Αρχειοθήκη ιστολογίου

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 15 / 2015(Ολομέλεια Πολιτικές )

ΚΡΙΣΗ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΕΓΚΡΙΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΡΓΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΕΡΕΛΕΥΣΗΣ ΤΡΙΜΗΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΠΕ
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ)
..................
ΙΙ. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 8 ν. 1418/1984, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρ. 15§2 του ν. 3212/2003 και οι τροποποιούμενες διατάξεις της εφαρμόζονται κατά το άρθρ. 237 του νόμου αυτού και στις συμβάσεις έργων, για τα οποία δεν έχει εκδοθεί βεβαίωση περαίωσης εργασιών, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: "Το έργο εκτελείται, σύμφωνα με τη σύμβαση και τα τεύχη και σχέδια που τη συνοδεύουν. Αν προκύψει ανάγκη εκτέλεσης συμπληρωματικών εργασιών, που δεν περιλαμβάνονται στο αρχικά ανατεθέν έργο, ούτε στην πρώτη συναφθείσα σύμβαση και οι οποίες κατέστησαν, κατά την εκτέλεση του έργου, αναγκαίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων. με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση δ' της παρ. 3 του άρθρ. 8 του π.δ/τος 334/2000, συνάπτεται σύμβαση με τον ανάδοχο του έργου. Για τον καθορισμό των νέων τιμών μονάδας των συμπληρωματικών εργασιών εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 3 και 4 του άρθρ. 43 του π.δ/τος 609/1985, όπως κάθε φορά ισχύουν. Η εκτέλεση των συμπληρωματικών εργασιών είναι υποχρεωτική για τον ανάδοχο του έργου και προκειμένου να υπογραφεί η σύμβαση ανάθεσης των συμπληρωματικών εργασιών απαιτείται γνώμη του οικείου Τεχνικού συμβουλίου ...". Το άρθρο 43 του π.δ/τος 609/1985, όπως μετά και τις τροποποιήσεις με το άρθρ. Ι9§2 ν. 2947/2001 ισχύει, ορίζει. Στην παράγραφο 1: "Ο φορέας κατασκευής του έργου έχει το δικαίωμα, κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, να αναθέτει την εκτέλεση συμπληρωματικών, μόνο, εργασιών σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 8 ν. 1418/1984 ... Για την εκτέλεση των ανωτέρω συμπληρωματικών εργασιών απαιτείται η σύναψη σύμβασης". Στην παράγραφο 2: "Κάθε σύμβαση επόμενης της αρχικής συνοδεύεται από Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών, που ιδίως περιλαμβάνει τις ενδείξεις των εργασιών, τις τιμές μονάδος των εργασιών, τα μεγέθη των ποσοτήτων, τις δαπάνες του προϋπολογισμού του αρχικά ανατεθέντος έργου, του προϋπολογισμού της αμέσως προηγούμενης σύμβασης και του προϋπολογισμού τής προς κατάρτιση καινούργιας σύμβασης ...". Στην παράγραφο 3: "Αν στο συγκριτικό, (ήδη ανακεφαλαιωτικό), πίνακα περιλαμβάνονται και εργασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν τιμές μονάδας, ο συγκριτικός πίνακας συνοδεύεται από πρωτόκολλο που κανονίζει τις τιμές για τις εργασίες αυτές ...". Και στην παράγραφο 5: "0ι συγκριτικοί, (ανακεφαλαιωτικοί), πίνακες και τα πρωτόκολλα κανονισμού τιμών μονάδας νέων εργασιών που τους συνοδεύουν συντάσσονται από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και υπογράφονται από τον ανάδοχο ανεπιφύλακτα ή με επιφύλαξη. Αν ο ανάδοχος αρνηθεί την υπογραφή, του κοινοποιείται ο συγκριτικός πίνακας και τα πρωτόκολλα σύμφωνα με το άρθρ. 291. Στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση που ο ανάδοχος υπέγραψε τα σχετικά έγγραφα με επιφύλαξη, δικαιούται να υποβάλει ένσταση. Ο συγκριτικός Πίνακας και τα πρωτόκολλα νέων Τιμών εγκρίνονται από την Προϊσταμένη Αρχή, στην οποία διαβιβάζονται μαζί με την τυχόν ένσταση του αναδόχου, (και με) αιτιολογική έκθεση για την ανάγκη των τροποποιήσεων, τον τρόπο κανονισμού των τιμών και με κάθε σχετική πληροφορία. Αν έχει υποβληθεί ένσταση, διατυπώνεται και η γνώμη της Διευθύνουσας Υπηρεσίας στο περιεχόμενο της ένστασης αυτής. Μετά την έγκριση του συγκριτικού πίνακα ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τις σχετικές εργασίες, χωρίς αυτό να θίγει τα δικαιώματά του για επίλυση της τυχόν διαφοράς". Με τις διατάξεις αυτές δεν ορίζεται προθεσμία για την έγκριση του Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών (ΑΠΕ) και των Πρωτοκόλλων Καθορισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών (ΠΚΤΜΝΕ), από την Προϊσταμένη Αρχή που επιβλέπει την κατασκευή του έργου, όμως, η έγκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελικά απρόθεσμη, αφού αποτελεί προϋπόθεση για την πιστοποίηση στη συνέχεια των εργασιών που πράγματι εκτέλεσε ο εργολάβος και τη σύνταξη απ' αυτόν του λογαριασμού για την πληρωμή της αμοιβής του η καθυστέρηση της οποίας δημιουργεί, υπέρ αυτού, αξίωση καταβολής τόκων υπερημερίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθ. 5 παρ. 9 και 10 ν. 1418/1984 (όπως οι παράγραφοι αυτές αναριθμήθηκαν με το άρθρ. 1 ν. 2940/2001) και 40 π.δ/τος 609/1985. Έτσι, η έγκριση του ΑΠΕ και των Πρωτοκόλλων Καθορισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών (ΠΚΤΜΝΕ), πρέπει, ενόψει της ανάγκης ταχείας περατώσεως των δημόσιων έργων και της άνευ καθυστερήσεως πληρωμής του αναδόχου να διενεργείται εντός ευλόγου χρόνου, τέτοιος δε κρίνεται, ότι αποτελεί το τρίμηνο από την υποβολή τους προς έγκριση στην Προϊσταμένη Αρχή. Παρέπεται ότι με την άπρακτη πάροδο του τριμήνου αυτού ο ΑΠΕ και τα Πρωτόκολλα Καθορισμού Τιμών Μονάδας Νέων Εργασιών (ΠΚΤΜΝΕ) θεωρούνται αυτοδικαίως, έκτοτε εγκεκριμένα, με συνέπεια τυχόν μεταγενέστερη έγκρισή τους να είναι τυπική και να επιβεβαιώνει, απλώς, την προηγούμενη αυτοδίκαιη έγκρισή τους, γι' αυτό και δεν μπορεί πλέον η Προϊσταμένη Αρχή να τροποποιήσει τα στοιχεία τους (ΣτΕ 1674/1997, 4452/2001, 619/2003, 377/2006). Ανάκληση της άνω πράξεως δεν νοείται, δεδομένου ότι .επί ιδιωτικών συμβάσεων, όλες. οι σχετικές μ' αυτήν αποφάσεις του εργοδότη ή του φορέα του έργου δεν έχουν διοικητικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούν απλές μονομερείς δηλώσεις παραστάσεως ή βουλήσεως, που δεν έχουν έννομες συνέπειες ανατρέψιμες με ακυρωτική προσφυγή και πάσχουν, ενδεχομένως, ακυρότητα ή ακυρωσία κατά τις διατάξεις του ΑΚ, εάν παράγουν αποτελέσματα ως μονομερείς δικαιοπραξίες. Εξάλλου, ναι μεν στον ΑΠΕ που συντάσσεται για τις νέες εργασίες δεν υπάρχει λόγος να περιληφθούν και εργασίες της αρχικής σύμβασης, όμως. αν παρόλα αυτά περιληφθούν, ο ΑΠΕ δεν είναι για μόνο το λόγο αυτό άκυρος και μπορεί να εγκριθεί ρητά ή σιωπηρά με την άπρακτη πάροδο της ως άνω τρίμηνης προθεσμίας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που περιληφθούν στον ΑΠΕ νέες μεν εργασίες, οι οποίες, όμως, έχουν ήδη εκτελεσθεί, δηλαδή ολοκληρώθηκαν πριν εγκριθεί ακολούθως ρητά ή σιωπηρά ο ΑΠΕ. Και ναι μεν η διάταξη του αρθ. 43 του π.δ/τος 609/85 καθιερώνει ως προϋπόθεση για την εκτέλεση των περιλαμβανομένων στον ΑΠΕ εργασιών την προηγούμενη έγκριση του, πλην, όμως, ενόψει του πνεύματος της περί δημοσίων έργων νομοθεσίας που επιβάλλει να αποφεύγονται οι άσκοπες παρατάσεις προθεσμιών των εν λόγω έργων και την αδικαιολόγητη αναθεώρηση των τιμών που προσαυξάνουν ανεπίτρεπτα το κόστος της κατασκευής τους καθώς και των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που πρέπει να διέπουν τη συμβατική σχέση μεταξύ του αναδόχου και του κυρίου του έργου, νόμιμα εκτελούνται οι ανωτέρω εργασίες και πριν την έγκρισή τους. εφόσον δεν αντιτίθεται σ' αυτό ο ανάδοχος και ο πίνακας εγκρίνεται τελικά απλώς προς τακτοποίηση των ποσοτήτων των εργασιών του έργου προκειμένου ο ανάδοχος να αναλάβει την αμοιβή του. καθόσον δεν είναι δυνατόν να διακόπτονται κάθε φορά οι εργασίες εκτέλεσης του έργου εωσότου συνταχθεί και εγκριθεί ο ΑΠΕ. Βέβαια, θα μπορούσε ο ανάδοχος του έργου να αναμένει την έγκριση του ΑΠΕ και μετά να συνεχίσει την εκτέλεση των σ' αυτόν (ΑΠΕ) αναφερομένων εργασιών, πλην όμως αυτό, θα είχε ως συνέπεια, κάθε φορά, να διακόπτονται οι εργασίες εκτέλεσης του έργου, ωσότου συνταχθεί και εγκριθεί ο ΑΠΕ, κάτι που είναι αντίθετο στην ανάγκη ταχείας περατώσεως των δημόσιων έργων και της άνευ καθυστερήσεως πληρωμής του αναδόχου.
.............

Πηγή: ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ, www.areiospagos.gr

ΣΤΕ 4446/2015 Ολ.

ΣΤΕ 4446/2015 Ολομέλεια: Ακυρώνεται η παράλειψη της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της χώρας. Ως χρόνος έναρξης ισχύος της απόφασης που υποχρεούται να εκδώσει η Διοίκηση ορίζεται η 21/5/2015.
(πηγη: ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ www.ste.gr)

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

ΣΤΕ Ολ 2287/2015 ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με το γραφείο ΕΛΕΝΗΣ ΚΥΡΑΡΙΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ στο e-mail nomikimatia@gmail.com και στο τηλέφωνο (210)3836688



(ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ)
Πιλοτική δίκη μετά από ασκηθείσα αγωγή συνταξιούχου ΙΚΑ ΕΤΑΜ /ΕΤΑΑ  περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων  i) του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, ii) του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, iii) του άρθρου 2 παρ. 3 του  ν. 4024/2011, iv) του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και v) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012
Ως προς τις περικοπές   i) του άρθρου τρίτου παρ. 10 του ν. 3845/2010, ii) του άρθρου 44 παρ. 13 του ν. 3986/2011, iii) του άρθρου 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/201121 κρίθηκε ότι λόγω της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτίμησε  ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Έναντι της υποστηρίξεως αυτής έλαβε σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο 3 παρ. 10-14 του ν. 3845/2010), και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ  εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως, δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, οι πιο πάνω περικοπές, εν όψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επεβλήθησαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το περιγραφόμενο εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων. Εν όψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θεσπίσεώς τους, δεν απαιτείτο, κατά τα προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη. Τέλος, δεν υφίσταται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επεβλήθησαν, όπως αναφέρθηκε, εν όψει εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα.
 Ως προς τα θεσπιζόμενα μέτρα  του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και v) του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012  κρίθηκε ότι :
 Ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλ’ όφειλε, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Ακόμη δε και αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ.,  επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων).
 Τέλος, εφ’ όσον, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες  περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων). Μελέτη η οποία δεν έγινε.
Από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (εν όψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το Κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους.
Οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το Κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών.
 Κατόπιν όλων των ανωτέρω οι διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες∙.
 Η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων γιατί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφήν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού συμβάλλουν χορηγόντας συμπληρωματικές παροχές στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως.
Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Ως προς την αναδρομικότητα της απόφασης και για τους μη ασκήσαντες αγωγή /προσφυγή η απόφαση ορίζει:
Κατά το άρθρο 50 πδ 18/1989 …«Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Με την παρ.3β του ιδίου άρθρου (προστέθηκε με άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147),  προβλέφθηκε απόκλιση εξαιρετικά από τα ανωτέρω και το Δικαστήριο μπορεί σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της πράξης  ιδίως υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης...».
Στην προκειμένη περίπτωση, η, κατά τα ανωτέρω, διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 θα συνεπήγετο υποχρέωση της Διοικήσεως να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περιεκόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορά η παρούσα πρότυπη δίκη. Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά τη στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως της παρούσης αποφάσεως.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
κατά την προσωπικη μου γνώμη έπεται από τα παραπάνω: Α) Ότι πέραν των προσβαλλόμενων με την απόφαση διατάξεων και βάσει της αιτιολογίας της ανωτέρω απόφασης, ως αντισυνταγματικές δυνατό να κριθούν και οι λοιπές περιπτώσεις περικοπών στις κύριες συνάξεις των λοιπών φορέων κοινωνικής ασφάλισης εκτός του ΙΚΑ όπως αυτές προβλέπονται στα  άρθ. 6 ν. 4051/2012 & άρθρου πρώτο §ΙΑ ν.4093/2012.
Β) Ότι οι εντασσόμενοι στις περιπτώσεις οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές  οι οποίοι έχουν ήδη ασκήσει ενδικα μέσα και βοηθήματα μπορούν να διεκδικήσουν την αναδρομική επιστροφή των περικοπών στις συντάξεις τους και τη μη περικοπή τους στο εξής.
γ) ότι οι εντασσόμενοι στις περιπτωσεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές και δεν έχουν κινηθεί δικαστικά, δικαιούνται τη μη περικοπή των συντάξεων τους στο εξής. Δύνανται όμως να ασκήσουν και αγωγή διεκδίκησης των ήδη παρακρατηθέντων από τις συντάξεις τους ενόψει της απόκλισης της ανωτέρω απόφασης από τον κανόνα της αναδρομικής erga omnes ακυρώσεως των σχετικών διατάξεων.