί εν αμφιβόλω με την αναδρομική
ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως
και των εκκρεμοτήτων που θα ανακύψουν,
έκρινε κατά πλειοψηφία ότι εν προκειμένω
συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος
που επιβάλλουν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου
50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989, τα αποτελέσματα
της ακυρώσεως να επέλθουν από την
δημοσίευση της 1891/2019 αποφάσεως.
(πηγή:
adjustice.gr)