Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ


Συντάκτρια: Ελένη Κυραρίνη


Είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που αναπτύσσει τα αποτελέσματα της από την περιέλευσή της στον εργαζόμενο.
Ανάκληση: δεν είναι δυνατή η ανάκληση της καταγγελίας μετά από την παράδοση της στον εργαζόμενο. Η συνέχιση της παροχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου με κοινή συμφωνία εργαζόμενου –εργοδότη έστω και σιωπηρή θεωρείται νέα σύμβαση εργασίας. Το ίδιο ισχύει και στην καταγγελία με προειδοποίηση όταν η απασχόληση του μισθωτού συνεχίζεται και μετά το χρόνο προειδοποίησης. (ΑΠ 65/2013 ΔΕΝ 2014)

Αποζημίωση απόλυσης: οφείλεται στις περιπτώσεις που η εργασιακή σχέση διήρκεσε πέραν του χρόνου.

Φορολόγηση: υπόκειται σε αυτοτελή φορολόγηση 10%, 20% ή 30% για το ποσό που υπερβαίνει τις 60.000 , 100.000 & 150.000 Ευρώ αντίστοιχα. το ποσό αυτό παρακρατείται και αποδίδεται από τον εργοδότη. (ΑΠ 908/2013 ΔΕΝ 2014)

Δεν οφείλεται αποζημίωση απολύσεως: α) εφόσον η εργασιακή σχέση διήρκεσε λιγότερο από 12 μήνες β) σε περιπτώσεις καταγγελίας λόγω ανωτέρας βίας οριστικής και πλήρους για την οποία δεν είναι ασφαλισμένος ο εργοδότης. άρθ.1,2,6 ν.2112/20 (πχ απαγόρευση της δραστηριότητας του εργοδότη, σοβαρή ασθένεια εργοδότη, καταστροφή επιχείρησης, γ) σε περίπτωση απόλυσης μετά από μήνυση και δίωξη του εργαζόμενου τουλάχιστον για πλημμέλημα δ) σε περίπτωση εξαναγκασμού σε απόλυση με σκοπό την είσπραξη της αποζημίωσης. (ΑΠ 171/2013 ΔΕΝ 2014)

Υπολογισμός αποζημίωσης: βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα πλήρους απασχόλησης. Για την εξεύρεση των τακτικών αποδοχών συνυπολογίζονται και οι υπερωρίες, bonus και οποιαδήποτε παροχή καταβαλλόταν σταθερά και με διάρκεια. Εύρεση του Μ.Ο Σε περίπτωση που δεν είναι σταθερές κατά μήνα. (ΑΠ 24/204, ΑΠ675/2014, ΑΠ 284/2013 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Χρόνος καταβολής της αποζημίωσης: εάν η αποζημίωση υπερβαίνει το δίμηνο, σύμφωνα με το ν. 3863/10 το τμήμα της αποζημίωσης 2 μηνών πρέπει να καταβληθεί κατά την απόλυση και το υπόλοιπο σε διμηνιαίες δόσεις. Στην περίπτωση καταγγελίας με προειδοποίηση τα ανωτέρω ισχύουν μετά το πέρας του χρόνου προειδοποίησης οπότε επέρχεται και η οριστική λύση της σύμβασης. Κύρωση σε περίπτωση μη καταβολής αποζημίωσης: ακυρότητα καταγγελίας. (ΕΦ.ΛΑΡ.5/2014 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ)

Ειδικές περιπτώσεις: α) θάνατος του εργαζόμενου: δεν οφείλεται υποχρέωση μειωμένης αποζημίωσης ν.3198/55 β) διάλυση νομικού προσώπου / θάνατος εργοδότη : δεν επιφέρει αυτομάτως τη λύση της σύμβασης. (ΑΠ 882/2007 ΔΕΝ 2014 εύλογη αποζημίωση) γ) καταγγελία από αναρμόδιο όργανο νομικού προσώπου είναι ανυπόστατη και δεν επιδέχεται εκ των υστέρων έγκριση. Εφ.Αθ 143/2014 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ δ) δυνατή η καταβολή αποζημίωσης και στην περίπτωση έκτακτης καταγγελίας σύμβασης ορισμένου χρόνου για σπουδαίο λόγο. ε) καταβολή αποζημίωσης και στην περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας (απλής εργασιακής σχέσης)

Αποσβεστική προθεσμία: Οι αξιώσεις από άκυρη σύμβαση εγείρονται εντός 3μηνου από τη λύση της σύμβασης ήτοι από την κοινοποίηση της καταγγελίας, το οποίο ισχύει και στην περίπτωση της προειδοποίησης. Οι αξίωση αποζημίωσης απόλυσης ασκείται εντός προθεσμίας 6μηνου από τότε που εκάστη δόση έγινε απαιτητή. (ΑΠ 702/2014 , Εφ.Θεσς/κης 1224/2014 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ )
ΣΧΕΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ:

ΑΠ 315/2014 (ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) Βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας και απόλυση

ΑΠ 2238/13 (ΔΕΝ 2014 ) Καταγγελία από μισθωτό.

Εφ.Λαρ. 607/2014 (ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) Δικαίωμα παραμονής εργαζόμενου με προϋποθέσεις πλήρους σύνταξης επί 1 τριετία.

Εφ.θεσ/κης 1519/204 (ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) Αποζημίωση απόλυσης και σύμβαση ορισμένου χρόνου.

Πηγή: www.salkyr.gr

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

ΣΤΕ Ολ 2287/2015 ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το γραφείο ΕΛΕΝΗΣ ΚΥΡΑΡΙΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ στο e-mail nomikimatia@gmail.com και στο τηλέφωνο (210)3836688



(ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ)
Πιλοτική δίκη μετά από ασκηθείσα αγωγή συνταξιούχου ΙΚΑ ΕΤΑΜ /ΕΤΑΑ  περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων  i) του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, ii) του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, iii) του άρθρου 2 παρ. 3 του  ν. 4024/2011, iv) του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και v) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012
Ως προς τις περικοπές   i) του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, ii) του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, iii) του άρθρου 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/201121 κρίθηκε ότι λόγω της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτίμησε  ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Έναντι της υποστηρίξεως αυτής έλαβε σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο 3 παρ. 10-14 του ν. 3845/2010), και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ  εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως, δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, οι πιο πάνω περικοπές, εν όψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επεβλήθησαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το περιγραφόμενο εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων. Εν όψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θεσπίσεώς τους, δεν απαιτείτο, κατά τα προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη. Τέλος, δεν υφίσταται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επεβλήθησαν, όπως αναφέρθηκε, εν όψει εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα.
 Ως προς τα θεσπιζόμενα μέτρα  του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και v) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012  κρίθηκε ότι :
 Ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλ’ όφειλε, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Ακόμη δε και αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ.,  επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων).
 Τέλος, εφ’ όσον, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες  περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων). Μελέτη η οποία δεν έγινε.
Από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (εν όψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το Κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους.
Οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το Κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών.
 Κατόπιν όλων των ανωτέρω οι διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες∙.
 Η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων γιατί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφήν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού συμβάλλουν χορηγόντας συμπληρωματικές παροχές στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως.
Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Ως προς την αναδρομικότητα της απόφασης και για τους μη ασκήσαντες αγωγή /προσφυγή η απόφαση ορίζει:
Κατά το άρθρο 50 πδ 18/1989 …«Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Με την παρ.3β του ιδίου άρθρου (προστέθηκε με άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147),  προβλέφθηκε απόκλιση εξαιρετικά από τα ανωτέρω και το Δικαστήριο μπορεί σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της πράξης  ιδίως υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης...».
Στην προκειμένη περίπτωση, η, κατά τα ανωτέρω, διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 θα συνεπήγετο υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η παρούσα πρότυπη δίκη. Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά τη στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
κατά την προσωπικη μου γνώμη έπεται από τα παραπάνω: Α) Ότι πέραν των προσβαλλόμενων με την απόφαση διατάξεων και βάσει της αιτιολογίας της ανωτέρω απόφασης, ως αντισυνταγματικές δυνατό να κριθούν και οι λοιπές περιπτώσεις περικοπών στις κύριες συνάξεις των λοιπών φορέων κοινωνικής ασφάλισης εκτός του ΙΚΑ όπως αυτές προβλέπονται στα  άρθ. 6 ν. 4051/2012 & άρθρου πρώτο §ΙΑ ν.4093/2012.
Β) Ότι οι εντασσόμενοι στις περιπτώσεις οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές  οι οποίοι έχουν ήδη ασκήσει ενδικα μέσα και βοηθήματα μπορούν να διεκδικήσουν την αναδρομική επιστροφή των περικοπών στις συντάξεις τους και τη μη περικοπή τους στο εξής.
γ) ότι οι εντασσόμενοι στις περιπτωσεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές και δεν έχουν κινηθεί δικαστικά, δικαιούνται τη μη περικοπή των συντάξεων τους στο εξής. Δύνανται όμως να ασκήσουν και αγωγή διεκδίκησης των ήδη παρακρατηθέντων από τις συντάξεις τους ενόψει της απόκλισης της ανωτέρω απόφασης από τον κανόνα της αναδρομικής erga omnes ακυρώσεως των σχετικών διατάξεων.