Αρχειοθήκη ιστολογίου

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΠΑΝΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΥΡΙΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ - ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ


ΣτΕ Ολ.1891/2019 (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ)
Πρόεδρος: Ε. Σαρπ
Εισηγητής: Γ.Τσιμέκας
Θέμα: επανυπολογισμός κύριων συντάξεων – κρατική χρηματοδότηση κύριων συντάξεων – αναλογιστική μελέτη για τη βιωσιμότητα του ΕΦΚΑ – μελέτη για την τεκμηρίωση της επάρκειας των παροχών – ποσοστά αναπλήρωσης κύριας συντάξεως
Με την 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας ακυρώθηκε η 26083/887/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Αναπροσαρμογή κύριων συντάξεων - Προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων» (Β΄ 1605/7.6.2016 και διορθώσεις σφαλμάτων Β΄ 1623/8.6.2016 και Β΄ 1988/1.7.2016). Ειδικότερα:
Α. Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι, στο πλαίσιο της επιχειρούμενης με το ν. 4387/2016 ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αιτιολογείται επαρκώς η επιλογή, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85) και της παραπάνω κ.υ.α. 26083/887/7.6.2016, ως βάσης επανυπολογισμού των κύριων συντάξεων που καταβάλλονταν στους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, του ύψους στο οποίο οι συντάξεις αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014, δηλαδή με τις επελθούσες και κριθείσες ως αντισυνταγματικές με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012, με όμοια αιτιολογία με αυτήν που υιοθετήθηκε στην 1890/2019 απόφαση επί της αίτησης ακυρώσεως της ΟΤΟΕ επί του αντίστοιχου ζητήματος που αφορά τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 επικουρικών συντάξεων.
Δ. Απερρίφθη κατά πλειοψηφία ο λόγος, με τον οποίο προεβλήθη ότι δεν υπάρχει αναλογιστική μελέτη, από την οποία να τεκμηριώνεται η βιωσιμότητα του Ε.Φ.Κ.Α. Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα αυτό έγιναν δεκτά τα ακόλουθα:
α) Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι, προκειμένου ο νομοθέτης να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή του να τεκμηριώσει τη βιωσιμότητα των φορέων που συνιστώνται και λειτουργούν στο πλαίσιο νέου ασφαλιστικού συστήματος και χορηγούν τις συνταξιοδοτικές παροχές (κύριες και επικουρικές ) - υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος (ερμηνευομένου ενόψει και του άρθρου 106 παρ. 1 του Συντάγματος)- οφείλει, πριν από την ψήφιση του σχετικού νόμου, να έχει προκαλέσει τη σύνταξη αναλογιστικών μελετών προερχόμενων από αρμόδια προς τούτο αρχή, η οποία να διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις, όπως είναι η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, που θεσπίσθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3029/2002 (Α΄ 160). Είναι δε απολύτως αναγκαίο να προκύπτει η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών φορέων οι οποίοι θα λειτουργούν στο νέο ασφαλιστικό σύστημα και θα χορηγούν τις ασφαλιστικές παροχές, ιδίως στην περίπτωση της εκ βάθρων μεταβολής του ισχύοντος μη βιώσιμου, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ασφαλιστικού συστήματος, ώστε να προκύπτει ότι η επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση που θα αντικαταστήσει το ισχύον σύστημα είναι πράγματι λυσιτελής, υπό την έννοια ότι είναι ικανή να εξασφαλίσει, πράγματι, την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας όχι μόνον βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Εξάλλου, το γεγονός ότι η υπάρχουσα Εθνική Αναλογιστική Αρχή, έχει κατά νόμον, αρμοδιότητες προσαρμοσμένες στο ισχύον, κατά το χρόνο ιδρύσεώς της, ασφαλιστικό σύστημα και ότι δεν ρυθμίζεται ειδικώς από την υφιστάμενη νομοθεσία το περιεχόμενο της αναλογιστικής μελέτης που πρέπει να εκπονείται σε περίπτωση θεσπίσεως νέου ασφαλιστικού συστήματος δεν αίρει την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, πριν από την αντικατάσταση του υπάρχοντος ασφαλιστικού συστήματος με νέο, να συντάσσεται αναλογιστική μελέτη από όργανο το οποίο να διαθέτει εξειδικευμένες προς τούτο γνώσεις είτε αυτό είναι η ανωτέρω Εθνική Αναλογιστική Αρχή είτε άλλο όργανο με τις ανωτέρω εξειδικευμένες γνώσεις.
Ε. Ακόμη, κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι, κατόπιν των 1889 και 1890/2019 ακυρωτικών αποφάσεων της Ολομέλειας, με τις οποίες διαπιστώθηκε έλλειψη τεκμηρίωσης της βιωσιμότητας του κλάδου της επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΑΕΠ, δεν τεκμηριώνεται το ύψος της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής την οποία χορηγεί το νέο ασφαλιστικό σύστημα του ν. 4387/2016· κατ’ ακολουθία έγιναν, κατά πλειοψηφία, δεκτοί ως βάσιμοι, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προεβλήθη ότι η προσβαλλόμενη κ.υ.α. 26083/887/7.6.2016 είναι ακυρωτέα, διότι, κατά παράβαση του Συντάγματος, θεσπίσθηκε ο επανυπολογισμός των καταβαλλομένων συντάξεων χωρίς να υπάρχει επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη που να αποδεικνύει την επάρκεια των χορηγούμενων από το ν. 4387/2016 παροχών και την εξασφάλιση με αυτές αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχαν τα μέλη του αιτούντος σωματείου και οι λοιποί αιτούντες κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα αυτό έγιναν δεκτά τα ακόλουθα:
α) Όσον αφορά την υποχρέωση του νομοθέτη να τεκμηριώσει την επάρκεια των παροχών, που χορηγεί ο ασφαλιστικός οργανισμός ή οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, που λειτουργούν στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος, υπό την έννοια της μη παραβίασης του συνταγματικού πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος (της χορήγησης δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται πάντως ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου), έγινε δεκτό κατά πλειοψηφία ότι ο νομοθέτης οφείλει, πριν από την ψήφιση του νόμου που θεσπίζει το νέο ασφαλιστικό σύστημα και ρυθμίζει εκ νέου τους όρους και τις προϋποθέσεις των ασφαλισμένων όλων των ασφαλιστικών φορέων, να έχει προκαλέσει, ενόψει και της πολυπλοκότητας και του τεχνικού εν πολλοίς χαρακτήρα των σχετικών εκτιμήσεων, την εκπόνηση επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης ή μελετών από πρόσωπα που διαθέτουν τις κατάλληλες προς τούτο γνώσεις, από τις οποίες να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο η επάρκεια των χορηγούμενων παροχών και η εξασφάλιση με αυτές αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου.
β) Περαιτέρω, κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι η διαπιστωθείσα με τις 1889 και 1890/2019 ακυρωτικές αποφάσεις έλλειψη τεκμηρίωσης της βιωσιμότητας του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., θέτει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του εν λόγω φορέα να παρέχει επικουρικές παροχές, στο ύψος μάλιστα που επικαλείται η Διοίκηση, και, κατ’ επέκταση, κλονίζει το ύψος και, επομένως, την επάρκεια των παρεχομένων σύμφωνα με το ν. 4387/2016 συνολικών συνταξιοδοτικών παροχών [αθροίσματος δηλαδή, κύριας (εθνικής και ανταποδοτικής) και επικουρικής συντάξεως], τόσο στους μελλοντικούς, όσο και στους παλαιούς συνταξιούχους· καθόσον οι προβλεπόμενες συνολικές συνταξιοδοτικές παροχές πρέπει να διασφαλίζουν υπέρ των συνταξιούχων ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, κατά το δυνατόν εγγύτερο εκείνου το οποίο αυτοί είχαν κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Συνεπώς, εφόσον το ύψος της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής την οποία χορηγεί το νέο ασφαλιστικό σύστημα του ν. 4387/2016 δεν είναι βέβαιον, η έρευνα από το Δικαστήριο της τεκμηρίωσης της επάρκειας της συνολικής αυτής παροχής από τη Διοίκηση και, κατ’ ακολουθία, η εξέταση των κειμένων - μελετών που συνοδεύουν το ν. 4387/2016, κατά το μέρος που αποβλέπουν στην απόδειξη της επάρκειας αυτής, καθίσταται αλυσιτελής. Ενόψει, δε, των ανωτέρω και ανεξαρτήτως τυχόν πλημμελειών που φέρουν τα ανωτέρω κείμενα-μελέτες, εφόσον, κατά τα ήδη κατά τα ανωτέρω κριθέντα, δεν τεκμηριώνεται το ύψος της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής την οποία χορηγεί το νέο ασφαλιστικό σύστημα του ν. 4387/2016, γίνονται δεκτοί, κατά πλειοψηφία, ως βάσιμοι, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη ΚΥΑ είναι ακυρωτέα, διότι, κατά παράβαση του Συντάγματος (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1), θεσπίσθηκε ο επανυπολογισμός των καταβαλλομένων συντάξεων χωρίς, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, να υπάρχει επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη που να αποδεικνύει την επάρκεια των χορηγούμενων από το ν. 4387/2016 παροχών και την εξασφάλιση με αυτές αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχαν τα μέλη του αιτούντος σωματείου και οι λοιποί αιτούντες κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.
ΣΤ. Περαιτέρω, έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία, ότι ναι μεν υπάρχει κλιμάκωση, ως προς τα θεσπιζόμενα με το άρθρο 8 του ν. 4387/2016 ποσοστά αναπληρώσεως, βάσει των οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη και τα οποία εφαρμόζονται και για τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων, τα ποσοστά δηλαδή αυτά αυξάνονται προοδευτικά ανά κλίμακα ετών ασφάλισης, τα νέα, όμως, αυτά ποσοστά αναπληρώσεως, αυτά καθ’ εαυτά, είναι ιδιαιτέρως χαμηλά, η δε εφαρμογή τους, ως εκ του ύψους και της ανά τριετία κλιμακώσεώς τους, τόσο στο μέσο όρο των μηνιαίων αποδοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου προκειμένου για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, όσο και στον συντάξιμο μισθό επί του οποίου κανονίσθηκε η χορηγηθείσα σύνταξη προκειμένου για τους ήδη συνταξιούχους, οδηγεί στη χορήγηση ανταποδοτικής συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς τις ανωτέρω αποδοχές, ενόψει του ότι το υψηλότερο ποσοστό αναπληρώσεως των εν λόγω αποδοχών είναι κατώτερο του 50%, και προς τις καταβληθείσες με βάση τις αποδοχές αυτές εισφορές. Υπό τα δεδομένα αυτά, τα συγκεκριμένα ποσοστά αναπληρώσεως παραβιάζουν την αρχή της ανταποδοτικότητας, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια της υπέρβασης του ανεκτού ορίου μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, κατά το Σύνταγμα, η έλλειψη ανταποδοτικότητας εισφορών – παροχών. Η ανωτέρω παραβίαση της αρχής της ανταποδοτικότητας δεν αναιρείται, εξ άλλου, από τη χορηγούμενη από το σύστημα του ν. 4387/2016 εθνική σύνταξη, το ύψος της οποίας παραμένει σταθερό και δεν επηρεάζεται από τον αριθμό των (πέραν των 20) ετών ασφαλίσεως και το ύψος των αποδοχών. Περαιτέρω δε, το σύστημα του ανωτέρω ν. 4387/2016, ως προς την χορηγούμενη από αυτό συνολική συνταξιοδοτική παροχή (εθνική, ανταποδοτική και επικουρική), οδηγεί σε παραβίαση της αρχής της ισότητας, διότι, όπως προκύπτει από τον πίνακα 9 του οικ. 20263/121/4.5.2016 ενημερωτικού σημειώματος της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η χορηγούμενη από το σύστημα του νόμου συνολική συνταξιοδοτική παροχή εξασφαλίζει σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό αναπλήρωσης (σχέση συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής προς μέσο όρο αποδοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου ή συντάξιμο μισθό) σε πρόσωπα που υπάγονται στην ίδια κλίμακα από πλευράς χρόνου ασφαλίσεως και έχουν μικρότερες κατά μέσο όρο αποδοχές ή συντάξιμο μισθό σε σχέση με πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια κλίμακα αλλά έχουν μεγαλύτερο μέσο όρο αποδοχών ή συντάξιμο μισθό.
Η. Τέλος, η Ολομέλεια, συνεκτιμώντας τους λόγους, για τους οποίους εχώρησε η ακύρωση της κ.υ.α. 26083/887/7.6.2016 και τον μεγάλο αριθμό των καταβαλλομένων κύριων συντάξεων των οποίων ο επανυπολογισμός θα τεθεί εν αμφιβόλω με την αναδρομική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των εκκρεμοτήτων που θα ανακύψουν, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι εν προκειμένω συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989, τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να επέλθουν από την δημοσίευση της 1891/2019 αποφάσεως.

(πηγή: adjustice.gr)

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ


ΣτΕ Ολ.1890/2019 (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΛΗΨΗ)
Πρόεδρος: Ε. Σαρπ
Εισηγητής: Α. Καλογεροπούλου
Θέμα: Επανυπολογισμός επικουρικών συντάξεων – κρατική χρηματοδότηση στις επικουρικές συντάξεις – αναλογιστική μελέτη στις επικουρικές συντάξεις – καθορισμός ορίου επικουρικών συντάξεων σε σχέση με την κύρια σύνταξη

Με την 1890/2019 απόφαση της Ολομέλειας, ακυρώθηκε η οικ. 25909/470/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης “Αναπροσαρμογή καταβαλλόμενων συντάξεων του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης” (Β΄1605/7.6.2016, διόρθωση σφάλματος Β΄ 1623/8.6.2016). Ειδικότερα:
Α. Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι, στο πλαίσιο της επιχειρούμενης με το ν. 4387/2016 ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αιτιολογείται επαρκώς η επιλογή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και της οικ. 25909/470/7.6.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ως βάσης επανυπολογισμού των επικουρικών συντάξεων που καταβάλλονταν στους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, του ύψους στο οποίο οι συντάξεις αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014, δηλαδή με τις επελθούσες και κριθείσες ως αντισυνταγματικές με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012.
Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα αυτό, έγιναν δεκτά, κατά πλειοψηφία, τα ακόλουθα: Με τις ρυθμίσεις, που αφορούν τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 κύριων και επικουρικών συντάξεων (όσο αφορά τις κύριες συντάξεις βλ. άρθρα 14 και 33 του ν. 4387/2016 και κ.υ.α. 26083/887/7.6.2016, Β’ 1605 και όσο αφορά τις επικουρικές βλ. άρθρο 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και την προσβαλλόμενη απόφαση), για τον οποίο λαμβάνεται υπόψη ως βάση, και στις δύο περιπτώσεις, το ύψος των συντάξεων, κύριων και επικουρικών αντίστοιχα, όπως είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014, δηλαδή με τις επελθούσες και κριθείσες ως αντισυνταγματικές με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012, ο νομοθέτης επιρρίπτει το βάρος του στόχου εξασφαλίσεως της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος όχι μόνον στους ασφαλισμένους και στους νέους συνταξιούχους, αλλά και στους παλαιούς συνταξιούχους, επιφέροντας με τον τρόπο αυτό -ουσιαστικά- νέες περικοπές στις συγκεκριμένες συντάξεις, κύριες και επικουρικές, αντίστοιχες σε ύψος προς εκείνες που είχαν επέλθει με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012 και είχαν κριθεί, κατά τα ανωτέρω, αντισυνταγματικές, υλοποιώντας, παράλληλα, τη δέσμευση που η Ελληνική Κυβέρνηση ανέλαβε στο πλαίσιο του Μνημονίου του ΕΜΣ για υιοθέτηση πολιτικών που αντισταθμίζουν τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της ως άνω αποφάσεως. Ενόψει των ανωτέρω, αλλά και των αιτίων που αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου και θέτουν σε διακινδύνευση τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, αιτιολογείται κατ’ αρχήν, τόσο, γενικώς, η ανάγκη μεταρρυθμίσεως του υφισταμένου ασφαλιστικού συστήματος, η οποία δεν κωλύεται από την υποχρέωση συμμορφώσεως στις προαναφερόμενες 2287, 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσο και, ειδικώς, ο επανυπολογισμός των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων, ώστε να επωμισθούν και αυτοί και όχι μόνον οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι το βάρος της επιχειρούμενης μεταρρυθμίσεως, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης∙ δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξ ίσου από την επιδιωκόμενη, με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, τη διατήρηση δηλαδή της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις στους υφιστάμενους και στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Εξάλλου, ο νομοθέτης δεν εκωλύετο από τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας να προβεί σε νέες ρυθμίσεις ως προς το ύψος των συντάξεων ή ακόμη και να επαναθεσπίσει τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές, εφόσον ελάμβανε υπόψη τα κριτήρια και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις που έθεσε με τις ανωτέρω αποφάσεις του το Δικαστήριο κατόπιν ερμηνείας των μνημονευθεισών συνταγματικών διατάξεων, είτε, ακόμη, διατηρώντας τη σχετική προς τούτο ευχέρειά του, να προβεί στη θέσπιση νέου ασφαλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου, εφόσον επέλεγε να υιοθετήσει εκ νέου τις ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξεων κατά τον επανυπολογισμό της συντάξεως των παλαιών συνταξιούχων, όπως και έπραξε, υπεχρεούτο να αιτιολογήσει ειδικώς τον λόγο για τον οποίο ήταν τούτο αναγκαίο ενόψει της επιχειρούμενης συνολικής μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Εν προκειμένω δε, η επίμαχη ρύθμιση -η επιλογή δηλαδή από το νομοθέτη, ως βάσεως επανυπολογισμού της συντάξεως των παλαιών συνταξιούχων όπως αυτή είχε διαμορφωθεί με τις κατά τα ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές- η οποία δεν παρίσταται μεμονωμένη, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016, με τα οποία δεν επέρχονται απλώς οριζόντιες περικοπές προς εξυπηρέτηση αμιγώς δημοσιονομικών στόχων, όπως με τους προηγούμενους νόμους, αλλά θεσπίζονται διαρθρωτικές αλλαγές του συστήματος προς επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού διασφαλίσεως της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αιτιολογείται επαρκώς, εκτιμωμένου και του συνολικού δημοσιονομικού οφέλους της και της ουσιαστικής συνεισφοράς της στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, στην επίτευξη - βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα - του επιδιωκόμενου στόχου της διατηρήσεως της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
Δ. Περαιτέρω, έγινε δεκτό κατά πλειοψηφία, με την ίδια αιτιολογία βάσει της οποίας έγινε δεκτός με την 1889/2019 απόφαση της Ολομέλειας όμοιος λόγος ακυρώσεως προβληθείς με την αίτηση ακυρώσεως της ΑΔΕΔΥ, ότι λόγω της ελλείψεως αναλογιστικής μελέτης που να προκύπτει ότι είχε εκπονηθεί πριν από την ψήφιση του ν. 4387/2016 και που να τεκμηριώνει τη βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως του ΕΤΕΑΕΠ, ενόψει των νέου τρόπου υπολογισμού της επικουρικής συντάξεως για το μέλλον και του μηχανισμού εξισορροπήσεως των ελλειμμάτων του ΕΤΕΑΕΠ που προβλέπονται στο άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, του επανυπολογισμού-αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου συντάξεων που προβλέπεται στο άρθρο 96 παρ. 4 αυτού, όπως ισχύει, καθώς και της αυξήσεως των εισφορών για την επικουρική σύνταξη κατά την εξαετία 2016 έως 2022, που προβλέπεται στο άρθρο 97 του νόμου, η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, που αφορά στον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 επικουρικών συντάξεων, την οποία εφαρμόζει η προσβαλλόμενη οικ. 25909/470/7.6.2016 υπουργική απόφαση, είναι αντισυνταγματική, η απόφαση δε αυτή, η οποία εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 96 του ως άνω νόμου, όπως αυτή ήδη ισχύει, είναι ακυρωτέα στο σύνολό της.
Ε. Ακόμη, έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία, ότι δεν είναι πρόσφορο το κριτήριο του ύψους της καταβαλλόμενης κύριας σύνταξης, που υιοθετείται, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και 6 της προσβαλλόμενης οικ. 25909/470/7.6.2016 απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, για την αναπροσαρμογή των επικουρικών συντάξεων, δεδομένου ότι για κάθε μια από τις ανωτέρω συντάξεις έχουν καταβληθεί υποχρεωτικώς από τους ασφαλισμένους αυτοτελείς εισφορές. Δεν καθιστά δε πρόσφορο το ως άνω κριτήριο το γεγονός ότι η αξίωση του συνταξιούχου έναντι του Κράτους για τη χορήγηση σε αυτόν συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία να του επιτρέπει να ζει σε επίπεδο που να μην αφίσταται ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου, αφορά το σύνολο των χορηγούμενων σε αυτόν συντάξεων, δηλαδή το άθροισμα κύριας και επικουρικής συντάξεως. Περαιτέρω, δεν είναι συνταγματικά ανεκτό, συνταξιούχοι, ύστερα από τον κατά τα ως άνω επανυπολογισμό και αναπροσαρμογή της επικουρικής τους συντάξεως, να λαμβάνουν, τελικώς, υπό τις αυτές προϋποθέσεις, επικουρική σύνταξη χαμηλότερου ύψους από συνταξιούχους, που έχουν συνταξιοδοτηθεί από το ίδιο με αυτούς –ήδη ενταχθέν στο ΕΤΕΑΕΠ– ταμείο/τομέα/κλάδο επικουρικής ασφαλίσεως και έχουν καταβάλει εισφορές ίδιου ή χαμηλότερου ύψους, εκ μόνου του λόγου ότι οι τελευταίοι λαμβάνουν κύρια σύνταξη χαμηλότερου ύψους και, εξ αυτού του λόγου, προστατεύονται από το προβλεπόμενο στα άρθρα 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και 6 της προσβαλλόμενης αποφάσεως όριο του ποσού των 1.300 ευρώ, του οποίου δεν επιτρέπεται να υπολείπεται, μετά την αναπροσαρμογή της επικουρικής συντάξεως, το άθροισμα της καταβαλλόμενης σε αυτούς κύριας και επικουρικής συντάξεως. Στις ως άνω περιπτώσεις, η αναπροσαρμογή της επικουρικής συντάξεως, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και 6 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Δεν προκύπτει δε ούτε από την αιτιολογική έκθεση ούτε από τα λοιπά στοιχεία που συνοδεύουν το νόμο, πέραν των όσων αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση για την προστασία των μεσαίων και χαμηλότερων συντάξεων, οι συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους ο νομοθέτης επέλεξε ως κριτήριο για την αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 επικουρικών συντάξεων το άθροισμα της πριν από το νόμο καταβαλλόμενης κύριας συντάξεως, με την μετά το νόμο επικουρική σύνταξη να ανέρχεται ειδικώς στο ποσό των 1300 ευρώ. Η συνταγματικότητα δε ή μη της ανωτέρω ρυθμίσεως σε σχέση με την παραβίαση ή όχι της αρχής της ισότητας και της αρχής της ανταποδοτικότητας δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να συναρτάται με το ποσοστό (αν αυτό είναι υψηλό ή χαμηλό) των συνταξιούχων, οι οποίοι θίγονται από τη ρύθμιση αυτή, από το ποσοστό, δηλαδή, των συνταξιούχων των οποίων οι επικουρικές συντάξεις μειώνονται ύστερα από την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρυθμίσεως.
Ζ) Τέλος, η Ολομέλεια, έκρινε κατά πλειοψηφία, με όμοια αιτιολογία με αυτήν που υιοθέτησε στην 1889/2019 απόφαση επί της αίτησης ακυρώσεως της ΑΔΕΔΥ, ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως της οικ. 25909/470/7.6.2016 απόφασης Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης πρέπει επέλθουν από την δημοσίευση της 1890/2019 αποφάσεως.

(ΠΗΓΗ: adjustice.gr)

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ Ν.4387/2016


ΣτΕ Ολ.1889/2019 
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ
Πρόεδρος: Ε. Σαρπ
Εισηγητής: Α. Καλογεροπούλου
Θέμα: Κρατική χρηματοδότηση στις επικουρικές συντάξεις – αναλογιστική μελέτη στις επικουρικές συντάξεις
Με την 1889/2019 απόφαση της Ολομέλειας ακυρώθηκε η οικ. 23123/785/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Καθορισμός των τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης” (Β΄1604/7.6.2016). Ειδικότερα:
Α. Κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ότι η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η πιο πάνω απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, είναι αντισυνταγματική, για το λόγο ότι πριν από τη ψήφιση του ως άνω ν. 4387/2016 δεν εκπονήθηκε αναλογιστική μελέτη, που να τεκμηριώνει τη βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως του ΕΤΕΑΕΠ, ενόψει των νέου τρόπου υπολογισμού της επικουρικής συντάξεως για το μέλλον και του αυτόματου μηχανισμού εξισορροπήσεως που προβλέπονται στο άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, του επανυπολογισμού- αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου συντάξεων που προβλέπεται στο άρθρο 96 παρ. 4 αυτού, όπως ισχύει, καθώς και της αυξήσεως των εισφορών για την επικουρική σύνταξη κατά την εξαετία 2016 έως 2022, που προβλέπεται στο άρθρο 97 του νόμου....
...Δ. Τέλος, η Ολομέλεια, συνεκτιμώντας τους λόγους για τους οποίους εχώρησε η ακύρωση της πιο πάνω 23123/785/7.6.2016 απόφασης του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και τον μεγάλο αριθμό των ήδη καταβαλλόμενων επικουρικών συντάξεων που θα τεθούν εν αμφιβόλω με την αναδρομική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των εκκρεμοτήτων που θα ανακύψουν, έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989, τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να επέλθουν από την δημοσίευση της 1889/2019 αποφάσεως.

(πηγή: adjustice.gr)



Σάββατο 18 Μαΐου 2019

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Φ80020/οικ.22103/Δ15.404/7.9.2016 ΑΚΥΡΩΤΕΑ ΚΑΙ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΗ


ΑΠΟΦΑΣΗ 935/2018 ΣΤΕ Α ΤΜΗΜΑ
....2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση του Φ80020/οικ.22103/Δ15.404/7.9.2016 εγγράφου του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του ν. 4387/2016, που αφορούν το ΕΤΑΤ και τους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ)”, κατά το μέρος που το έγγραφο αυτό αναφέρεται στους ασφαλισμένους του πρώην ΕΤΑΤ που υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 4387/2016 προκειμένου να δικαιωθούν την προσυνταξιοδοτική παροχή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 53 του νόμου αυτού, καθώς και κατά το μέρος που αναφέρεται στον τρόπο υπολογισμού της προσυνταξιοδοτικής παροχής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 73 Α του ίδιου νόμου. ...
2α. Σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 53, η προσυνταξιοδοτική παροχή στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους του ΕΤΑΤ, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους, χορηγείται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των οικείων φορέων ασφάλισης (ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤΠ και ΛΑΚ) του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων (Εμπορική και Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank και Τράπεζα Αττικής), οι ασφαλισμένοι των οποίων υπήχθησαν με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις στο ΕΤΑΤ, εφόσον έχουν θεμελιώσει έως την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, δηλαδή έως και τις 12.5.2016, το σχετικό δικαίωμα. Διευκρινίζεται ότι θεμελιωμένο δικαίωμα υφίσταται όταν ο ασφαλισμένος συμπληρώνει τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης (συντάξιμα έτη) και το όριο ηλικίας (όπου αυτό προβλέπεται), που απαιτούνται για την συνταξιοδότησή του με άμεση καταβολή της προσυνταξιοδοτικής παροχής. Το θεμελιωμένο συνταξιοδοτικό δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε και ο ασφαλισμένος έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει εργαζόμενος. Κατά συνέπεια, όσοι μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένοι του ΕΤΑΤ έχουν συμπληρώσει μέχρι και τις 12.5.2016 τις απαιτούμενες από το ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤΠ και ΛΑΚ προϋποθέσεις ηλικίας (όπου απαιτείται) και χρόνου ασφάλισης για άμεση καταβολή της προσυνταξιοδοτικής παροχής μέχρι τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων χορήγησης κύριας σύνταξης, όπως εκάστοτε ισχύουν, μπορούν να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή με τις προϋποθέσεις αυτές οποτεδήποτε. Περαιτέρω διευκρινίζεται ότι δικαιούνται να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή σύμφωνα με τα ανωτέρω και τα πρόσωπα για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση αναστολής (έχουν δηλαδή αποχωρήσει από την ασφάλιση στο Ταμείο έχοντας συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης αλλά όχι και το όριο ηλικίας) εφόσον η αποχώρηση έχει λάβει χώρα έως και την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ήτοι έως την 12-5-2016. Ομοίως δικαιούνται να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή και τα πρόσωπα που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και υποβάλλουν αίτηση για λήψη της παροχής με αναστολή. β. Οι μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένοι του ΕΤΑΤ που δεν θεμελιώνουν μέχρι 12.5.2016 δικαίωμα άμεσης καταβολής της προσυνταξιοδοτικής παροχής και έχουν καταβάλει εισφορές επικουρικής ασφάλισης ανώτερες από τις προβλεπόμενες για το ΕΤΕΑ, θα λάβουν επικουρική σύνταξη από το ΕΤΕΑ, η οποία θα προσαυξηθεί σύμφωνα με το άρθρο 30 του ν. 4387/2016 για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. ΙΙ. Αναπροσαρμογή προσυνταξιοδοτικών και άλλων παροχών ΕΤΑΤ και προσυνταξιοδοτικών παροχών ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ). 1α. Με τις διατάξεις του άρθρου 73Α επανακαθορίζεται από 13.5.2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4387/2016, ο τρόπος υπολογισμού των καταβαλλόμενων από το ΕΤΑΤ παροχών (σύνταξη προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤ και ΛΑΚ, διαφορά ποσών επικουρικής σύνταξης και δευτερεύουσα σύνταξη ΛΑΚ). Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 73Α, από την έναρξη ισχύος του νόμου (13.5.2016) η προσυνταξιοδοτική παροχή των ασφαλισμένων στο ΕΤΑΤ υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης στους ιδιωτικής προέλευσης φορείς επικουρικής ασφάλισης (ΤΕΑΠΕΤΕ, ΤΑΠΤ και ΛΑΚ) του προσωπικού των αντίστοιχων πιστωτικών ιδρυμάτων οι ασφαλισμένοι των οποίων υπήχθησαν στο ΕΤΑΤ, αντιστοιχεί μεσοσταθμικά σε ποσοστό 1,75%, υπολογιζόμενου επί των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικείες καταστατικές τους διατάξεις...”.
...6. Επειδή, στο άρθρο 51 παρ. 2 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85/12.5.2016) ορίζεται ότι: «Σκοπός του Ε.Φ.Κ.Α. είναι η κάλυψη των υπακτέων στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. προσώπων για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία με την προβλεπόμενη στο νόμο αυτόν χορήγηση: α)… β) …προσυνταξιοδοτικών …παροχών στους συνταξιούχους και στους μέχρι τις 31.12.1992 ασφαλισμένους του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), οι οποίοι, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχουν θεμελιώσει δικαίωμα λήψης της παροχής, καθώς και στους συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΕΑ (τ. ΕΤΕΑΜ), σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 2455/2006 (Α΄ 84)…». Περαιτέρω, στην παρ. 3 του άρθρου 53 του ως άνω νόμου 4387/2016 ορίζεται ότι: «Η προσυνταξιοδοτική παροχή στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους του πρώην Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ)… χορηγείται σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του άρθρου 61 περίπτωση β΄ του Ν. 3371/2005 (Α΄ 178) εφόσον έχουν θεμελιώσει έως την έναρξη ισχύος του παρόντος το σχετικό δικαίωμα…». Τέλος, στο άρθρο 73Α του ν. 4387/2016 ορίζεται ότι: “1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η προσυνταξιοδοτική παροχή των ασφαλισμένων στο ΕΤΑΤ που εντάσσεται στον Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 53, υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης αντιστοιχεί μεσοσταθμικά σε ποσοστό 1,75%, υπολογιζομένου επί των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικείες καταστατικές διατάξεις των ταμείων ή κλάδων ή λογαριασμών ή ενώσεων προσώπων που εντάχθηκαν στο ΕΤΑΤ. Το ποσό αυτό καταβάλλεται έως το χρόνο πλήρωσης των προϋποθέσεων άμεσης καταβολής κύριας σύνταξης....2...”.
7. Επειδή, ενόψει του ότι η βασική πρόβλεψη περί κατάργησης της προσυνταξιοδοτικής παροχής ως αυτοτελούς παροχής (με αντικατάστασή της από την προβλεπόμενη στο άρθρο 30 του ν. 4387/2016 προσαύξηση) ως προς τους ασφαλισμένους του ΕΤΑΤ που δεν έχουν θεμελιώσει “δικαίωμα λήψης της παροχής” μέχρι τις 12.5.2016 καθώς και ο τρόπος υπολογισμού της προσυνταξιοδοτικής παροχής “με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης αντιστοιχεί μεσοσταθμικά σε ποσοστό 1,75% υπολογιζομένο επί των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές καθορίζονται από τις οικείες καταστατικές διατάξεις ...” θεσπίζονται απευθείας με τον ν. 4387/2016 και ειδικότερα με τις διατάξεις των άρθρων 51 παρ. 2 περίπτ. β΄ και 53 παρ. 3 (όσον αφορά το ζήτημα της κατάργησης του πιο πάνω είδους παροχής) και 73Α παρ. 1 (όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού της). Συνεπώς, το προσβαλλόμενο έγγραφο, κατά το μέρος που περιορίζεται στην επανάληψη των πιο πάνω νομοθετικών ρυθμίσεων αποτελεί έγγραφο πληροφοριακού χαρακτήρα, στερούμενο εκτελεστότητας και απαραδέκτως προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, από το σύνολο των αιτούντων που παραστάθηκαν.
8. Επειδή, ακολούθως, στο άρθρο 61 του ν. 3371/2005 (Α΄ 178), με τον οποίο ιδρύθηκε το Ε.Τ.Α.Τ., ορίζεται ότι: «Οι όροι και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από τα οικεία ταμεία ή κλάδους ή ειδικούς λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 δεν θίγονται». Εξάλλου, στο Καταστατικό του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας (ΤΕΑΠΕΤΕ) και συγκεκριμένα στο άρθρο 7 το οποίο φέρει τον τίτλο «Θεμελίωση του δικαιώματος για σύνταξη», προβλέπεται ότι: «1. Δικαίωμα για σύνταξη έχει κάθε ασφαλισμένος: α. Μετά τη συμπλήρωση τριάντα (30) συντάξιμων χρόνων ανεξάρτητα από την ηλικία του. β. Μετά τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) συντάξιμων χρόνων και των 55 χρόνων της ηλικίας του. γ. Μετά τη συμπλήρωση είκοσι (20) συντάξιμων χρόνων και των 60 χρόνων της ηλικίας του. δ. Μετά τη συμπλήρωση δέκα πέντε (15) συντάξιμων χρόνων και των ορίων της ηλικίας που κάθε φορά προβλέπει ο Οργανισμός Προσωπικού της Τράπεζας. ε. Μετά τη συμπλήρωση δέκα πέντε (15) συντάξιμων χρόνων και ανεξάρτητα από την ηλικία του εφόσον απολυθεί από την Τράπεζα… Κατ΄ εξαίρεση οι γυναίκες ασφαλισμένες του Ταμείου δικαιούνται σύνταξη: α. Μετά τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) συντάξιμων χρόνων ανεξάρτητα από την ηλικία τους. β. Μετά τη συμπλήρωση είκοσι (20) συντάξιμων χρόνων και των 45 χρόνων της ηλικίας τους. γ….δ…..2…3…4…5…6. Δικαίωμα για σύνταξη έχει και κάθε ασφαλισμένος που κατά την αποχώρησή του από την Τράπεζα, έχει συμπληρώσει τα οριζόμενα στις διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων του άρθρου αυτού συντάξιμα χρόνια ασφάλισης για την θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αλλά όχι και το απαιτούμενο από τις ίδιες διατάξεις αντίστοιχο όριο ηλικίας, η καταβολή όμως της σύνταξής του αναστέλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου αυτού. Από την ημέρα λήξεως της αναστολής η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται, προσαυξημένη με τις αναπροσαρμογές που έγιναν κατά το χρόνο της αναστολής αυτής. … Το δικαίωμα σύνταξης που θεμελιώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν θίγεται από τις τυχόν μεταβολές που επέρχονται από την ενδεχόμενη παραμονή του ασφαλισμένου στην εργασία του….». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του Καταστατικού του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως προβλέπεται ότι: «1. Μέλη του Ταμείου είναι όλοι όσοι υπηρετούν και προσφέρουν με μηνιαία αντιμισθία οποιαδήποτε υπηρεσία στην Τράπεζα Πίστεως….3. Απώλεια της ιδιότητας του εργαζόμενου στην Τράπεζα για οποιοδήποτε λόγο συνεπάγεται την απώλεια και της ιδιότητας μέλους του Ταμείου….5. Κατ΄ εξαίρεση της παραγράφου 3 του παρόντος διατηρείται η ιδιότητα του μέλους στην περίπτωση αποχωρήσεως για οποιαδήποτε αιτία από την ενεργό υπηρεσία εφόσον το μέλος που αποχωρεί: α) Έχει συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις για την απονομή συντάξεως και εφ΄ άπαξ παροχής και δεν έχει συμπληρώσει το ανάλογο όριο ηλικίας που προβλέπεται από το άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2….Τα κατά την προηγούμενη παράγραφο μέλη δικαιούνται, όταν συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας να ζητήσουν την απονομή της συντάξεως…». Εξάλλου στο άρθρο 18 του ίδιου Καταστατικού προβλέπεται ότι: «Δικαίωμα για την απόληψη συντάξεως και εφ΄ άπαξ παροχής έχουν τα μέλη για τα οποία πληρούνται οι επόμενες προϋποθέσεις: 1. Για τους άνδρες α)…β) Χωρίς όριο ηλικίας μετά τη συμπλήρωση τριάντα (30) χρόνων συντάξιμης υπηρεσίας από την οποία είκοσι πέντε (25) χρόνια πραγματική υπηρεσία όπως καθορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1. γ) Μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου (55) έτους της ηλικίας τους και εικοσιπενταετή (25) συντάξιμη υπηρεσία από την οποία εικοσαετή (20) πραγματική υπηρεσία όπως καθορίζεται στο άρθρο 16 παρ. 1. δ) Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού (60) έτους της ηλικίας τους και εικοσαετή (20) συντάξιμη υπηρεσία από την οποία δεκαπενταετή (15) πραγματική υπηρεσία όπως καθορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1. Για τις γυναίκες….» Τέλος, στο άρθρο 7 του Καταστατικού του «Λογαριασμού Ασφαλιστικών Καλύψεων» (ΛΑΚ) ορίζεται ότι: «1. Οι ασφαλισμένοι του “Συνταξιοδοτικού Κεφαλαίου” θεμελιώνουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα σ΄ αυτό λόγω γήρατος, όταν συμπληρώνουν τα οριζόμενα χρόνια ασφάλισης και συνταξιοδοτούνται, όταν συμπληρώσουν την οριζόμενη ηλικία ή χωρίς όριο ηλικίας (Χ.Ο.Η.), ανάλογα, ως ακολούθως: α) Αν αποχωρήσουν από την υπηρεσία της “Τράπεζας” και παράλληλα συνταξιοδοτηθούν, άμεσα από δικό τους δικαίωμα, ταυτόχρονα με την αποχώρησή τους και από τον οικείο φορέα τους κύριας και επικουρικής σύνταξης, κανονικά ή λόγω ωρίμανσης της με αναστολή συνταξιοδότησής τους, εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: …. β) Αν αποχωρήσουν από την υπηρεσία της “Τράπεζας” χωρίς παράλληλα να συνταξιοδοτηθούν άμεσα, ταυτόχρονα με την αποχώρησή τους και από τον οικείο φορέα τους κύριας και επικουρικής σύνταξης κανονικά ή λόγω ωρίμανσης της με αναστολή συνταξιοδότησής τους … εφόσον πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις: ....».
9. Επειδή, από τις ανωτέρω ρυθμίσεις του καταστατικού του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας, του Κανονισμού Συντάξεων και Παροχών του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως και του Λογαριασμού Ασφαλιστικών Καλύψεων της Τράπεζας Αττικής προβλέπεται ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα των υπαγομένων στα ανωτέρω ασφαλιστικά καθεστώτα τραπεζοϋπαλλήλων θεμελιώνεται με μόνη τη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης, χωρίς να απαιτείται ταυτοχρόνως, για τη θεμελίωση του δικαιώματος, ούτε η συμπλήρωση του τυχόν προβλεπόμενου σχετικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης ούτε η αποχώρηση από την υπηρεσία. Οι δύο τελευταίες προϋποθέσεις απαιτούνται προκειμένου ο ασφαλισμένος, που έχει ήδη θεμελιώσει κατά τα ανωτέρω το σχετικό δικαίωμα, να αρχίσει να συνταξιοδοτείται, προκειμένου, δηλαδή, να αρχίσει η προς αυτόν καταβολή της προσυνταξιοδοτικής παροχής. Επομένως, στα ανωτέρω καταστατικά, τα οποία εφαρμόζονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 61 του ν. 3371/2005, η έννοια της “θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος” διαχωρίζεται και διαφοροποιείται πλήρως από την έννοια της “συνταξιοδότησης”, νοείται δε ως θεμελίωση η κατοχύρωση του δικαιώματος για λήψη συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία κατοχύρωση μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να έχει συμπληρωθεί το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και καθ΄ ο χρόνο ο ασφαλισμένος διατηρεί την εργασιακή του σχέση με την τράπεζα, ενώ ως συνταξιοδότηση νοείται η καταβολή – λήψη της συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία λαμβάνει χώρα εφόσον ο ασφαλισμένος αποχωρεί από την εργασία του και συμπληρώνει το εκάστοτε προβλεπόμενο όριο ηλικίας. Τούτο δε προκύπτει ευθέως από τη διάταξη της παρ. 6 του Καταστατικού του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία “το δικαίωμα σύνταξης που θεμελιώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν θίγεται από τις τυχόν μεταβολές που επέρχονται από την ενδεχόμενη παραμονή του ασφαλισμένου στην εργασία του”, αλλά συνάγεται και από τις λοιπές προπαρατεθείσες ρυθμίσεις του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως και του Λογαριασμού Ασφαλιστικών Καλύψεων της Τράπεζας Αττικής, με τις οποίες γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των εννοιών της “θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος” και της “συνταξιοδότησης”, η δε αποχώρηση από την υπηρεσία τίθεται ως προϋπόθεση της συνταξιοδότησης και όχι της θεμελίωσης του δικαιώματος.
10. Επειδή, επομένως, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 51 παρ. 2 περίπτ. β΄ και 53 παρ. 3 του ν. 4387/2016 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 61 περίπτ. β΄ του ν. 3371/2005, οι οποίες παραπέμπουν στις προπαρατεθείσες καταστατικές διατάξεις, ως πρόσωπα που υπάγονται στον ΕΦΚΑ έχοντας θεμελιώσει δικαίωμα λήψης της προσυνταξιοδοτικής παροχής στις 12.5.2016 νοούνται τα πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο από τις οικείες καταστατικές διατάξεις χρόνο ασφάλισης, κατά την ανωτέρω ημερομηνία, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω, τα πρόσωπα αυτά, κατά το ίδιο χρονικό σημείο, να έχουν αποχωρήσει από την εργασία τους ή να έχουν συμπληρώσει το προβλεπόμενο για τη συνταξιοδότησή τους όριο ηλικίας, οι τελευταίες δε δύο προϋποθέσεις απαιτούνται μόνο προκειμένου να καταβληθεί στα πρόσωπα αυτά η προσυνταξιοδοτική παροχή.
11. Επειδή, αντιθέτως, με το προσβαλλόμενο έγγραφο, ως πρόσωπα που υπάγονται στον ΕΦΚΑ έχοντας θεμελιώσει το προσυνταξιοδοτικό δικαίωμα ορίζονται αυτά που έχουν συμπληρώσει, σωρευτικώς, τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης και το όριο ηλικίας στις 12.5.2016 ....άλλως αυτά που έχουν συμπληρώσει μόνο τον χρόνο ασφάλισης (δηλαδή όχι το όριο ηλικίας) αλλά ταυτοχρόνως έχουν αποχωρήσει από την εργασία πριν τις 12.5.2016, λαμβανομένου υπόψη ότι αίτηση συνταξιοδότησης με αναστολή υποβάλλεται μόνο μετά την αποχώρηση από την εργασία (βλ. τις αναφορές στο προσβαλλόμενο έγγραφο κατά τις οποίες “δικαιούνται να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή σύμφωνα με τα ανωτέρω και τα πρόσωπα για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση αναστολής (έχουν δηλαδή αποχωρήσει από την ασφάλιση στο Ταμείο έχοντας συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης αλλά όχι και το όριο ηλικίας) εφόσον η αποχώρηση έχει λάβει χώρα έως και την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ήτοι έως την 12-5-2016” και “δικαιούνται να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή και τα πρόσωπα που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και υποβάλλουν αίτηση για λήψη της παροχής με αναστολή”). Επομένως, κατά το μέρος που με το προσβαλλόμενο έγγραφο προβλέπεται ότι η θεμελίωση του εν λόγω συνταξιοδοτικού δικαιώματος συντελείται κατά το χρονικό σημείο που ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα “άμεσης” λήψης” της παροχής (λαμβάνεται δε “άμεσα” η παροχή όταν έχει συμπληρωθεί το όριο ηλικίας και έχει γίνει η αποχώρηση από την εργασία), ενώ ο νόμος αναφέρεται σε “δικαίωμα λήψης” της παροχής (αποκτάται δε το σχετικό δικαίωμα με μόνη τη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης ανεξαρτήτως αποχώρησης από την εργασία και συμπλήρωσης του απαιτούμενου ορίου ηλικίας), διαφοροποιούνται οι οριζόμενες στο έγγραφο αυτό προϋποθέσεις θεμελίωσης του ως άνω συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε σχέση με την αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση των άρθρων 51 και 53 του ν. 4387/2016 και, κατ΄ επέκταση, διαφοροποιείται και ο κύκλος των προσώπων που υπάγονται ασφαλιστικώς στον ΕΦΚΑ προκειμένου να λάβουν την προσυνταξιοδοτική παροχή, αφού αποκλείονται τα πρόσωπα που στις 12.5.2016 έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο για τη θεμελίωση του δικαιώματος χρόνο ασφάλισης αλλά δεν έχουν συμπληρώσει το απαιτούμενο για την καταβολή της σύνταξης όριο ηλικίας ή δεν έχουν αποχωρήσει από την εργασία τους (προκειμένου να καταστούν “συνταξιούχοι σε αναστολή”).
12. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το προσβαλλόμενο έγγραφο, κατά το μέρος που με αυτό τίθενται οι ανωτέρω αυτοτελείς κανονιστικές ρυθμίσεις σε σχέση με τα οριζόμενα στις παρατεθείσες στις προηγούμενες σκέψεις διατάξεις, με τις οποίες περιορίζεται ο κύκλος των υπαγομένων στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ προσώπων που δικαιούνται προσυνταξιοδοτική παροχή, αποτελεί ψευδοερμηνευτική εγκύκλιο έχουσα εκτελεστό χαρακτήρα και άρα, ως εκτελεστή διοικητική πράξη με κανονιστικό περιεχόμενο, προσβάλλεται από την άποψη αυτή παραδεκτώς.
19. Επειδή, περαιτέρω, κατά τα παγίως κριθέντα, από το Σύνταγμα επιβάλλεται η πλήρης δημοσίευση όχι μόνο των τυπικών νόμων αλλά και όλων των κανονιστικών διοικητικών πράξεων, ως συστατικό στοιχείο του κύρους τους. . …». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3469/2006 που επιβάλλουν τη δημοσίευση των κανονιστικών πράξεων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι οποίες δεν θίγονται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3861/2010 περί υποχρεωτικής ανάρτησης πράξεων στο διαδίκτυο, οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως είναι ανυπόστατες. Ωστόσο, λόγω της φύσης και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφάλειας δικαίου, οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις είναι ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον (ΣτΕ 87/2011 Ολομ, 2252/2013, 1080/2013, 3112/2014, 3675/2014 7μ, 3297/2015).
20. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο έγγραφο έχει μεν αναρτηθεί στο διαδίκτυο και, συγκεκριμένα, στον ιστότοπο «Διαύγεια» (ΑΔΔΑ 6ΟΙΔ465Θ1Ω-ΟΜ5/7.9.2016), δεν έχει όμως δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Συνεπώς, το προσβαλλόμενο έγγραφο καθ΄ ο μέρος αποτελεί ψευδοερμηνευτική εγκύκλιο και θεσπίζει τις ανωτέρω αυτοτελείς κανονιστικές ρυθμίσεις αποτελεί κανονιστική πράξη η οποία, λόγω της μη δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι, κατά τα προεκτεθέντα, ανυπόστατη και ακυρωτέα για λόγους ασφάλειας δικαίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη. ....

ΠΗΓΗ: DSANET.GR

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Διάκριση διοικητικών - ιδιωτικών συμβάσεων και αρμοδιότητα των Δικαστηρίων


123/2018 Απόφαση του Μον.Εφετείου Αιγαίου

Η ανωτέρω Απόφαση ασχολήθηκε α) με τη διάκριση μεταξύ διοικητικών και ιδιωτικών συμβάσεων και την αρμοδιότητα των Διοικητικών ή Πολιτικών Δικαστηρίων αντίστοιχα, β) το χρόνο έναρξης της υπερημερίας και τον υπολογισμό του τόκου υπερημερίας για τις οφειλές ΝΠΔΔ ως και την εφαρμογή του ΠΔ 11/2003 και γ) Για τη διαδικασία εκχώρησης απαίτησης όταν ο οφειλέτης είναι ΝΠΔΔ.

Δικηγόρος εκκαλούντος: Αλεξάνδρα Καρανικόλα, Δ.Σ.Σύρου
Δικηγόρος εφεσιβλήτων: Ελένη Κυραρίνη Δ.Σ.Αθηνών

(απόσπασμα)
....1. Σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα διοικητικά δικαστήρια, ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές διαφορές. Σε εφαρμογή των συνταγματικών αυτών διατάξεων εκδόθηκε ο ν.1406/1983, με τα άρθρα 1 παρ. 2 και 9 του οποίου, από τις 11.6.1985 υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μεταξύ άλλων και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της σύμβασης αυτής αξίωση. Είναι δε η σύμβαση διοικητική, αν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών που προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, οι οποίες αποκλίνουν από το κοινό δίκαιο, βρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. ΑΕΔ 12, 11/2013, 3/2012, 42, 28/2011, 18/2009, 6, 12, 14/2007, 10/2003, ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 543/2015, ΣτΕ 1372/2007, ΟλΑΠ 7/2001 σε ΝΟΜΟΣ). Θεωρείται δε ότι παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και παρέχουν υπερέχουσα θέση στο Δημόσιο ή ν.π.δ.δ, οι διατάξεις ή οι ρήτρες εκείνες, που παρέχουν στα ανωτέρω (Δημόσιο ή ν.π.δ.δ.), τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν τα συμφέροντα τους, επιβάλλοντας κυρώσεις για παραβάσεις της σύμβασης ή γενικότερα, επεμβαίνοντας μονομερώς προς διαμόρφωση του συμβατικού δεσμού. Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως διοικητικής είναι απαραίτητη η σωρευτική συνδρομή και των τριών πιο πάνω κριτηρίων (ΑΠ 820/2012Μ ΕφΘεσ 497/2018 ΝΟΜΟΣ). Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικώς τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/2016, 3/2012, 29/2011 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 543/2015, ΑΠ 820/2012 σε ΝΟΜΟΣ). ΙΙ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν.δ. 496/1974, η οποία είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (Ολ ΑΠ 3/2006 ΕλλΔνη 2006, 417, ΑΠ 2/2014 ΝΟΜΟΣ), ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή ν.π.δ.δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα με το π.δ. 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5.6.2003 στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000, ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για τις οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρα 1-3 π.δ. 166/2003). Έτσι, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του εν λόγω π.δ/τος, το οποίο σημειωτέον έχει καταργηθεί με την υποπαράγραφο Ζ.14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του παρέμειναν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του, ορίζεται μεταξύ άλλων ότι, αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους στην περίπτωση ειδικότερα που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ, αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η προθεσμία των 30 ημερών αυξάνεται σε 60 ημέρες. Με το ίδιο άρθρο 4 του ως άνω π.δ./τος ορίζεται περαιτέρω ότι (παρ.3) ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση και ότι (παρ.4) το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (ΑΠ 766/2014 ΝΟΜΟΣ). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του π.δ./τος 166/2003 οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ.1 αυτού και εκτείνεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής και ως μόνες προϋποθέσεις τίθενται: α) η εγκυρότητα της σύμβασης, β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 166/2003 εμπίπτουν και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής απ' ευθείας, εφόσον είναι έγκυρες. Και επί των συμβάσεων αυτών το ύψος του οφειλόμενου επιτοκίου ρυθμίζεται από τη διάταξη το άρθρου 4 του π.δ. 166/2003, η οποία, ως νεότερη και ειδικότερη διάταξη, που στηρίζεται σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρ. 28 παρ. 1 Συντάγματος), υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 (πρβλ. ΑΠ. 1213/2015, ΑΠ 323/2014, σε ΝΟΜΟΣ). ΙΙΙ Από τα άρθρα 455, 460 και 461 εδ. α' ΑΚ προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τη σύμβαση της εκχώρησης ο δανειστής, αποκαλούμενος εκχωρητής, μεταβιβάζει σε άλλον, αποκαλούμενο εκδοχέα, την ενοχική απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Ο εκδοχέας όμως δεν αποκτά δικαίωμα έναντι του οφειλέτη πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη. Ο οφειλέτης ελευθερώνεται, αν πριν από την αναγγελία καταβάλει στον εκχωρητή το χρέος, ενώ μετά την αναγγελία πρέπει, για την απόσβεση της ενοχής, να καταβάλει το χρέος όχι στον εκχωρητή, έναντι του οποίου δεν έχει πλέον οφειλή, αλλά στον εκδοχέα. Περαιτέρω, στο άρθρο 53 του ν.δ. 496/1974 " περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου" ορίζεται: "1. Διά πάσαν κατάσχεσιν χρηματικής απαιτήσεων εις χείρας του ν.π. ως τρίτου, το κατασχετήριο ως και η αναγγελία επί εκχωρήσεως χρηματικής απαιτήσεως κατά του ν.π. κοινοποιούνται εις την αρμόδιαν δια την πληρωμήν υπηρεσίαν του ν.π. και εις το αρμόδιον δια την αναγνώρισιν της δαπάνης όργανον αυτού. Το κατασχετήριο κοινοποιείται εις το Δημόσιον Ταμείο εις ο υπάγεται φορολογικώς ο καθ' ου η κατάσχεσις και εις την αρμόδιαν δια την εκκαθάρισιν και εντολήν πληρωμής της δαπάνης, Υπηρεσίαν εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεώς του εις την αρμόδιαν δια την πληρωμήν Υπηρεσίαν. 2.Πάσα κατάσχεσις ή εκχώρισις, δια την οποίαν δεν ετηρήθησαν αι ως άνω διατυπώσεις, είναι άκυρος", ενώ με το άρθρο 56 του ιδίου ν.δ/τος ορίζεται: "1. Εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος α) οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και τα εξ αυτών εξαρτώμενα νομικά πρόσωπα και ιδρύματα και β) τα κοινωφελή ιδρύματα και αι κοινωφελείς περιουσίαι, τα διεπόμενα υπό του Α.Ν. 2039/1939 "περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των νόμων "περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι στους δήμους δεν έχει εφαρμογή η προβλεπόμενη από την πρώτη διάταξη ρύθμιση, αφού ρητά εξαιρέθηκαν από αυτή οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη με ποινή ακυρότητας από το άρθρο 95 παρ.1 και 4 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού-Ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις" (όπως η παρ. 1 τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 4151/2013 [ΦΕΚ Α' 103/29.4.2013]) κοινοποίηση της αναγγελίας στις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή αρχές (αρμόδια για την πληρωμή της συγκεκριμένης οφειλής του Δημοσίου Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία ή χρηματική διαχείριση και αρμόδιες για τη φορολογία τόσο του εκχωρητή όσο και του εκδοχέα Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες), επί εκχώρησης σε τρίτους χρηματικής απαίτησης οφειλομένης από το Δημόσιο, δεν αποτελεί προνόμια, ούτε ειδικής προστατευτική διάταξη, έτσι ώστε να μην έχει αναλογική εφαρμογή ούτε η διάταξη αυτή επί εκχώρησης απαίτησης, που οφείλεται από Δήμο, με βάση τη διάταξη αυτή επί εκχώρησης απαίτησης, που οφείλεται από Δήμο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. 31/1968 που ορίζει ότι "αι υπό των Αστικών εν γένει νόμων και των ουσιαστικών διατάξεων περί δικών του δημοσίου αναγνωριζόμενοι εις το Δημόσιον ειδικαί προστατευτικοί διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, εφόσον αι τυχόν υφιστάμενοι αντίστοιχοι δια τους οργανισμούς τούτους προνομίαι εν γένει δεν είναι ευρύτεροι ή ευνοϊκότεροι των επί του δημοσίου ισχυουσών". Ο Δήμαρχος ο οποίος εκπροσωπεί τον Δήμο κατά τις διατάξεις των άρθρων 19 και 86 παρ. 1 εδ. α', β', ε' παρ. 4, παρ. 5 του ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων) είναι ο διατάκτης των πληρωμών και με την ιδιότητα αυτή εκδίδει τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής και, επομένως, αρμόδιος για την αναγνώριση και την πληρωμή δαπάνης είναι ο ίδιος ο Δήμος εκπροσωπούμενος από το Δήμαρχο και, κατά συνέπεια, αρκεί για το κύρος της αναγγελίας της εκχώρησης η κοινοποίησή της σ' αυτόν (βλ. ΑΠ 1059/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 39/2015 Δικογραφία 2016. 686. Για το ότι με αναγγελία ισοδυναμεί και η επίδοση της αγωγής του εκδοχέα για την καταβολή της εκχωρηθείσας απαίτησης, χωρίς μάλιστα να είναι αναγκαίο τούτο να αναγράφεται ρητά στο δικόγραφο της αγωγής, (βλ. ΑΠ 1216/1995 ΕλλΔνη 39. 854, ΕφΠειρ 513/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3773/2010 ΔΕΕ 2011. 819 και ΕΕμπΔ 2011.859, ΕφΑθ 5629/2006 ΕλλΔνη 2007. 276, Κρητικό σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, υπό το άρθρο 460 αριθμ. 15 και τις εκεί παραπομπές)...’’

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΣΕ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥΣ


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ
ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 105/2018

Η συγκεκριμένη σημαντική Απόφαση ερευνά το καθεστώς εργασίας των υπαλλήλων των συνεταιριστικών οργανώσεων, την φύση και τα αποτελέσματα της καταγγελίας και της τροποποιητικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, την άκυρη σύμβαση εργασίας και τα απορρέοντα από αυτή δικαιώματα του εργαζόμενου και την εφαρμογή του 281 ΑΚ στις σχέσεις εργαζόμενου -εργοδότη.

Δικηγόροι εναγόντων: Ευαγγελία Κουρεμένου, Ελένη Κυραρίνη
Δικηγόρος εναγομένου: Βασίλειος Στάθης
.......
I) A) Με τα άρθρα: (;α) 3 παρ. 1 εδ. α, 2 εδ. β και 5 εδ. β του κυρωθέντος με την από 7 Μαΐου 1946 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου του ν. 1859/1944 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεις του Ν. 785/1943 περί καταργήσεως διατάξεων αφορωσών την νομοθεσίαν των γεωργικών συνεταιρισμών', (β) 2 παρ. 1 εδ. α και 33 παρ 1, 2 και 4 εδ. β του από 23/30 Ιουλίου 1946 β. δ/τος "περί της υπαλληλικής καταστάσεως του προσωπικού των γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων", όπως το εδ. α της παρ. 1 του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. του β. δ/τος της 18 Αυγούστου / 2 Σεπτεμβρίου 1953 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του από 23/30-7-1946 β.δ. κ.τ.λ.", και (γ) 1 παρ. 4, 33 και 72 παρ. 1 και 2 του ν. 1541/1985 "περί αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων", που με την τελευταία από τις εν λόγω διατάξεις του διατήρησε σε ισχύ και όλες τις προηγούμενες ως άνω διατάξεις, ορίζονται, αντιστοίχως, τα εξής: (1) "Το προσλαμβανόμενον υπό των πάσης φύσεως και παντός βαθμού γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων προσωπικόν είναι μόνιμον. Ο αριθμός των θέσεων και ο τρόπος προσλήψεως των υπαλλήλων και υπηρετών εκάστης γεωργικής συνεταιριστικής οργανώσεως και της Συνομοσπονδίαν Γεωργικών Συνεταιρισμών καθορίζονται διά του εσωτερικού κανονισμού αυτών ψηφιζομένου υπό της γενικής συνελεύσεως και εγκρινομένου κατά τας περί εγκρίσεως των καταστατικών των γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων διατάξεις του παρόντος νόμου. Αι αυταί οργανώσεις δύνανται να προσλαμβάνουν διά τας εργασίας των ημερομίσθιον έκτακτον ή επί συμβάσει εργατοτεχνικόν προσωπικόν κατά τα ειδικώτερον διά του εσωτερικού κανονισμού εκάστης οργανώσεως καθορισθησόμενα. (2) Αι παρ' εκάστη συνεταιριστική οργανώσει μόνιμοι θέσεις ή τυχόν εις υπηρεσίας ή τμήματα υποδιαίρεσις εκάστης οργανώσεως και η ονομασία τούτων και ο αριθμός των δυναμένων να προσληφθώσιν υπαλλήλων καθορίζονται διά του εσωτερικού κανονισμού εκάστης οργανώσεως. Το προσωπικόν το προσλαμβανόμενον εις τας υπό του κανονισμού προβλεπομένας μονίμους θέσεις των γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων διοριζόμενοι υπάλληλοι ή υπηρέται τελούσιν υπό δοκιμασίαν, μή δυνάμενοι να μονιμοποιηθώσι προ της παρελεύσεως ενός έτους, καθ' ο αργεί η διά της μονιμότητος καθιερουμένη προστασία. Κατά το διάστημα τούτο δύνανται οι τοιούτοι υπάλληλοι να πολυθώσι κατά την κρίσιν του κατά τον εσωτερικόν κανονισμόν αρμοδίου οργάνου της συνεταιριστικής οργανώσεως, επί της περί καταγγελίας συμβάσεως εργασίας εκάστοτε κειμένης νομοθεσίας. Αι αυταί οργανώσεις δύνανται να προσλαμβάνωσι διά τας εργασίας των ημερομίσθιον ή επί συμβάσει εργατοτεχνικόν προσωπικόν",. Και (3) "Συμπληρωματικά, για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τον νόμον αυτόν, εφαρμόζονται οι κανόνες του εμπορικού και του αστικού δικαίου. Η γενική συνέλευση, με την αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία του άρθρου 25παρ.2, εκδίδει εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας του συνεταιρισμού, ο οποίος καθορίζει: α) τους όρους λειτουργίας του συνεταιρισμού....2. Από τη δημοσίευση του παραπάνω κανονισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καταργούνται ο Ν. 1859/1944 και το β.δ. 23/30-7-1946, όπως τροποποιήθηκαν. Οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1 του Ν. 1859/1944 και του άρθρου 3 του β.δ. 23/30-7-1945 εξακολουθούν να ισχύουν". Με βάση τα παραπάνω εξουσιοδοτική διάταξη εκδόθηκε η ΚΥΑ 27346/17-10-1990 (ΦΕΚ Β' 700), με την οποία εγκρίθηκε ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης Προσωπικού Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων, που ορίζει στο άρθρο 6 ότι το προσωπικό των Οργανώσεων διακρίνεται σε τακτικό (μόνιμο) και σε έκτακτο, στο άρθρο 7 ότι το τακτικό προσωπικό είναι μόνιμο και καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας, καταλαμβάνει δε θέσεις που προβλέπονται από τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της Οργάνωσης κατά κατηγορία και βαθμό, και στο άρθρο 8 ότι (α) για την αντιμετώπιση εκτάκτων ή εποχιακών αναγκών το Διοικητικό Συμβούλιο της Οργάνωσης μπορεί να προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό με σύμβαση ορισμένου χρόνου διαρκείας μέχρι 12 μηνών (παρ. 1), (β) η σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να παραταθεί εάν έχει συναφθεί για 12μηνη διάρκεια, εάν δεν έχει συναφθεί για μικρότερη διάρκεια μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά για χρόνο όχι μεγαλύτερο από εκείνον που υπολείπεται για να συμπληρωθεί 12μηνο (παρ. 2) και (γ) μετά την λήξη της σύμβασης ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να συναφθεί σύμβαση ορισμένου χρόνου πριν από την πάροδο τουλάχιστον 4 μηνών από την λήξη της (παρ.3). Περαιτέρω, το άρθρο 46 του ν. 2169/1993 "Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις και άλλες διατάξεις", που ισχύει από 10-9-1993, ορίζει στην παρ. 1 ότι το προσωπικό που προσλαμβάνεται από τις Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις είναι (α) τακτικό που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της Οργάνωσης και καταλαμβάνει θέσεις οι οποίες προβλέπονται από τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της και (β) προσωπικό με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχιακές και πρόσκαιρες ανάγκες της Οργάνωσης, και στην παρ.2 ότι η υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων ρυθμίζεται με την ΚΥΑ 27346/1990, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα για όσα θέματα δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού. Στην συνέχεια, με το άρθρο 38 του ν. 2810/2000 "Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις" ορίσθηκε, κατά τρόπο ουσιαστικά όμοιο με τα παραπάνω, ότι (παρ.1) "Το προσωπικό των Α.Σ.Ο. είναι: α) Τακτικό, που διορίζεται σε θέσεις προβλεπόμενες από τον κανονισμό λειτουργίας τους και καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της οργάνωσης β) Με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες της οργάνωσης" (παρ.2) "Με κοινή Απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Γεωργίας ύστερα από γνώμη της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ. και της Ο.Σ.Ε.Γ.Ο. , ρυθμίζεται η υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων όλων των βαθμίδων και της ΠΑ.Σ.Ε.ΓΕ.Σ.". Σε εκτέλεση της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης, με την ΚΥΑ 52800/2006 (ΦΕΚ Β' 1443) εκδόθηκε ο "Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης του Προσωπικού των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων και της ΠΑΣΕΓΕΣ", ο οποίος έχει ισχύ νόμου και στον οποίο ορίζεται, κατά τρόπο κατά βάση όμοιο με τα παραπάνω, ότι (α) στον κανονισμό αυτόν υπάγονται το τακτικό προσωπικό και το με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, μόνο κατά το μέρος που ορίζεται στο άρθρο 5 αυτού, καθώς και κατά το μέρος που ορίζεται στην σύμβαση πρόσληψής του (άρθρο 4 ), (β) το προσωπικό συνδέεται με την Οργάνωση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και διακρίνεται σε τακτικό, που διορίζεται σε θέσεις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό Κατάστασης Προσωπικού της Οργάνωσης και καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτής, και με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες της Οργάνωσης, στην περίπτωση δε αυτήν η διάρκεια, το είδος και οι όροι απασχόλησης του προσωπικού αυτού (με σύμβαση ορισμένου χρόνου, το οποίο δεν κατέχει οργανική θέση) ορίζονται στην ατομική σύμβαση εργασίας του, η οποία λήγει αυτοδίκαια με την πάροδο της συμφωνηθείσας διάρκειάς της και δεν μπορεί να υπερβεί τα 2 έτη συνολικά, χωρίς να απαιτείται προς τούτο κάποια άλλη διατύπωση (άρθρο 5 παρ. 1, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με την ΚΥΑ52199/2011). Από την αντιπαραβολή των ως άνω διατάξεων που αφορούν τη διάκριση του προσωπικού των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων σε τακτικό (δηλαδή αυτό που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτών κλπ) και με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (που καλύπτει ειδικές, έκτακτες, εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες) προκύπτει ότι το τακτικό προσωπικό των αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων συνδέεται με αυτές με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και, αντίστροφα, ότι οι προσλαμβανόμενοι από τέτοιες οργανώσεις για κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών τους, έστω με ανανεούμενη ή παρατεινόμενη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία ως εκ τούτου είναι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ανήκουν στο τακτικό προσωπικό αυτών. Εξάλλου, κατά το άρθρο 41 του Κανονισμού αυτού η εργασιακή σχέση προσωπικού λύεται, εκτός των άλλων τρόπων, και με απόλυση. Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 2 του ν. 1541/1985, 1 παρ. 2 του ν. 2169/1993 και 1 παρ. 3 του ν. 2810/2000 οι αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις κάθε βαθμίδας είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 919/2017 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ "¨ΝΟΜΟΣ"¨). Β) Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168 και 669 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και μπορεί να γίνει εκ μέρους ρου εργοδότη και σιωπηρά, δηλαδή με πράξεις από τις οποίες κατά τρόπο αμφίβολο προκύπτει η βούληση αυτού για τη λύση της σύμβασης. Τέτοια δε σιωπηρή καταγγελία συνιστά και η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις προσφερόμενες προσηκόντως υπηρεσίες του μισθωτού, όταν αυτή συνοδεύεται και με περιστάσεις από τις οποίες κατά τρόπο αμφίβολο προκύπτει ότι ο εργοδότης εκδήλωσε τη βούλησή του για τη λύση της σύμβασης εργασίας (σχετ. ΑΠ 1640/2003 ΕλλΔνη 45 σελ. 759, ΑΠ 590/1994 ΔΕΝ 51 σελ. 931, ΕΑ 8867/2006 ΔΕΕ 2007 σελ. 844). Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2556/1997, η καταγγελία της εργασιακής σχέσης, που ασκείται με μονομερή δήλωση, την οποία απευθύνει το ένα συμβαλλόμενο μέρος στο άλλο, για να του γνωρίσει την πρόθεσή του να λήξει η μεταξύ τους συμβατική σχέση, θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως και έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή, επί ποινή ακυρότητας (άρθρο 174 ΑΚ), πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βούλησης του εργοδότη περί καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Η ως άνω ακυρότητα της καταγγελίας, λόγω έλλειψης των προϋποθέσεων, τασσόμενη υπέρ του μισθωτού, είναι σχετική και συνεπώς μπορεί αυτόν να παραιτηθεί (άρθρα 156 και 361 ΑΚ), ρητά ή σιωπηρά, από το δικαίωμά του να την προβάλει, θεωρώντας την καταγγελία έγκυρη. Ο εργαζόμενος, δηλαδή έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή μισθών υπερημερίας, είτε να παραιτηθεί, όπως αναφέρθηκε, από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της, να την θεωρήσει έγκυρη και να αξιώσει την καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης (ΕφΠειρ 417/2014 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ "ΝΟΜΟΣ"). Περαιτέρω, μετά την περιέλευση της δήλωσης καταγγελίας στο πρόσωπο προς το οποίο απαιτείται να απευθυνθεί, ο καταγγέλλων δεν μπορεί μονομερώς να ανακαλέσει την καταγγελία. Η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνον αν η σχετική δήλωση περιέλθει στον αποδέκτη της προηγουμένως ή ταυτόχρονα με την καταγγελία καθώς επίσης και στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος συναινεί σε αυτή{ΑΠ 450/1999 ΕλλΔνη 40, σελ. 1731, ΑΠ 1238/1985, ΕΕργΔ 1986, σελ. 612, ΕφΛαρ 274/2015 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ "ΔΣΑ", ΕφΑθ 6509/2982, ΕΕργΔ 1983, σελ. 652}. Η μεταγενέστερη ανάκληση δεν μπορεί πλέον να ανατρέψει την άμεση διαπλαστική ενέργεια της καταγγελίας (βλ. Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, 3η έκδ., 2015, σελ 355).
-----------------------------------------
ΙΙ) Κατά πάγια αρχή που έχει διαμορφωθεί στο εργατικό δίκαιο, η άκυρη σύμβαση εργασίας, για όσο διάστημα λειτούργησε, αντιμετωπίζεται ως έγκυρη, με συνέπεια η ακυρότητα να μην ενεργεί αναδρομικά (ex tunc), αλλά μόνο για το μέλλον (ex tunc) (βλ. Κουκιάδη, Εργατ, Δίκ., σελ 243, Καρακατσάνη/Γαρδίκα, Αρομ. Εργατ.Δίκ.,σελ 157, Ντάσιο, Εργατ.Δικονομ. Δίκ. Α/Ι (4η έκδ.) , σελ. 132 και Δ.Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, 3η έκδ., 2015 σελ 355}. Το ίδιο ισχύει και για την ακυρώσιμη σύμβαση που ακυρώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Κατ' απόκλιση του κανόνα του άρθρου 184 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι η ακυρώσιμη δικαιοπραξία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, η ακύρωση της σύμβασης εργασίας ενεργεί μόνο για το μέλλον και δεν έχει αναδρομικά αποτελέσματα. Για το διάστημα επομένως, που η άκυρη σύμβαση εργασίας λειτούργησε, τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις που θα είχαν αν η σύμβαση ήταν έγκυρη. Τέλος, όταν πρόκειται για άκυρη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και στη μονομερή λύση της προβαίνει ο εργοδότης, ο τελευταίος οφείλει να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση {Βλ. Ζερδελή, Δίκαιο Καταγγελίας, αριθμ. 396 όπου και παραπομπές στη νομολογία}. Ο ν. 3198/1995, ο οποίος αντί για "σύμβαση εργασίας" κάνει λόγο για "σχέση εργασίας", επεξέτεινε την προστασία του ν. 2112/1920 και του β.δ. 16/18.7.1920 και στις άκυρες συμβάσεις εργασίας στις οποίες ο εργαζόμενος διατελεί σε απλή σχέση εργασίας προς τον εργοδότη {ΟλΑΑΠ 192/1962, ΕΕργΔ 1962, 453 ΑΠ 462/1965, ΕΕργΔ 1965, 1357}. Ο δικαιολογητικός λόγος καταβολής της προβλεπόμενης από το νόμο αποζημίωσης σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συντρέχει επομένως και στην περίπτωση της άκυρης σύμβασης εργασίας {ΟλΑΠ 1401/2011, ΔΕΝ 2012, 562}. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 ΑΚ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 10/2012 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ "ΝΟΜΟΣ"). Ωστόσο, για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ δεν αρκεί καταρχήν μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμα κατ' αυτού η ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί ούτε κατ' ανάγκην από την άσκηση του δικαιώματος να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση συνδυασμός ανωτέρω και γενικώς η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 8/2001 δημοσιευμένη στην ΤΓρΝομΠληρ "ΝΟΜΟΣ").­-



Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΚΛΗΡΟΔΟΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΡΟΠΟ, ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΚΛΗΡΟΔΟΤΗΜΑΤΟΣ, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗΣ


ΜΟΝ.ΠΡΩΤ.ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 535/2015
ΣΧΟΛΙΑ: Η απόφαση μας αυτή ασχολήθηκε με το θέμα της διάκρισης της κληροδοσίας από τον τρόπο και το δικαίωμα του κληροδόχου για την διεκδίκηση του χρηματικού αντικειμένου της κληροδοσίας το οποίο είναι κατά κανόνα ενοχικό καθώς και με θέματα ερμηνείας της διαθήκης.
(Απόσπασμα)
...........
''Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1714, 1715, 1967, 1995, 2011 και 2014 ΑΚ, προκύπτει ότι κληροδοσία είναι η δια διατάξεως της διαθήκης, παροχή σε κάποιον περιουσιακής ωφέλειας, χωρίς αυτός να είναι κληρονόμος, τρόπος δε είναι η υποχρέωση για κάποια παροχή, την οποία επιβάλλει ο διαθέτης σε κληρονόμο ή καταπιστευματοδόχο ή κληροδόχο, χωρίς όμως να δώσει σε άλλον δικαίωμα στην παροχή αυτή. Συνεπώς τρόπος και κληροδοσία ομοιάζουν ως προς το ότι και στις δύο περιπτώσεις ο βεβαρημένος οφείλει να εκπληρώσει την υποχρέωση που του επιβάλλει ο διαθέτης της, διαφέρουν όμως ως προς το ότι στην μεν κληροδοσία παρέχεται ορισμένη ωφέλεια στον τετιμημένο και σχετική αγωγή, εμπράγματη ή ενοχική, προς εκπλήρωση αυτής, ενώ στον τρόπο δεν υπάρχει ορισμένος τετιμημένος ως δικαιούχος, αλλά, και αν κάποιος ευνοείται με τον τρόπο δεν έχει ο ίδιος αγωγή προς εκπλήρωση. Επομένως, όταν η επιβαλλόμενη με τη διαθήκη υποχρέωση για παροχή τάσσεται υπέρ κάποιου άλλου, το ζήτημα αν πρόκειται για κληροδοσία ή για τρόπο κρίνεται από το αν ο διαθέτης θέλησε να προσπορίσει σε αυτόν αντίστοιχο σε αυτόν και αντίστοιχο δικαίωμα στην παροχή ή όχι. Αυτό αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της διαθήκης, στην οποία προβαίνει το δικαστήριο χωρίς να είναι ανάγκη να προσφύγει σε στοιχεία εκτός αυτής, όταν κρίνει ότι η δήλωση της τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη δεν παρουσιάζει κενά, ασαφή και αμφίβολα σημεία και η θέληση αυτού προκύπτει από την ίδια τη διαθήκη πλήρως και σαφώς (ΑΠ 1626/2000 ΕλλΔνη 42.711, ΑΠ 337/1999 ΕλλΔνη 40/1347, ΑΠ 382/1999 και 396/1999 ΝοΒ 48.957 και 951 αντιστοίχως, Εφ Αθ 8465/2001 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.) Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1714 ΑΚ κληροδοσία υπάρχει όταν με τελευταία διάταξη προσπορίζεται σε κάποιον περιουσιακή ωφέλεια χωρίς να εγκαθίσταται αυτός και κληρονόμος. Επομένως, για την ύπαρξη κληροδοσίας απαιτούνται τα εξής: 1) Παροχή περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιον ως τιμώμενο (κληροδόχο). Δεν είναι όμως απαραίτητο η παροχή αυτή να αυξάνει την περιουσία του λήπτη, π.χ. μπορεί να κληροδοτηθεί στον δανειστή ως κληροδόχο δικαίωμα υποθήκης σε ακίνητο του διαθέτη. Περιεχόμενο κληροδοσίας είναι κάθε στοιχείο που προσπορίζεται ωφέλεια στον κληροδόχο, επομένως και η διατροφή του κληροδόχου. Η κληροδοσία διαφέρει από τον τρόπο, διότι στον τρόπο ο τρίτος δεν αποκτά δικαίωμα στην παροχή. Η εκπλήρωση της κληροδοσίας πρέπει να γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο, ανάλογα με τη φύση της παροχής και τις ειδικές περιστάσεις. Κληρονομία προσόδου ή περιοδικής παροχής, η οποία πρέπει να καταβάλλεται σε ορισμένες χρονικές περιόδους, έχει τον χαρακτήρα κληροδοσίας, η οποία επάγεται με την έναρξη της περιόδου. 2) Η παροχή να γίνει με τελευταία διάταξη, δηλαδή με μονομερή δήλωση, όχι με αιτία θανάτου δωρεά (σύμβαση). 2) Η παροχή προς τον κληροδόχο να γίνει διαμέσου άλλου προσώπου ( βεβαρημένου) που παίρνει από την κληρονομία. Το πρόσωπο του βεβαρημένου πρέπει να προκύπτει από τη διαθήκη. Βεβαρημένος μπορεί να είναι ο κληρονόμος (από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου ή ο καταπιστευματοδόχος ή ο αναγκαίος κληρονόμος), ο κληροδόχος, ο σύζυγος που επιζεί και το Δημόσιο. Ικανός για να τιμηθεί ως κληροδόχος είναι κάθε πρόσωπο φυσικό ή νομικό, ακόμη και το πρόσωπο που δεν έχει συλληφθεί ή το νομικό πρόσωπο που δεν έχει συσταθεί κατά τον χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου. Το πρόσωπο του κληροδόχου πρέπει να είναι ορισμένο ή τουλάχιστον οριστό. Ο κληροδόχος αρκεί να έχει γενική ικανότητα δικαίου, χωρίς να απαιτείται και ικανότητα για δικαιοπραξία κατά τον χρόνο του θανάτου του διαθέτη. Η δήλωση του διαθέτη στη διαθήκη για κληροδοσία πρέπει να είναι σαφής. Επομένως, είναι άκυρη η δήλωση για κληροδοσία όταν είναι τόσο αόριστη, ώστε να μην προκύπτει από αυτήν δήλωση του διαθέτη. Για την ερμηνεία της δήλωσης αυτής μπορεί να χρησιμοποιηθούν και στοιχεία έξω από τη διαθήκη και να εφαρμοσθούν οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 1790, 1792, 1793 ΑΚ. Αντικείμενο της κληροδοσίας μπορεί να είναι κάθε περιουσιακή ωφέλεια με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα. Ειδικότερα, αντικείμενο της κληροδοσίας αποτελούν η δόση, η πράξη, η παράλειψη, η παραίτηση από ένσταση, η παροχή κυριότητας ή νομής, η μεταβίβαση ή σύσταση περιορισμένων εμπράγματων δικαιωμάτων, η κατάργηση τέτοιων δικαιωμάτων που βαρύνουν τον κληροδόχο, η παροχή κάθε είδους αξίωσης, η παροχή χρήσεως πράγματος, η σύσταση περιορισμένων εμπράγματων δικαιωμάτων, η κατάργηση τέτοιων δικαιωμάτων που βαρύνουν τον κληροδόχο, η παροχή κάθε είδους αξίωσης , η παροχή χρήσεως πράγματος, η σύσταση επικαρπίας ή δουλείας οικήσεως υπέρ του κληροδόχου, μελλοντικό πράγμα ή δικαίωμα, μετοχές ανώνυμης εταιρείας, χρήματα, ποσοστό όλων των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας, η χορήγηση προθεσμίας, η διατροφή του κληροδόχου, η παροχή εμπράγματος ασφαλείας στον κληροδόχο, η περιοδική παροχή. Σύμφωνα με το άρθρο 1997 ΑΚ το δικαίωμα από την κληροδοσία αποκτάται αμέσως μετά το θάνατο του διαθέτη (επαγωγή της κληροδοσίας). Επαγωγή της κληροδοσίας είναι η απόκτηση του δικαιώματος από την κληροδοσία αυτοδικαίως, γιατί επέρχεται χωρίς να μάθει ο κληροδόχος τον θάνατο του διαθέτη ή την υπέρ αυτού διάταξη. Το δικαίωμα από την κληροδοσία είναι προσωρινό. Ο κληροδόχος δικαιούται να αποποιηθεί την κληροδοσία. Η οριστική κτήση της κληροδοσίας γίνεται με μονομερή δήλωση του κληροδόχου ανακοινωτέα στον βεβαρημένο (ΑΚ 2001 παρ. 2). Από την περιέλευση της δήλωσης αποδοχής στον βεβαρημένο αποκτά αυτή νομική ενέργεια. Η αποδοχή δεν υποβάλλεται σε τύπο, γίνεται ρητά ή σιωπηρά. Η άσκηση του δικαιώματος για αποδοχή της κληροδοσίας και όχι της δήλωσης για την αποδοχή της. Από την άσκηση του δικαιώματος της αποδοχής της κληροδοσίας ο κληροδόχος δικαιούται να αποκτήσει και ο βεβαρημένος έχει υποχρέωση να παράσχει το αντικείμενο της κληροδοσίας. Στην κληροδοσία χρηματικού ποσού ισχύουν οι διατάξεις για χρηματική παροχή. Εφόσον δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό δεν είναι ανάγκη να υπάρχουν μετρητά στην κληρονομιά. Το δικαίωμα του κληροδόχου να ζητήσει από τον βεβαρημένο το κληροδοτούμενο είναι κατά κανόνα (ΑΚ 1995) ενοχικό και γεννιέται από την επαγωγή (κτήση της κληροδοσίας και κατ' εξαίρεση είναι εμπράγματο ή άμεσο με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1996 ΑΚ. Ο βεβαρημένος δεν μπορεί να απαλλαγεί από την παροχή με καταβολή της αξίας του παρά μόνον στην περίπτωση που ορίζει αυτό ο νόμος κατ' άρθρο 1985 παρ. 2 ΑΚ (βλ. σχετικώς Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, Αγωγές κληρονομικού Δικαίου, Τόμος Δεύτερος, Αθήνα 1995, σελίδες 271, 272, 273, 281, 282μ 283, 287, 288, 307, 315, 316). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1995, 1997 και 1998 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαίωμα από την κληροδοσία είναι κατά κανόνα ενοχικό. ο (per damnationem) κληροδόχος έχει ενοχικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον βεβαρημένο το κληροδοτούμενο, δηλαδή την παροχή που αποτελεί το περιεχόμενο της κληροδοσίας. Και ναι μεν το κληροδότημα είναι απαιτητό αμέσως από την επαγωγή, όμως σύμφωνα με τις γενικές αρχές περί ενοχών καρποί και τόκοι δεν οφείλονται από τον βεβαρημένο παρά μόνο από την υπερημερία του ή από την έγερση της αγωγής κατά τα άρθρα 343, 345. 348, 346 ΑΚ). Ευθύνη του βεβαρημένου για καρπούς του κληροδοτηθέντος τους οποίους συνέλεξε ή όφειλε να συλλέξει κατά το χρόνο μεταξύ της επαγωγής και της εκπλήρωσης της κληροδοσίας δεν υπάρχει. Οι καρποί που έχουν παραχθεί κατά το χρονικό τούτο διάστημα παραμένουν σε όφελος του βεβαρημένου. Όπως προαναφέρθηκε η ευθύνη του βεβαρημένου για καρπούς του κληροδοτηθέντος αρχίζει από τότε που κατέστη υπερήμερος σε σχέση με την παροχή του κληροδοτηθέντος ή από τότε που ασκήθηκε κατ' αυτού αγωγή (βλ. Μπαλή Κληρ. Δ. Δικ. άρθρ. 2003 αρ. 3). Ειδικότερα στην περίπτωση κληροδοσίας χρηματικού ποσού η ευθύνη του υπερήμερου βεβαρημένου ρυθμίζεται από το άρθρ. 235 ΑΚ (πρβλ. και Σταθόπουλο στο Γεωργιάδη- Σταθόπουλο ΑΚ Εισαγ. 335-2-348 αρ. 32 και 335-336 αρ. 2) το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε χρηματική οφειλή (ΑΠ 471/1976 ΝοΒ 24.1049) σε ημεδαπό ή αλλοδαπό νόμισμα (Γαζής ΕρμΑΚ 345 αρ. 3). Κατά το άρθρο αυτό "Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Ο δανειστής αν αποδείξει και άλλη θετική ζημία, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα να απαιτήσει και αυτήν" δηλαδή να απαιτήσει (όχι τη ζημία αλλά) την αποκατάσταση της ζημίας (βλ Γαζή στην ΕρμΑΚ 345 αρ.1). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εάν ο βεβαρημένος με την παροχή κληροδοτήματος ορισμένου ποσοτικά χρηματικού ποσού περιέλθει σε υπερημερία οφείλει τόκο υπερημερίας και την περαιτέρω αποδεικνυόμενη θετική ζημία, δηλαδή τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του ζημιωθέντος (βλ. Μπαλή ΕνοχΔ παρ 23 VII, Σταθόπουλο ο.π. 297-298 αρ. 18 και ΕνοχΔ σελ.256). Διαφυγόν κέρδος, το οποίο υπάρχει όταν αποτρέπεται η αύξηση της περιουσίας η οποία θα επερχόταν χωρίς το ζημιογόνο γεγονός (βλ. τους ίδιους τους συγγραφείς) δεν υποχρεούται να καλύψει ο οφειλέτης (βλ. για τα προαναφερόμενα σχετικώς ΕφΠειρ 1316/1987 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, Γαζή στην ΕρμΑκ 345 αρ.5 Σταθόπουλο ο.π. 345 αρ.4, Σπυριδάκη-Περάκη ο.π. 345 αρ.4, Μπαλή Ενοχ. παρ. 57 αρ.2). Εξάλλου, επειδή, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι στην ερμηνεία των διαθηκών, αναζητείται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις η αληθινή (πραγματική) βούληση του διαθέτη, σκοπούμενη από άποψη υποκειμενική και όχι αντικειμενική, κατά την έννοια της οποίας η βούληση αυτή θα προσδιοριζόταν κατά τις σντιλήψεις τρίτων, σύμφωνα με τη συναλλακτική καλή πίστη, την προβλεπόμενη από το το άρθρο 200 του ίδιου Κώδικα, το οποίο όμως δεν έχει εφαρμογή στην ερμηνεία διαθηκών. Έδαφος για τέτοια ερμηνεία, που θα αποβλέπει στην αναζήτηση βούλησης διαφορετικής από εκείνη, η οποία εκφράστηκε με τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης, δεν παρέχεται, όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της ύπαρξης ή όχι ανάγκης προσφυγής στις αμέσως πιο πάνω ερμηνευτικές διατάξεις, καθώς και περί της αληθινής βούλησης του διαθέτη, ως εναγόμενη στην εκτίμηση πραγμάτων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Τότε μόνο συγχωρείται η προσφυγή σε γεγονότα και στοιχεία εκτός διαθήκης, όταν το πιο πάνω δικαστήριο κρίνει ότι η δήλωση της τελευταίας βούλησης εμφανίζει ασαφή και αμφίβολα σημεία, είτε περί των τετιμημένων προσώπων, είτε περί των κληρονομιαίων στοιχείων στα οποία ο διαθέτης εγκατέστησε τα πρόσωπα αυτά, τα οποία (σημεία) χρειάζονται για την αποσαφήνισή τους ερμηνεία προς το σκοπό της εξεύρεσης της αληθινής (ή ακόμη και εικαζόμενης) βούλησης του διαθέτη (ΑΠ 1142/2011 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΑΠ 755/2008 ΕλλΔνη 2010.744, ΑΠ 1225/2005 δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος.) Περαιτέρω, η διαθήκη, όπως και κάθε άλλη δικαιοπραξία, υπόκειται σε ερμηνεία. Για να τεθεί ζήτημα ερμηνείας πρέπει η διάταξη τελευταίας βούλησης, ως δήλωση ισχύος, να έχει διατυπωθεί με κάποιον από τους πανηγυρικούς τύπους που προβλέπονται στο νόμο. Εφόσον με την ερμηνεία δεν επιχειρείται η διάγνωση έννομης σχέσης, τα δικαστήρια δεν έχουν εξουσία και καθήκον να ερμηνείας με κάποια βιοτική σχέση που αμφισβητείται και χρειάζεται, γι αυτό, η δικαστική παρέμβαση (ΚΠολΔ 68, 60, 71, 96). Η διαθήκη χρειάζεται ερμηνεία όταν δεν είναι πλήρως σαφής ή πλήρως ασαφής και (επομένως άκυρη), αλλά εμφανίζει σημεία ασαφή και αμφίβολα, δεκτικά αποσαφήνισης με ερμηνεία (ΑΠ 506/1992 ΕλλΔνη 34.1470). Έδαφος για ερμηνεία με στόχο την αναζήτηση βούλησης διαφορετικής και πέρα από αυτή που εκφράζεται με τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης δεν παρέχεται, όταν οι τελευταίες είναι απόλυτα σαφείς και αποδίδουν, χωρίς τίποτα άλλο, αυτό που θέλησε ο διαθέτης (ΑΠ 6136/1990 ΕλλΔνη 32.1650, ΕφΑθ 5361/1991 ΕλλΔνη 34.1638, ΕφΑθ 6595/1991 ΑρχΝ 43.30). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι από τη διαθήκη προκύπτει ή όχι με σαφήνεια η βούληση του διαθέτη είναι, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Η κρίση για το αν οι διατάξεις της διαθήκης είναι σαφείς ή όχι δεν είναι νοητό να συνάγεται αποκλειστικά από τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο διαθέτης. Και τούτο γιατί αφενός γιατί μια τέτοια προσέγγιση προσκρούει ευθέως στην ΑΚ 173 (που επιτάσσει την αναζήτηση της αληθινής βούλησης χωρίς προσήλωση στις λέξεις) και αφετέρου γιατί οι λέξεις δεν μπορούν να νοηθούν αφηρημένα, δηλαδή χωρίς συνάρτηση με το όλο κείμενο της διαθήκης. Συνεπώς, η κρίση για το αν οι διατάξεις της διαθήκης είναι σαφείς ή όχι, είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα ερμηνείας και υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Η ερμηνεία των διαθηκών αποκτά όλο και περισσότερη σημασία με την προϊούσα διεύρυνση των ορίων της. Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνουν η ευρύτατη εφαρμογή της αρχής "falsa demonstratio non nocet" (ΑΚ 1783 εδ 2), η (όλο και εντονότερα υποστηριζόμενη) εγκατάλειψη της αρχής, ότι οι "σαφείς" διατάξεις της διαθήκης είναι ανεπίδεκτες ερμηνείας, το προβάδισμα της ερμηνείας απέναντι στην ακύρωση και η συμπληρωματική ερμηνεία της διαθήκης με αναζήτηση της υποθετικής βούλησης στου διαθέτη. Είναι αυτονόητο, ότι η σημασία της ερμηνείας είναι καθοριστική στις περιπτώσεις των ιδιόγραφων (ή μυστικών) διαθηκών, αφού στις δημόσιες διαθήκες ο συμβολαιογράφος φροντίζει ώστε η βούληση του διαθέτη να αποτυπωθεί στη διαθήκη με σαφήνεια και με ορθή νομική φρασεολογία. Σκοπός της ερμηνείας της διαθήκης είναι η άρση της (μερικής) ασάφειας αυτής και η διαπίστωση του νομικώς σημαντικού περιεχομένου της δήλωσης βούλησης του διαθέτη, ενώ αντικείμενό της είναι ακριβώς η δήλωση της βούλησης του διαθέτη. Κατά την ερμηνευτική προσέγγιση αναζητείται η πραγματική βούληση. Ο ΑΚ δεν περιέχει ιδιαίτερες διατάξεις που να καθορίζουν γενικώς τον τρόπο ερμηνείας των δηλώσεων τελευταίας βούλησης. Συνεπώς, θα ισχύσουν και εδώ καταρχήν οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Μια πρώτη κρίσιμη διαπίστωση έγκειται στο ότι η περιλαμβανόμενη στη διαθήκη δήλωση της βούλησης του διαθέτη δεν είναι απευθυντέα. Έτσι, δεν τίθεται εδώ ζήτημα αντιπαράθεσης ανάμεσα στο συμφέρον του διαθέτη να επέλθουν τα σκοπούμενα από αυτόν, με τη σύνταξη της διαθήκης του, έννομα αποτελέσματα και στο συμφέρον του διαθέτη να επανέλθουν τα σκοπούμενα από αυτόν, με τη σύνταξη της διαθήκης του, έννομα αποτελέσματα και συμφέρον οποιωνδήποτε τρίτων προσώπων, ακόμη και των τιμώμενων ("παραληπτών" της σχετικής δήλωσης βούλησης του διαθέτη), να προστατευθεί η εμπιστοσύνη τους στο αντικειμενικό νόημα της δήλωσης του διαθέτη. Τούτο σημαίνει, ότι κατά την ερμηνεία των διαθηκών το "δόγμα της βούλησης" δεν αποκτά απλώς ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα, αλλά ουσιαστικά κυριαρχεί. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον ΑΚ. με σειρά διατάξεων (1783 εδ.2, 1784, 1794,1979). Η αναζήτηση της βούλησης του διαθέτη είναι ο άξονας, γύρω από τον οποίο στρέφεται η όλη νομοθετική ρύθμιση της διαδοχής από διαθήκη. Ενόψει τούτων, βασική αρχή, η οποία διέπει την ερμηνεία των διαθηκών είναι ότι κατά την ερμηνεία αυτή προέχει η αναζήτηση της πραγματικής βούλησης του διαθέτη. Κατά την ερμηνεία των διαθηκών εφαρμόζονται οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Αν η αληθινή βούληση του διαθέτη αναζητηθεί με βάση μόνο την ΑΚ 173 ή και την ΑΚ 200 δεν έχει πρακτική σημασία, αφού και η συναλλακτική καλή πίστη της ΑΚ 200 επιβάλλει στην ουσία την αναζήτηση της αληθινής βούλησης του διαθέτη, όπως ακριβώς απαιτεί ρητά η ΑΚ 173. Πέρα από αυτό, όμως, υποστηρίζεται, ότι ναι μεν οι διατάξεις τη διαθήκης δεν είναι "απευθυντέες" δηλώσεις βούλησης, πλην όμως προορίζονται οπωσδήποτε να περιέλθουν σε άλλους και, πάντως, επηρεάζουν τις έννομες σχέσεις τρίτων προσώπων. Συνεπώς, η ΑΚ 200 δεν στερείται τη χρησιμότητά της, ιδίως όταν πρόκειται να αναζητήσουμε (όχι την πραγματική αλλά) την υποθετική βούληση του διαθέτη. Ενόψει των όσων σημειώθηκαν, η υπεροχή του γενικού ερμηνευτικού κανόνα της ΑΚ 173 (η εφαρμογή του οποίου δεν περιορίζεται από τους ειδικούς για τις διαθήκες ερμηνευτικούς κανόνες) έχει την έννοια, ότι και κατά την ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, η αληθινή βούληση του διαθέτη με στόχο την υποκειμενική του άποψη μόνο και αδιάφορα από την αντικειμενική έννοια με την οποία αντιλαμβάνονται τη δήλωση οι τρίτοι κατά τη συναλλακτική καλή πίστη (ΑΠ 613/1990 ΕλλΔνη 32.1650, ΕφΑθ5361/1991 ΕκκΔνη 34.1638, ΕφΘεσ 130/1990 Αρμ 44.118 επ.) Συνεπώς πρέπει να ληφθούν υπόψη η εποχή που συντάχθηκε η διαθήκη (είναι ο κρίσιμος χρόνος για τη διακρίβωση της πραγματικής βούλησης του διαθέτη), το κοινωνικό περιβάλλον του διαθέτη, οι προσωπικές (τοπικές, γλωσσικές ή επαγγελματικές) συνήθειές του, η πνευματική και κοινωνική του ανάπτυξη, η τυχόν νομική ή άλλη παιδεία του κτλ.., ενώ συγχωρείται ακόμη και η αναζήτηση της εικαζόμενης βούλησής του. Έτσι, αποφασιστικό αποβαίνει εκείνο που ο διαθέτης εννόησε ή μπορούσε να εννοήσει, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη, η σχετική τυχόν αντίληψη ή η δυνατότητα αντίληψης άλλου ή άλλων προσώπων και ιδιαίτερα του τιμωμένου (ΑΠ 1308/1982 ΕλλΔνη 24.224, ΑΠ 555/1981 ΝοΒ 30.226). Ωστόσο, κατά την ερμηνεία των διαθηκών δεν αναζητείται μια βούληση του διαθέτη αποκομμένη από τη σχετική δήλωση της βούλησης αυτής αλλά το τι ήθελε να πει ο διαθέτης χρησιμοποιώντας τις συγκεκριμένες λέξεις. Έτσι, για την εξεύρεση αυτής της αληθινής βούλησης του διαθέτη αποβλέπουμε καταρχήν στο κοινό νόημα των λέξεων που χρησιμοποιεί ο διαθέτης στη διαθήκη. Αν, όμως, αποδεικνύεται, ότι αυτός χρησιμοποίησε τις συγκεκριμένες λέξεις με άλλο νόημα, είναι φανερό ότι πρέπει να αποβλέψουμε στο διαφορετικό αυτό νόημα. Η αναζητούμενη, με την ερμηνεία, αληθινή βούληση του διαθέτη θα πρέπει να βρίσκει κάποιο, έστω και έμμεσο, στήριγμα στο ίδιο το κείμενο της διαθήκης, γιατί αλλιώς θα παραβιάζονταν οι διατάξεις για τον τύπο των διαθηκών, ενώ θα υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να αλλοιωθεί πλήρως η βούληση του διαθέτη με τη βοήθεια ψευδομαρτύρων. Με την παραπάνω προϋπόθεση, επιτρέπεται κατά την αναζήτηση της αληθινής βούλησης του διαθέτη η προσφυγή και σε όλα τα προσιτά γεγονότα ή στοιχεία που βρίσκονται έξω από τη διαθήκη, λ.χ. έγγραφα, συνομιλίες ή άλλες εκδηλώσεις του διαθέτη, οι σχέσεις του με ορισμένα πρόσωπα κ.τ.λ., χωρίς να χρειάζεται να αναφέρονται, έστω και υπαινικτικά, στο κείμενο της διαθήκης. Είναι μάλιστα υποχρεωτικό, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να διατάσσονται από το δικαστήριο μαρτυρικές αποδείξεις, ώστε να μπορούν να συνεκτιμηθούν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και τα προσκομιζόμενα έγγραφα (αυτεπαγγέλτως) ή άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίζουν οι διάδικοι. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια μιας διάταξης τελευταίας βούλησης, κατά το γνωστό κανόνα του β.ρ.δ., που επιβάλλει τη "φιλάγαθη" ή ¨καλοθελή" ερμηνεία της διαθήκης (interpretatio benigna), θα πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία που διασώζει το κύρος της. Από το γεγονός, ότι ο κανόνας αυτός δεν επαναλήφθηκε στον ΑΚ, δεν συνάγεται, ότι δεν ισχύει σήμερα, αφού μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάγεται από τις ΑΚ 173, 1783 εδ. 2, 1974 και 1979 καθώς και από τη γενικότερη αρχή της κατά το δυνατό εκπλήρωση της θέλησης του διαθέτη, που απορρέει από το όλο πνεύμα του κληρονομικού δικαίου. Κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της υποθετικής βούλησης του διαθέτη είναι ο χρόνος της σύνταξης της διαθήκης (ΕφΑθ 3463/2004, ΕφΑθ 2393/1991, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος)''.
...........